Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Όγδοη μέρα σήμερα του 75ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας και οι αφίξεις προσωπικοτήτων του κινηματογραφικού χώρου δεν έχουν σταματήσει. Ανάμεσα στις πιο πρόσφατες, αναφέρω αυτές των Νάταλι Πόρτμαν, Γουίλεμ Νταφόε, Βαλέρια Γκολίνο, Εμίρ Κουστουρίτσα, Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ,Τζούλιαν Σνέιμπελ, Φρέντερικ Γουάιζμαν, Εμανουέλ Σενιέ, Βινς Βον και Σεμπάστιαν Κοχ.

Με τις καλύτερες εντυπώσεις των τελευταίων ημερών να τις προκαλούν η Νάταλι Πόρτμαν, με την ερμηνεία της σταρ της μουσικής πανκ στην ταινία «Vox Lux» του Μπρέιντι Κόρμπετ και ο Γουίλεμ Νταφόε με την ερμηνεία του Βαν Γκογκ στην ταινία «Στην πύλη της αιωνιότητας» του Τζούλιαν Σνέιμπελ.

Με τον Καναδό σκηνοθέτη (που φέτος θα του απονεμηθεί το Ειδικό Χρυσό Λιοντάρι για το σύνολο του έργου του) να δίνει ένα máster-class σε μια υπερπλήρη από σπουδαστές αλλά και σινεφίλ κοινό αίθουσα. Από τις καλύτερες προβολές ξεχώρισαν τα ντοκιμαντέρ δυο σημαντικών ντοκιμαντεριστών, ιδιαίτερα εκείνο του 88χρονου σκηνοθέτη Φρέντερικ Γουάιζμαν με το αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ του «Μονρόβια, Ιντιάνα», και του 70χρονου Έρολ Μόρις, με το πολιτικό ντοκιμαντέρ «American Dharma» (και τα δυο εκτός συναγωνισμού).

Δεν είναι η πρώτη φορά που σε ένα φεστιβάλ, κάποιο ντοκιμαντέρ ξεχωρίζει από πολλές ταινίες μυθοπλασίας. Συνέβηκε πέρσι στη Βενετία, με το ντοκιμαντέρ «Εx Libris: The New York Library» του Φρέντερικ Γουάιζμαν, που κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας των κριτικών της FIPRESCI (της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου). Συμβαίνει και φέτος, με το νέο ντοκιμαντέρ του Γουάζιμαν, «Μονρόβια: Ιντιάνα». Στο επίκεντρο μια μικρή επαρχιακή πόλη των ΗΠΑ, που δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να φτιάξει ένα είδος μεταφοράς πάνω σ’ ένα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης αμερικανικής κοινωνίας.

Οι κάτοικοι της Μονρόβια ζουν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, ακολουθώντας το δικό τους τρόπο ζωής, με βάση τη θρησκεία. Μια θρησκεία που συχνά σε μας, τους υπόλοιπους, φαίνεται γελοία, καταπιεστική και απαράδεκτη,  όπως βλέπουμε σε δυο από τις πιο βασικές σκηνές της ταινίας, εκείνης της γαμήλιας τελετής, με μια ξεπερασμένη, αστεία παράδοση και με τον ιερέα να τονίζει τη δύναμη του άντρα μπροστά στην αδύναμη γυναίκα που χρειάζεται «την προστασία του, κι εκείνης της κηδείας με τον ιερέα να «δένει» με ευφράδεια, με έξυπνο και πονηρό τα πάντα (τα βάσανα και τις χαρές της ζωής με τη θρησκεία) – σκηνή που θα μπορούσε να του αποσπάσει βραβείο ερμηνείας.

Ο Γουάιζμαν δεν κρίνει, απλά παρουσιάζει τις σκηνές της καθημερινής ζωής τους: συναντήσεις και συζητήσεις του συμβουλίου της πόλης, σκηνές από το σχολείο, από τα μπαρ, από ένα κατάστημα πώλησης όπλων, από τις καθημερινές απασχολήσεις των «απολιτικών», όχι ιδιαίτερα μορφωμένων πολιτών (απ’ ότι με πληροφόρησε ο Γουάιζμαν, το 65% ψήφισε τον Τραμπ), ανθρώπων της «σιωπηλής» πλειοψηφίας, που δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο εκτός από την προσωπική ζωή τους και την πόλη τους (πόλη βέβαια απαλλαγμένη από «παρείσακτους» Αφροαμερικάνους και μετανάστες!

Με την Αμερική του Τραμπ ασχολείται στο δικό του ντοκιμαντέρ ο πολυβραβευμένος ‘Ερολ Μόρις («Η ομίχλη του πολέμου: 11 μαθήματα από τη ζωή του Ρόμπερτ ΜακΝαμάρα» – Όσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ -, «Το γνωστό άγνωστο»).

Χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από διάφορες ταινίες («Σταυροί στο μέτωπο» του Κιούμπρικ, «Η αιχμάλωτος της ερήμου» του Τζον Φορντ) και ιδιαίτερα από την πολεμική «12 O’clock High», με «οδηγητή» τον πρωταγωνιστή Γκρέγκορι Πεκ (στο ρόλο του στρατηγού που οδηγεί τους στρατιώτες του στο σίγουρο θάνατο), ο Μόρις, καθισμένος σ’ ένα χώρο παρόμοιο μ’ εκείνο όπου ο Γκρέγκορι Πεκ απευθυνόταν στους άντρες του, διερωτάται, μέσα από αποσπάσματα, από επίκαιρα, συζητώντας «έξυπνα» με τον εαυτό του (που παραθέτει απέναντί του σε σκιά) για την έλλειψη επιλογής του απλού πολίτη που πάντα μανιπουλάρεται και κατευθύνεται εκεί που τον θέλει η ιθύνουσα τάξη, είτε αυτή είναι του χρήματος, είτε του στρατού, πάντως γενικά της όποιας εξουσίας.

Για να καταλήξει σε μια σκηνή ανατροπής, όπου ο χώρος της ταινίας του αλλά και του ντοκιμαντέρ φλέγεται (κάλεσμα για ριζικές αλλαγές που μόνο μια επανάσταση μπορεί να υλοποιήσει) για να δώσει τη θέση της σε μια καλύτερη και αληθινά δημοκρατική λύση. Σε μια από τις πιο βασικές σκηνές του, ο Μόρις, αφού μιλήσει για τον πόλεμο του Βιετνάμ και τη δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων αθώων Βιετναμέζων και 50 χιλιάδων Αμερικανών, καταλήγει στα σημερινά προϊόντα, φτιαγμένα από τις αμερικανικές εταιρίες στο Βιετνάμ, για να διερωτηθεί για τα αποτελέσματα μιας παραποιημένης παγκοσμιοποίησης.

Η καταστροφική πορεία της σημερινής Αμερικής αναδύεται σταδιακά και με ευρηματικότητα στην ταινία «Vox Lux» του Μπρέιντι Κόρμπετ, που το 2015 είχε κερδίσει στο τμήμα «Μέρες των Δημιουργών» του φεστιβάλ της Βενετίας το βραβείο Ντε Λαουρέντις με την ταινία του «Η παιδική ζωή ενός ηγέτη», γύρω από τη δημιουργία ενός δικτάτορα στην Ευρώπη στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τη φορά αυτή, ο Κόρμπετ καταπιάνεται με τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας, που γίνεται ποπ σταρ του τραγουδιού.

Ο λόγος που η 14χρονη Σελέστ πετυχαίνει είναι χάρη στην τρομοκρατική επίθεση στο σχολείο της από ένα μαθητή, που σκοτώνει τους περισσότερους συμμαθητές του και που αφήνει την Σελέστ, αρχικά ανάπηρη, με τη μεγαλύτερη αδερφή της να τη βοηθά να ξεπεράσει την τραγική της εμπειρία και να γράψει ένα τραγούδι που θα την κάνει διάσημη.

Η ταινία αποτελείται από τρία μέρη, με το δεύτερο και τρίτο, με μια 30χρονη Σελέστ (με τη Νάταλι Πόρτμαν να δίνει ένα ρεσιτάλ οσκαρικής ερμηνείας) να μετατρέπεται από ένα ευαίσθητο, συμπαθητικό κορίτσι σε μια νευρωτική, αντιπαθητική, τελικά καταπιεστική γυναίκα, που εκμεταλλεύεται τους πάντες για την δική της επιτυχία. Με τον Κόρμπετ να φτιάχνει μια βίαιη αλληγορία πάνω στη σύγχρονη Αμερική του πλούτου και της εκμετάλλευσης.

Έχουμε, μέχρι στιγμής δει αρκετές ταινίες γύρω από τον διάσημο, αν και παραγνωρισμένο την εποχή του, ζωγράφο Βικέντιο Βαν Γκογκ (ανάμεσά τους το «Lust for Life» του Βινσέντε Μινέλι, με τον Κερκ Ντάγκλας και το «Van Gogh» του Μορίς Πιαλά, με τον Ζακ Ντιτρόνκ).

Αυτό που πέτυχε στη δική του ταινία ο ζωγράφος και σκηνοθέτης Σνέιμπελ (που ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα σκηνοθετώντας την ταινία «Basquiat», γύρω από τον γνωστό Αμερικανό ζωγράφο του  δρόμου), είναι να δώσει τη συνεχή, εσωτερική πάλη του Ολλανδού ζωγράφου με τους δαίμονές του, πάλη που ο Σνέιμπελ αναπτύσσει παρακολουθώντας τον Βαν Γκογκ στις διάφορες περιπλανήσεις του, αρχικά στο Παρίσι (όπου γνωρίζεται και με τον Γκογκέν), στην Αρλ της Προβηγκίας και στο ψυχιατρικό κέντρο του Σεν Ρεμί.

Μέσα από ένα καλογραμμένο σενάριο (που ο Σνείμπελ έγραψε μαζί με τον τακτικό συνεργάτη του Μπουνιουέλ, Ζαν-Κλοντ Καριέρ), ο Γουίλεμ Νταφόε κατάφερε να μας δώσει το  χαρακτήρα του βασανισμένου ζωγράφου, που πέθανε, πυροβολημένος από σφαίρα άγνωστων προσώπων (ο Σνέιμπελ υποστηρίζει την άποψη πως ο Βαν Γκογκ δεν αυτοκτόνησε αλλά πυροβολήθηκε από νεαρούς).

Με σωστή, διερευνητική ματιά, με μια κάμερα που παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή του από κοντά, καταγράφοντας την κάθε λεπτομέρεια στις κινήσεις και τη συμπεριφορά του, με μια πρέπει να πω, υπερβολική μουσική υπόκρουση (η αδυναμία πολλών αμερικανικών ταινιών),   η σκηνοθεσία του.

Ανάμεσα στις καλύτερες, σημαδιακές, σκηνές της ταινίας αναφέρω εκείνη προς το τέλος, στη συζήτησή του με τον ιερέα του ψυχιατρικού κέντρου του μοναστηριού, όπου αντιπαρατίθενται οι απόψεις του ζωγράφου για τη ζωή και τη θέση του σε μια κοινωνία που αρνείται να τον αναγνωρίσει με τις θρησκευτικές απόψεις του συντηρητικού ιερέα), με τον Νταφόε να δίνει μια οσκαρική ερμηνεία. Στις καλές εμηνείες και εκείνες των Ρούπερτ Φρεεντ (Τέο, ο αδερφός του Βαν Γκογκ), Όσκαρ Άιζακ (Γκογκέν), Μαντς Μίκελσεον (ιερέας), Εμανουέλ Σενιέ (Μαντάμ Ζινούτ) και Ματιέ Αμαλρίκ (ο γιατρός Πολ Γκασέ).