Της Ερασμίας Σφαέλου

Μπορεί η Γερμανία να παλεύει με τις πολιτικές και οικονομικές συνέπειες της αυξανόμενης μετανάστευσης, αλλά όσο περνά ο καιρός οι πρόσφυγες δίνουν στη χώρα κάτι που χρειάζεται απελπισμένα: μωρά.

Το 2015, το ποσοστό γεννητικότητας της Γερμανίας κατέγραψε άνοδο σε 1,5 ανά γυναίκα και άγγιξε τα υψηλότερά του εδώ και 33 ολόκληρα χρόνια. Η ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία απέδωσε αυτή την ανάσα κυρίως στις ξένες μητέρες, οι οποίες αντιστοίχησαν πέρυσι στο υψηλό ρεκόρ της μιας στις πέντε γεννήσεις. Οι μητέρες που έχουν γεννηθεί στη Γερμανία έχουν κατά μέσο όρο 1,4 παιδί, ενώ για τις μητέρες που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό το νούμερο ενισχύεται στο 1,9.

 

«Είναι πολύ πιο εύκολο να έχεις οικογένεια και να κάνεις παιδιά εδώ», τονίζει η Basima Shhadat, η οποία γέννησε την κόρη της στο Μόναχο το 2015, έναν χρόνο αφότου έφτασε στη χώρα από τη Συρία με το σύζυγο και τους πέντε γιους της. Τέσσερις άλλοι γιοι της σκοτώθηκαν στη Συρία, λέει η γυναίκα, που εξηγεί ότι «τα παιδιά μου μπορούν να ζήσουν εδώ. Δεν υπάρχουν βόμβες».

 

Η αύξηση στις γεννήσεις είναι τρομακτικά ενθαρρυντική για τη Γερμανία, η οποία εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό γεννητικότητας στον κόσμο. Όπως παρατηρείται σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, η γενιά του 2000 δεν κάνει αρκετά παιδιά ώστε να αναπληρώσει τους εργαζομένους που χρηματοδοτούν τις συντάξεις και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των συνταξιούχων, υπενθυμίζει ο Stijn Hoorens, δημοσιογράφος στη «Rand» στις Βρυξέλλες. 

 

Μετανάστες και πρόσφυγες είναι συνήθως σε ηλικία κατάλληλη για τεκνοποίηση και, όπως δείχνουν τα στοιχεία, όταν εγκαθίστανται στις χώρες-προορισμούς τους τείνουν να δημιουργούν μεγαλύτερες οικογένειες σε σχέση με τον πληθυσμό που έχει γεννηθεί εγχώρια, προσθέτει ο ειδικός.

 

Η Γερμανία μετρά το μεγαλύτερο πληθυσμό προσφύγων στην Ευρώπη, περιλαμβανομένων τριών εκατομμυρίων ανθρώπων με τουρκικές ρίζες. Και πάλι, δυσκολεύεται να φτάσει τα 2,1 μωρά για κάθε γυναίκα που, ‘οπως υποστηρίζουν οι δημογράφοι, χρειάζονται για να αποτραπεί μια μείωση του γερμανικού πληθυσμού. Η πρόσφατη εισροή προσφύγων φαίνεται ότι θα βοηθήσει σε αυτό, καθώς οι περισσότερες αφίξεις προέρχονται από το Αφγανιστάν και τη Συρία, δύο χώρες στις οποίες το μέγεθος των οικογενειών παραδοσιακά υπερβαίνει εκείνο που βλέπουμε στην Ευρώπη. 

 

Οι γεννήσεις είχαν αρχίσει να αυξάνονται ήδη πριν από την άφιξη σχεδόν δύο εκατομμυρίων προσφύγων στη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, σε βαθμό που πόλεις με μεγάλους αριθμούς προσφύγων κυριολεκτικά επεκτείνουν τις εγκαταστάσεις τους για να ανταποκριθούν στην ανάγκες του πληθυσμού.

 

Ωστόσο αυτή η άνθηση κατά πάσα πιθανότητα δεν θα κρατήσει για πολύ: οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεύτερης γενιάς τείνουν να υιοθετούν τις αναπαραγωγικές συνήθειες της χώρας που τους φιλοξενεί. Ενδεικτικό το παράδειγμα των γυναικών που έχουν γεννηθεί στο Μεξικό και ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων το ποσοστό γεννητικότητας έχει υποχωρήσει άνω του 26% στη διάρκεια των τελευταίων 10 χρόνων, σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center.

 

Η πτώση αυτή έχει αντισταθμιστεί από τις πρόσφατες αφίξεις στις ΗΠΑ από την Ασία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ανθρώπων που τείνουν να γεννούν περισσότερα παιδιά. Σε κάθε περίπτωση τα στοιχεία εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο της αντιμεταναστευτικής θέσης του νεοεκλεγέντος Ντόναλντ Τραμπ στα ποσοστά γεννητικότητας.

 

Επιστρέφοντας στη Γερμανία, το Ινστιτούτο Πληθυσμού και Ανάπτυξης στο Βερολίνο εκτιμά ότι η χώρα δεν πρέπει να βασιστεί αποκλειστικά στη μετανάστευση για να αποτρέψει την ελάττωση του πληθυσμού. Αυτό που είναι πιο σημαντικό, σύμφωνα με τον επικεφαλής Reiner Klingholz, είναι οι πολιτικές που εστιάζουν στην οικογένεια και περιλαμβάνουν πιο γενναιόδωρες γονεϊκές άδειες, οικονομική βοήθεια για το σχολείο και άλλα μέτρα που η γερμανική κυβέρνηση έχει αρχίσει αναγκαστικά να εφαρμόζει.