Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η οικονομική κρίση και η ανεργία που οδηγούν το άτομο στον αφανισμό είναι στο επίκεντρο της ταινίας “Αόρατος” (Invisible) του Δημήτρη Αθανίτη, που είδαμε στο τμήμα των ελληνικών ταινιών του φετινού 56ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Από τα πρώτα πλάνα παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή να προχωρά, κρατώντας ένα πιστόλι και να ετοιμάζεται να αυτοκτονήσει, έχοντας φτάσει με το μηχανάκι του κάπου κοντά στη θάλασσα και αφήσει μόνο του το μικρό του γιο του, κάπου κοντά στη θάλασσα.

 

Στο μεγάλο φλας-μπακ που ακολουθεί παρακολουθούμε την ιστορία του: την απόλυσή του από το εργοστάσιο όπου εργάζεται (“ζήτημα επιβίωσης” του λέει το αφεντικό του, παρόλο που τον θεωρούσε, όπως του λέει, μέλος της οικογένειας), τα προβλήματα με τη χωρισμένη γυναίκα του (δεν έχει να πληρώσει τα χρήματα διατροφής όπως δεν έχει και για το νοίκι που χρωστάει εδώ κι αρκετούς μήνες), τις φαντασιώσεις του όπου παρακολουθεί και σκοτώνει το άσπλαχνο αφεντικό του, τις προσπάθειές του να βρει άλλη δουλειά (μόνη λύση είναι να μαζεύει μπουκάλια από τα σκουπίδια και τις χωματερές) και να κρατηθεί από κάπου.

 

Παντού άρνηση και μοναξιά – μοναξιά και εγκατάλειψη που τονίζεται στη σκηνή όπου τον βλέπουμε γυμνό, κουλουριασμένο στο κρεβάτι του, ένας νέος Αδάμ που όμως δεν έχει κανένα θεό (ή έστω κάποια Εύα για να τον βοηθήσει). Με ένα καλογραμμένο σενάριο (από τον ίδιο και τον Γιώργο Μακρή), με ρεαλιστικό στιλ, με την κάμερα να ακολουθεί από κοντά τον άνεργο άντρα στο μηχανάκι του (σε μερικά πρέπει να πω όμορφα γυρισμένα τράβελινγκ), με ωραία μουσική υπόκρουση και με πολύ καλή ερμηνεία από τον πρωταγωνιστή του, Γιάννη Στάνκογλου, ο Αθανίτης έφτιαξε μια γεμάτη ανθρωπιά, ειλικρίνεια και δύναμη ταινία.

 

smac

Η οικονομική κρίση είναι ένα και ένα από τα θέματα της ταινίας “Smac” του Ηλία Δημητρίου. Η ταινία αφηγείται τη σχέση ανάμεσα στην Ελένη (Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη), μια μοναχική γυναίκα με διευθυντική θέση σε τράπεζα, και τον άστεγο Αντρέα (Γιάννη Κακιασμένο), πρώην μηχανικό, που περιμαζεύει έξω από την πολυκατοικία στην οποία ζει. Η ανακάλυψη από την κάπως απομονωμένη από τη ζωή Αννα πως έχει προσβληθεί από καρκίνο την κάνει ν’ αναζητήσει συντροφιά κι επαφή με τον Αντρέα, με τον σκηνοθέτη να καταγράφει σταδιακά και με λεπτομέρεια τη σχέση που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσά τους.

 

Η Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη έφτιαξε με ξεχωριστή ευαισθησία το πορτρέτο της φαινομενικά σκληρής (ιδιαίτερα στο επάγγελμά της) γυναίκας που σταδιακά αρχίζει ν’ ανακαλύπτει μιαν άλλη πτυχή της ζωής και να αρχίζει να ανοίγεται στον Αντρέα- μέχρι το συγκλονιστικό, απελευθερωτικό φινάλε, όταν αυτή, έχοντας περάσει τη χημειοθεραπεία, επιστρέφει στην τράπεζα αφήνοντας να φανεί το φαλακρό κεφάλι της. Κι εδώ, εκείνο που ξεχωρίζει είναι η ρεαλιστική αντιμετώπιση των καταστάσεων και μια σε βάθος, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, διείσδυση στους δυο κύριους χαρακτήρες της ταινίας.

 

impression

Η αναζήτηση ταυτότητας και ο ρόλος της μοίρας είναι στο επίκεντρο της δοσμένης με λυρική διάθεση, εξαιρετικής ταινίας “Οι εντυπώσεις ενός πνιγμένου” του πρωτοεμφανιζόμενου Κύπριου σκηνοθέτη Κύρου Παπαβασιλείου. Αναζήτηση που δίνεται μέσα από το πορτρέτο του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος ως γνωστό αφού πρώτα αποπειράθηκε να πνιγεί τελικά αυτοκτόνησε με όπλο, το 1928, σε ηλικία 32 χρονών.

 

Η ταινία αρχίζει με έναν άντρα που ξυπνά στην παραλία (σε μια όμορφη σεκάνς στην αλυκή της Λάρνακας) που δείχνει να μη γνωρίζει ποιος είναι. Με τη βοήθεια ενός άλλου άντρα (ποιητή) αρχίζει να ψάχνει για την ταυτότητά του. Στην πρώτη του προσπάθεια αναζήτησης θα μπει σε ένα φορτηγάκι που, ύστερα από ένα μεγάλο τράβελινγκ σε έρημους, μέσα στη βροχή, δρόμους, θα ανακαλύψει πως έφτασε στο ίδιο μέρος απ’ όπου ξεκίνησε.

Στη συνέχεια, μέσα από διάφορες, εικαστικά πάντα όμορφες, σκηνές, ο άντρας περιφέρεται σε χώρους, που άλλοτε φέρνουν στο νου τον Κάφκα και άλλοτε την ποίηση του Τ.Σ. Ελιοτ (η ψυχή του χαμένου ποιητή μοιάζει με μιαν ακόμη “Ερημη χώρα”), και άλλοτε ταινίες σκηνοθετών όπως ο Γουέλς (βλ. τη σκηνή με τους καθρέφτες), περνώντας από πόλεις, με διάφορες απρόσμενες συναντήσεις (μαζί και με μια γυναίκα, πρόσωπο που δεν το αναγνωρίζει αν και η ίδια τον γνωρίζει), ώσπου καταλήγει σε ένα υπόστεγο, σε ένα έρημο και πάλι τοπίο, κοντά στη θάλασσα, για να συναντήσει τον εαυτό του σε μια σειρά βουβές σκηνές όπου σε μια τηλεπαθητική “συνομιλία” θα μπορέσει ν’ ανακαλύψει την ταυτότητά και το λόγο της παρουσίας του εκεί. Ο Παπαβασιλείου έφτιαξε μια εξαιρετική πρώτη ταινία, ένα λυρικό, φιλοσοφικό δοκίμιο γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη.

 

toxipnima

Την ιστορία μιας ένοπλης ληστείας από μια ομάδα πέντε εφήβων αφηγείται στην ταινία του, «Το ξύπνημα της άνοιξης» ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης. Η ταινία αρχίζει με τη σύλληψη των δραστών μετά την τραγική κατάληξη της ληστείας, με τον σκηνοθέτη να αφηγείται, παράλληλα με τις ανακρίσεις των νεαρών από την αστυνομία, στιγμές από τη ζωή των πέντε εφήβων, μέσα από διάφορα φλας μπακ, ενώ σοκαρισμένοι γονείς και συγγενείς περιμένουν στο διάδρομο.

Ο γρήγορος ρυθμός, που στις καλύτερες ταινίες του Γιάνναρη («Κοντά στον παράδεισο», «Από την άκρη της πόλης» και μέχρι σε ένα βαθμό στον «Δεκαπενταύγουστο») συνέβαλε στη δημιουργία ατμόσφαιρας και ενός σασπένς, εδώ δυστυχώς οδηγεί στο αντίθετο. Με απλοϊκούς, αφελείς διαλόγους, με ένα αδικαιολόγητο μισογυνισμό (όλες οι γυναίκες παρουσιάζονται σαν απλό σεξουαλικό αντικείμενο που ικανοποιούν τους άντρες με πεολειχία ή σοδομισμό!, χωρίς ποτέ οι ίδιες να απολαμβάνουν μιαν απλή, ευχάριστη σεξουαλική πράξη), και γενικά με ένα σκόρπιο, που προσπαθεί να πει πολλά, σενάριο, το οποίο δεν βοηθά στη σωστή ανάπτυξη του παζλ, με ασύνδετες με την υπόλοιπη αφήγηση σκηνές από διαδηλώσεις και συγκρούσεις αστυνομικών με διαδηλωτές (που δένονται άκομψα με την υπόλοιπη ιστορία), ενώ ο ρυθμός σταδιακά αρχίζει να χάνεται. Αποτέλεσμα: στα 45 περίπου λεπτά της ταινίας να αρχίζεις να βαριέσαι.

Σημ.: για τις υπόλοιπες ελληνικές ταινίες στο αυριανό κείμενο