Εντολή για άσκηση ποινικής δίωξης για κακουργηματική απιστία περί την υπηρεσία με τις επιβαρυντικές διατάξεις, δόθηκε από την εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράικου, κατά συνολικά 11 ατόμων σχετικά με τη σύμβαση για τον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής 6 φρεγατών τύπου «S» του Πολεμικού Ναυτικού, ενώ δόθηκε εντολή, αντίγραφο της δικογραφίας να διαβιβαστεί στην Βουλή προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ευθύνες του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας, Γιάννου Παπαντωνίου.

Ειδικότερα, η ποινική δίωξη θα ασκηθεί σε βάρος του πρώην γενικού γραμματέα Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, Σπυρίδωνα Τραυλού, και ακόμη σε βάρος 10 μελών της επιτροπής διαπραγματεύσεων, για απιστία περί την υπηρεσία.

Σύμφωνα με τις εισαγγελικές αρχές, η ζημιά που έχει προκληθεί στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ. Η ποινική δίωξη αφορά τη σύμβαση 010Β/03/6.2.2003 για τον εκσυγχρονισμό μέσης ζωής έξι φρεγατών τύπου «S» του Πολεμικού Ναυτικού. Η σύμβαση υπογράφηκε μεταξύ της εταιρείας Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. ως κύριου αναδόχου (και με υποκατασκευαστή την εταιρεία THALES NEDERLAND B.V.) και του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. 

Το χρονικό της υπόθεσης
Η προκαταρκτική εξέταση για την υπόθεση του εκσυγχρονισμού μέσης ζωής έξι φρεγατών τύπου S (Standard) του Πολεμικού Ναυτικού, ο οποίος ανατέθηκε με απευθείας ανάθεση στα Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. (ΕΝΑΕ) ως κύριο ανάδοχο, με υπεργολάβο την εταιρεία Thales Nederland, έναντι συμβατικού τιμήματος 380 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο μετά τις αναπροσαρμογές ανήλθε σε 480 εκατομμύρια ευρώ, διενεργήθηκε από τον επίκουρο εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Αντώνιο Ελευθεριάνο. 

Τι κέρδισε η ανάδοχη εταιρεία
Κατά τη διάρκεια της έρευνας επισημάνθηκε πλήθος όρων της σύμβασης, οι οποίοι ενεργούν μονομερώς υπέρ της αναδόχου και της υποκατασκευάστριας εταιρείας και σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στην περιουσία του.

Ειδικότερα, προέκυψε ότι το χρηματοδοτικό κενό που υπολειπόταν, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί πλήρως το πρόγραμμα, υπολογίσθηκε εσφαλμένα και δη υψηλότερα του ορθού, με αποτέλεσμα, προκειμένου να καλυφθεί από τις ανάδοχες εταιρείες, να παραχωρηθούν σ’ αυτές ευμενέστεροι όροι ως ανταλλάγματα.

Στους όρους αυτούς συμπεριλαμβάνονται το ποσοστό αναπροσαρμογών του τιμήματος και ο σχετικός μαθηματικός τύπος των αναπροσαρμογών, οι οποίοι τροποποιήθηκαν υπέρ των αναδόχων εταιρειών, καθώς και η ρήτρα μη υπέρβασης της ετήσιας αναπροσαρμογής τιμών, τόσο ως ποσοστό επί του πληθωρισμού όσο και ως ποσοστό επί του αρχικού τιμήματος, η οποία δεν τέθηκε καθόλου στη σύμβαση, ενώ αυτό ήταν υποχρεωτικό και θα περιόριζε το ποσόν κατά το οποίο αναπροσαρμόσθηκε το συμβατικό τίμημα και για τις δύο εταιρείες.

Εξ αιτίας αυτών των όρων, η ζημία για το ελληνικό Δημόσιο, λόγω της επιβάρυνσης του συμβατικού τιμήματος, υπερβαίνει τα 31 εκατομμύρια ευρώ, από τα οποία περισσότερα από 23 εκατομμύρια ευρώ έχουν ήδη καταβληθεί.

Η θέση του ΓΕΝ
Το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού εγκρίθηκε με απόφαση του τότε υπουργού Εθνικής Αμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου αλλά τα διαθέσιμα κονδύλια δεν επαρκούσαν και για τα 6 πλοία. Για το λόγο αυτό, η Διεύθυνση Εξοπλισμών του ΓΕΝ και ο τότε Α/ΓΕΝ Αντώνιος Αντωνιάδης τάχθηκαν κατά της υλοποίησης του προγράμματος, επειδή, με δεδομένες τις διαθέσιμες πιστώσεις, επρόκειτο να καταλήξει σε σχετικά περιορισμένες βελτιώσεις στα ηλεκτρονικά συστήματα των πλοίων και όχι στην αναβάθμιση της αντιαεροπορικής και αντιπυραυλικής άμυνάς τους, όπως επιθυμούσε το Πολεμικό Ναυτικό, ενώ το χρονοδιάγραμμα της υλοποίησής του ήταν υπερβολικά εκτεταμένο, φθάνοντας έως το 2010, έτος κατά το οποίο τα πλοία θα είχαν υπερβεί το 30ό έτος της ηλικίας τους.

Παράλληλα, το κόστος της γενικής επισκευής (Μακράς Ακινησίας) των πλοίων δεν συμπεριλήφθηκε στον εκσυγχρονισμό αλλά επιβάρυνε το Πολεμικό Ναυτικό. Περαιτέρω, το πρόγραμμα περιλάμβανε υψηλό κόστος σχεδίασης/μελετών, το οποίο επιβάρυνε αποκλειστικά το συγκεκριμένο εκσυγχρονισμό, δεδομένου ότι η εταιρεία δεν τον είχε προηγουμένως εφαρμόσει σε άλλο αντίστοιχο πρόγραμμα διεθνώς, καθώς και υψηλό κόστος διαχείρισης, η δε χρηματοδότησή του προέβλεπε επιβάρυνση των οροφών πιστώσεων δανείων από το έτος 2005 και μετά.

Για τους λόγους αυτούς, η Διεύθυνση Εξοπλισμών του Πολεμικού Ναυτικού έκρινε το πρόγραμμα τεχνολογικά, επιχειρησιακά και οικονομικά ασύμφορο, προκρίνοντας τη διάθεση των πιστώσεων για την απόκτηση ή ναυπήγηση νέων πλοίων.

Η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και της Γενικής Γραμματείας Οικονομικού Σχεδιασμού και Αμυντικών Επενδύσεων επέμειναν μέχρι τέλους στην υπογραφή της σχετικής σύμβασης και την υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού.