59ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ορθολογισμός ενάντια στην πίστη στην ταινία του Φραντζή και σύγκρουση ενοχής και αθωότητας στην ταινία του Μόλερ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η λογική ενάντια στην πίστη (και τη θρησκεία), η πραγματικότητα με τη μεταφυσική, συγκρούονται στην ταινία “Ακίνητο ποτάμι” του Άγγελου Φραντζή που είδαμε στο ελληνικό τμήμα του φετινού, 59ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Η Άννα και ο Πέτρος, ένα ζευγάρι από την Ελλάδα, λόγω επαγγελματικής εργασίας του Πέτρου, έχουν μετακομίσει σε μια παγωμένη, βιομηχανική πόλη της Σιβηρίας. Εκεί, ο Πέτρος θ’ ανακαλύψει ξαφνικά πως η Άννα είναι έγκυος παρόλο που δεν είχαν καμιά σεξουαλική επαφή εδώ και μήνες. Η Άννα αντιμετωπίζει την εγκυμοσύνη της ως θαύμα και στρέφεται προς τη θρησκεία, όπου βρίσκει υποστήριξη από την τοπική ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα. Γεγονός που θα φέρει σε σύγκρουση το ήδη αποξενωμένο ζευγάρι.

Στην πέμπτη του αυτή ταινία, ο Φραντζής (“Πολαρόιντ”, “Το όνειρο του σκύλου”, “Μέσα στο δάσος”, “Σύμπτωμα”) εστιάζει το ενδιαφέρον του στη σύγκρουση αυτή ανάμεσα στον ορθολογισμό και την πίστη, θέμα που, όπως ξέρουμε, σήμερα έχει επανέλθει με μια απρόσμενη βιαιότητα, στον κόσμο μας, με ένα τμήμα της νεολαίας να παραδίνεται στον ανεξέλεγκτο, θανατηφόρο αγκαλιασμό της θρησκείας. Ευκαιρία για ένα στοχασμό πάνω στον άνθρωπο, τη ζωή του, τις θεωρίες και τις αξίες του.

Με τον Φραντζή να χρησιμοποιεί τους χώρους και γενικά το περιβάλλον (το “ακίνητο” παγωμένο ποτάμι, που βέβαια μόνο επιφανειακά είναι ακίνητο, τις τεράστιες παγωμένες περιοχές της Σιβηρίας, τους παγωμένους χώρους γύρω από τη βιομηχανική πόλη, τα μαυρισμένα από την περιβαλλοντική ρύπανση, σκηνές, αξίζει να αναφέρω, γυρισμένες με τρόπο που θυμίζει το “Στάλκερ” του Ταρκόβσκι) άλλοτε σε αντίστιξη κι άλλοτε για να σχολιάσει καταστάσεις και πρόσωπα – που είναι και οι καλύτερες σκηνές της ταινίας.

Κάποια ρωγμή στον κατά τα άλλα πολύ καλό ρυθμό της ταινίας, προκαλούν μερικές από τις σκηνές των συζητήσεων με τα στελέχη της εταιρίας, σκηνές που παρατραβάνε και δεν προσθέτουν τίποτα στο κεντρικό θέμα της. Στα συν της ταινίας, τόσο η έξοχη φωτογραφία του Σιμόν Μποφίς όσο και οι εξαιρετικές ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών, της Κάτιας Γκουλιώνη, που δίνει μια συγκρατημένη, με ευαισθησία ερμηνεία της Άννας και του Ανδρέα Κωνσταντίνου που ερμηνεύει με εξαιρετική λιτότητα και εσωτερικότητα τον Πέτρο.

Ο κλειστός χώρος του τμήματος Έκτακτων Περιστατικών ενός αστυνομικού τμήματος, τα συνεχή τηλεφωνήματα, οι φωνές, οι θόρυβοι μέσα και έξω από το τμήμα, δημιουργούν σταδιακά την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του εξαίρετου, σφιχτοδεμένου, δανέζικου θρίλερ, “Ο ένοχος” του Γκούσταβ Μόλερ που προβλήθηκε στο διαθνές διαγωνιστικό τμήμα του φετινού, 59ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Ο ήρωας του, ο Άσγκερ, ένας υπό δυσμένεια αστυνομικός, που διεκπεραιώνει τα τηλεφωνήματα στο τμήμα ‘Εκτακτων Περιστατικών, θα δεχτεί ένα ανώνυμο τηλεφώνημα από μια γυναίκα, θύμα απαγωγής. Αποφασισμένος να τη σώσει, ο Άσγκερ, τύπος ανυπάκοος, που του αρέσει να παραμερίζει τους κανόνες, αναλαμβάνει κρυφά από τους συναδέλφους του, την τηλεφωνική καθοδήγηση της ομάδας αστυνομικών, ενώ παράλληλα προσπαθεί να εμψυχώσει την τρομοκρατημένη γυναίκα.

Εκείνο που κατάφερε ο Μόλερ είναι να εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο τον περιορισμένο χώρο (που μου θύμισε το Detective Story του Γουίλιαμ Γουάιλερ που εκτυλίσσεται αποκλειστικά σ’ ένα αστυνομικό τμήμα), για να δημιουργήσει, στα 85 λεπτά που διαρκεί η ταινία του, όχι μόνο το σασπένς, τις διάφορες ανατροπές και την όλη ασφυκτική ατμόσφαιρα (με πετυχημένους φωτισμούς που την τονίζουν) αλλά και να αναπτύξει, έξυπνα και μεθοδικά, το χαρακτήρα του Άσκγερ, ενός ευέξαπτου, μοναχικού ανθρώπου που προσπαθεί, με μέσα συχνά που όχι μόνο είναι εκτός καθιερωμένου αλλά και λαθεμένα (με τα ίδια ακριβώς μέσα που έπεσε σε λάθη και οδηγήθηκε στον παρόντα υποβαθμισμό), να ερμηνεύσει τα γεγονότα σύμφωνα με αυτά που φαντάζεται και να πάρει αποφάσεις για σώσει τη γυναίκα. Ενώ, ταυτόχρονα, βάζει και μερικά καίρια ερωτήματα σχετικά με το δίκαιο ή το άδικο, και πάνω απ’ όλα την ενοχή και την αθωότητα, σε μια ταινία που σίγουρα θα είναι ανάμεσα στα φαβορί για ένα από τα μεγάλα βραβεία του φεστιβαλ.

Ο ρόλος της μοίρας και κατά πόσο μπορούμε να επέμβουμε και να την αλλάξουμε είναι το θέμα της ταινίας “Chinatown – Τα τρία καταφύγια” της Κύπριας σκηνοθέτριας Αλίκης Δανέζη-Κνούτσεν, που είδαμε στο ελληνικό τμήμα του φεστιβάλ. Η ηρωίδα, η Κλειώ, από πατέρα Κινέζο και Κύπρια μητέρα, μεγαλωμένη σε χωριό της Κύπρου, αναζητά, όταν γίνεται 18 χρονών, να μάθει την αλήθεια για το θάνατο του πατέρα της. Αναζήτηση που θα την οδηγήσει στη μαφία και την Κινεζούπολη της Αθήνας, και μια άγνωστη μέχρι τότε δίδυμη αδερφή. Πρόκειται βασικά για μια ιστορία εκδίκησης αλλά και αναζήτησης ταυτότητας, με την σκηνοθέτρια να χειρίζεται επιδέξια την πλοκή, να δώσει το σωστό ρυθμό και μια εντυπωσιακή εικαστική πλευρά στις εικόνες της (η ωραία φωτογραφία είναι του Βλαδίμηρου Σούμποτιτς) και να εκμεταλλευτεί τις σκηνές δράσης (οι σκηνές των πολεμικών μαχών είναι ιδιαίτερα πειστικά δοσμένες για μια μικρή ελληνική παραγωγή) για να αναπτύξει τον χαρακτήρα της νεαρής ηρωίδας της (μια πολύ καλή παρουσία από την Κατερίνα Μισιχρόνη), που κάποια στιγμή, για να απελευθερωθεί, πρέπει να ξεπεράσει την προδιαγραμμένη μοίρα της.

Για την άλλη κυπριακή ταινία του φετινού προγράμματος, την «Παύση» της Τώνιας Μισιαλή, γράψαμε ήδη εκτεταμένα στην ανταπόκρισή μας από το πρόσφατο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι. Ταινία με μια γυναίκα, την Ελπίδα, που ο τίτλος της ταινίας δεν αναφέρεται μόνο στην κλιμακτήριο στην οποία αυτή ανακαλύπτει ξαφνικά πως βρίσκεται αλλά σε όλες τις άλλες παύσεις στη θλιβερή, όπως ανακαλύπτουμε σταδιακά, ζωή της: ενός ανέραστου, με συνοικέσιο, γάμου, με την Ελπίδα να πιστεύει πως θα γλύτωνε από ένα δεσποτικό πατέρα για να μετατραπεί σε θύμα ενός δεσποτικού συζύγου.

Ενός συζύγου που σπάνια της απευθύνει το λόγο, που, σποραδικά την αναγκάζει να κάνει έρωτα μαζί του, που ενδιαφέρεται μόνο ένα παπαγαλάκι και που, κάποια στιγμή πουλάει, χωρίς τη συγκατάθεσή της, το παλιό της αυτοκίνητο, το μόνο μέσο μεταφορά που έχει για να κινείται στην πόλη, για να κρύψει χρήματα για τα γεράματά τους, όπως της λέει. Με μοναδική χαρά στην άχαρη ζωή της να είναι οι στιγμές που ζωγραφίζει και μια κρυφή από το σύζυγο «έξοδος» με μια φίλη της όταν πάνε σε μια ντίσκο.

Η Μισιαλή καταγράφει με διαύγεια, συμπάθεια, μαζί και κριτική ματιά, το χαρακτήρα της ηρωίδας της, τονίζοντας τις λεπτομέρειες εκείνες που συμβάλλουν στη σκιαγραφία της ψυχοσύνθεσης της, με μια κάμερα να την ακολουθεί στην καθημερινή ζωή της, διανθίζοντάς κάποιες σκηνές με χιούμορ, με τη Στέλλα Φυρογένη να ερμηνεύει με ξεχωριστή ευαισθησία και δύναμη το ρόλο της.