Του Παύλου Μεθενίτη

Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! Με την άδειά σου, ποιητή, επίτρεψέ μου να δανειστώ για λίγο έναν ακριβό σου στίχο, για να μιλήσω για κάτι που άξιον εστί, που, ναι, άξιο είναι και καλό, για την ψυχή του ελληνικού λαού.

Έρχεται καιρός που μικραίνει αυτός ο κόσμος ο ελληνικός. Που γίνεται μικρός, ανόητος και φοβισμένος. Ναι, καμιά φορά σκιαζόμαστε, αποστρέφουμε το πρόσωπό μας από την ανάγκη του άλλου, κλείνουμε τις πόρτες και τις ψυχές μας, αδρανούμε, κρυβόμαστε. Σκύβουμε, αφηνόμαστε να μας εξαπατήσουν, στοιχιζόμαστε πίσω από γελοίες καρικατούρες του εαυτού μας, χτυπάμε τα παλαμάκια για ανθρώπους κάλπικους, τενεκεδένιους. Τότε το κεφάλι μας γεμίζει αέρα κοπανιστό, κι ανεβαίνουμε σαν αερόστατα στα σύννεφα, απ’ όπου όμως πέφτουμε, κάθε που τα πράγματα αγριεύουν.

 

Μικρός είναι ο κόσμος μας, αλλά μέγας! Γιατί όταν ο κόμπος φτάσει στο χτένι, όταν ο σουγιάς φτάσει μέχρι το κόκαλο και το λουρί σφιχτεί γύρω απ’ το σβέρκο, όταν η φτώχεια μας πλουτύνει τη ζωή μας, τότε και μόνον τότε δείχνουμε πόσο μεγάλοι είμαστε:

  • Άξια εστί η πολύτεκνη μητέρα που παίρνει από τα ρούχα των μωρών της, για να ντύσει μ’ αυτά παιδιά που δε μιλά τη γλώσσα τους.
  • Άξιος εστί ο συνταξιούχος, που κόβει απ’ το τσιγάρο κι απ’ τον καφενέ, για να ταΐσει τους πεινασμένους έξω από την πόρτα του.
  • Άξιοι εισίν οι άνεργοι, που πληρώνουν ναύλα για να φτάσουν εκεί που είναι απαραίτητοι για να συντρέξουν, άξιοι και οι γιατροί, άξιες και οι νοσοκόμες που ξεροσταλιάζουν ώρες πολλές πάνω από παιδιά που ψήνονται στον πυρετό.
  • Άξιες εισίν οι γυναίκες της γειτονιάς, που στύβουν τη σύνταξη για να φτιάξουν όμορφα και τακτικά δέματα γεμάτα μπισκότα, μωρομάντιλα, νερό κι αγάπη για τις οικογένειες στο δρόμο.
  • Άξιοι εσμέν, που δώσαμε ένα εντελώς νέο περιεχόμενο στη φράση «προσφέρω από το υστέρημά μου», που εξαντλήσαμε τον κυριολεκτικό ρεαλισμό τής μέχρι σημείου φανταστικής αυτοθυσίας, άξιοι εσμέν που δείξαμε πως αν και είμαστε στις Συμπληγάδες δεν υποστείλαμε την ευψυχία μας.

 

Κι ας βρέθηκαν κάποιοι από μας να λοιδορήσουν και να αμαυρώσουν. Κι ας βρέθηκαν κάποιοι να βγάλουν χρυσάφι από τα κοιτάσματα της δυστυχίας, χρεώνοντας δύο ευρώ το μπουκάλι το νερό και οκτώ ευρώ τη χρήση τουαλέτας –όσο αξίζει, δηλαδή, η ψυχή τους. Δεν πειράζει –το σκότος τους τόνισε ακόμα περισσότερο το φως του κόσμου των Ελλήνων, έκανε να λάμψει ακόμα πιο πολύ, ακόμα πιο εκτυφλωτικά, αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!