Καθώς αναμένουμε να ολοκληρωθεί η διαδικασία του δημοψηφίσματος και να μάθουμε αν η Βρετανία θα παραμείνει στην αγκαλιά του ευρωπαϊκού μπλοκ, ας ρίξουμε μια ματιά στο… δράμα του Συντηρητικού κόμματος που γέννησε αυτό το debate, αλλά και στην άστατη σχέση Ηνωμένου Βασιλείου-Ευρωπαϊκής Ένωσης που χρονολογείται από το 1973.

Σκίτσο: Κώστας Κουφογιώργος

 

Κατά το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 43 ετών, η Βρετανία έχει καταντήσει ο τρελός συγγενής της ευρωπαϊκής οικογένειας. Η έκκληση για δημοψήφισμα αποδείχθηκε επικίνδυνη κίνηση από το Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον. Τώρα η καρέκλα του τρίζει, αν και ο ίδιος επιμένει ότι «η Βρετανία (δηλαδή εκείνος) δεν τα παρατά».

 

Πέραν του λαϊκισμού και της υπερβολής που περιέβαλλαν τους προηγούμενους μήνες και την καμπάνια των δύο στρατοπέδων, για τους περισσότερους ψηφοφόρους η απόφαση αποκρυσταλλώνεται σε τρία βασικά ζητήματα: την οικονομία, τη μετανάστευση, αλλά και μια αίσθηση βρετανικής ταυτότητας και της ανάγκης διαφύλαξής της. Ακούγεται αρκετά ξεκάθαρο, ωστόσο η ιστορία για το πώς αυτή η χώρα έφτασε ώς εδώ είναι αρκετά πιο περίπλοκη.

 

Η αρχή 

Η αίτηση της Βρετανίας να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα χρονολογείται πίσω στη δεκαετία του 1960. Έπειτα από δύο γαλλικά βέτο, τελικά η ΕΟΚ αποδέχθηκε το αίτημα το 1973. Ένα δημοψήφισμα λαμβάνει χώρα το 1975, προκειμένου να αποφασιστεί το αν το Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνει στο μπλοκ. Τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων της χώρας επιλέγουν να μείνουν στην Ε.Ε.

 

Από εκεί και πέρα, η Ευρώπη δεν σταματά να είναι πρόβλημα για τους Βρετανούς ηγέτες. Η πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ εκφράζει τις αντιρρήσεις της στην περαιτέρω ενσωμάτωση στην Ε.Ε. και τη συμμετοχή στον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών -το σύστημα που τελικά άνοιξε το δρόμο για το ευρώ 10 χρόνια αργότερα. Η Βρετανία επιλέγει να μη συμμετέχει στο κοινό νόμισμα.

 

Το Εργατικό κόμμα αναλαμβάνει την εξουσία το 1997 και δίνει τέλος σε σχεδόν δύο δεκαετίες ηγεσίας των Συντηρητικών. Ωστόσο η νέα κυβέρνηση δεν καταφέρνει να μετριάσει το ευρωπαϊκό debate. Έπειτα από συζητήσεις ετών σχετικά με την επικύρωση ενός ευρωπαϊκού συντάγματος, η Συνθήκη της Λισαβόνας γίνεται νόμος την 1η Δεκεμβρίου του 2009. Πρόκειται για μια προσπάθεια να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση «πιο δημοκρατική, πιο διαφανής και πιο αποτελεσματική».

 

Υποσχέσεις… 

Το 2009, ο Ντέιβιντ Κάμερον υπόσχεται για πρώτη φορά ότι αν οι Συντηρητικοί κερδίσουν στις γενικές εκλογές του επόμενου έτους, οποιαδήποτε θεμελιώδης μεταφορά εξουσίας θα χρειαστεί πρώτα να εγκριθεί από το βρετανικό λαό. Στο μεταξύ, ο ευρωσκεπτικισμός κερδίζει έδαφος και αποκτά μεγαλύτερη πλατφόρμα: το αντιευρωπαϊκό κόμμα της Ανεξαρτησίας έρχεται δεύτερο στις ευρωεκλογές του 2009.

 

Ένας συνασπισμός Συντηρητικών-Φιλελεύθερων Δημοκρατών έρχεται στην εξουσία τον Μάιο του 2011, ενώ οι εκκλήσεις για δημοψήφισμα πληθαίνουν. Τον Οκτώβριο του 2011, οι Συντηρητικοί εξεγείρονται κατά του ηγέτη τους για το θέμα της Ευρώπης: πάνω από 80 βουλευτές του κόμματος ψηφίζουν υπέρ μιας επίσημης πρότασης για δημοψήφισμα. Παρά την ισχυρή στήριξη, η πρόταση απορρίπτεται από το Κοινοβούλιο.

 

Τον Ιανουάριο του 2013, ο Βρετανός πρωθυπουργός επαναλαμβάνει την προηγούμενη υπόσχεσή του, υποστηρίζοντας ότι θα γίνει δημοψήφισμα για τη συμμετοχή στο ευρωπαϊκό μπλοκ αν το κόμμα του κερδίσει τις γενικές εκλογές του 2015. Θα διεξαχθεί μέχρι τα τέλη του 2017, τονίζει, σημειώνοντας ότι «η απογοήτευση του κοινού με την Ε.Ε. είναι πάντα πολύ ψηλά στην ατζέντα».

 

Η δέσμευσή του αποτελεί αντίδραση στην πίεση ευρωσκεπτικιστών του Συντηρητικού κόμματος και του κόμματος Φιλελευθέρων Δημοκρατών, οι οποίοι διαμαρτύρονται πως η Βρετανία δεν έχει ερωτηθεί για τη συμμετοχή της στο μπλοκ από το 1975 και μετά. Δεν είναι να απορεί κανείς που η μισή Ευρώπη κατηγορεί τον πρωθυπουργό ότι ξεκίνησε τις διαδικασίες για να λύσει εσωτερικά κομματικά προβλήματα. Πάντως, τη δεδομένη στιγμή σπεύδει να διευκρινίσει ότι δεν επιθυμεί η Βρετανία «να υψώσει τις γέφυρες και να οπισθοχωρήσει από τον κόσμο».

 

Έτσι ξεκινά η προσπάθεια επαναδιαπραγμάτευσης του Ντέιβιντ Κάμερον με τη Βρετανία, για την ταλαιπωρημένη σχέση της με την Ε.Ε.: «Είναι καιρός ο βρετανικός λαός να πει τη γνώμη του. Είναι καιρός να τεθεί αυτό το ευρωπαϊκό ερώτημα στη βρετανική πολιτική», επισημαίνει. Παράλληλα οι αντίπαλοί του υποστηρίζουν ότι ένα δημοψήφισμα θα υποβάλει τη χώρα σε «αβεβαιότητα ετών».

 

Και να ‘μαστε… 

2015. Το Συντηρητικό κόμμα κερδίζει απροσδόκητα στις βρετανικές γενικές εκλογές -οι εταιρείες δημοσκοπήσεων είχαν κάνει… λάθος και δεν είχαν «πιάσει» μια μεταστροφή του εκλογικού σώματος υπέρ των Συντηρητικών-, εγκαταλείπει τους πρώην κυβερνητικούς εταίρους του και ο Κάμερον δεν έχει παρά να επαναβεβαιώσει πως θα τηρήσει τη δέσμευσή του για δημοψήφισμα μέχρι το 2017.

 

Έπειτα από δύο μέρες διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες τον περασμένο Φεβρουάριο, ο Βρετανός πρωθυπουργός και οι Ευρωπαίοι ηγέτες τελικά συμφωνούν σε νέους όρους, περιλαμβανομένης μιας «επιλογής μη συμμετοχής» για τη Βρετανία στην περίπτωση «ακόμη στενότερης ένωσης», καθώς και περιορισμών στις κοινωνικές παροχές που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι μετανάστες. Ορίζεται ημερομηνία: οι Βρετανοί μαθαίνουν ότι ψηφίζουν στις 23 Ιουνίου.

 

Αν και κάποιοι σύμμαχοι του Ντέιβιντ Κάμερον στηρίζουν τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε γενικές γραμμές οι Συντηρητικοί παραμένουν διχασμένοι. Η στήριξη του πρώην δημάρχου του Λονδίνου -και επίδοξου πρωθυπουργού στη θέση του πρωθυπουργού- Μπόρις Τζόνσον στην καμπάνια Leave, μάλλον σηματοδοτεί το μεγαλύτερο διχασμό στους κόλπους του κόμματος.

 

Τι θα γίνει μετά; Θα το μάθουμε σύντομα, ωστόσο δεν είναι σίγουρο ότι σε κάθε περίπτωση θα αλλάξουν και πολλά από αύριο. Ακόμη και σε περίπτωση επικράτησης του Leave, σημειώνεται ότι θα ακολουθήσουν δύο χρόνια διαπραγματεύσεων μέχρι η Βρετανία να αποχωρήσει από το μπλοκ, χώρια που υπάρχει και δυνατότητα παράτασης αυτού του διαστήματος. Αν και μια παράταση απαιτεί ομοφωνία, εδώ διακυβεύονται ολόκληρες οικονομίες… Αν χρειαστεί, οι 27 δεν θα διστάσουν να δώσουν τη σύμφωνη γνώμη τους.

 

Και ας μην ξεχνάμε και τα σχόλια των τελευταίων ημερών από -κρυφούς ή φανερούς- υποστηρικτές της Remain, τα οποία ωστόσο είναι ακριβή: το δημοψήφισμα είναι «συμβουλευτικού χαρακτήρα», δεν είναι δεσμευτικό.

 

Βρετανία-Ε.Ε.: 40 χρόνια μίσους και πάθους 

Όταν το Συντηρητικό κόμμα οδήγησε τη Βρετανία στην ΕΟΚ, ο λαός ήταν διχασμένος επάνω στο ζήτημα. Σημειώθηκε μια δραματική αλλαγή στην κοινή γνώμη, όταν τα δύο τρίτα των ψηφοφόρων στήριξαν τη συμμετοχή στο δημοψήφισμα του ’75. Η εταιρεία δημοσκοπήσεων Ipsos MORI -τότε απλά MORI- άρχισε να παρακολουθεί την τάση του κοινού στο επίμαχο θέμα. Μέχρι το 1979, ήταν ξεκάθαρο ότι οι Βρετανοί είχαν αρχίσει να μετανιώνουν για την έκβαση του δημοψηφίσματος: το 60% έλεγε ότι σε επόμενο δημοψήφισμα θα στήριζε την αποχώρηση από την Ε.Ε., ενώ ένα αδύναμο 32% θα επέλεγε να μείνει.

 

Η υποστήριξη σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε Brexit κλιμακώθηκε το 1980, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ κρατούσε τα ηνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 65% δήλωνε πρόθυμο να φύγει. Η πρωθυπουργός τότε κατάφερε να επαναδιαπραγματευτεί με τους εταίρους, γεγονός που έδωσε μια μικρή ώθηση στους Remain της εποχής. Μέχρι το 1987, το 47% επιθυμούσε να μείνει, το 39% να αποχωρήσει.

 

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, οι υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση απολάμβαναν μια σταθερή πλειοψηφία στις δημοσκοπήσεις, με ελάχιστες ισχνές πλειοψηφίες των αντιπάλων μια στο τόσο. Τους τελευταίους μήνες πριν το δημοψήφισμα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πραγματικά μια μάχη στήθος με στήθος.

 

1abrexit love