Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη
Στην παλίρροια της θλίψης και της καταπίεσης.

**** Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα
Manchester by the Sea. ΗΠΑ, 2016. Σκηνοθεσία-σενάριο: Κένεθ Λόνεργκαν. Ηθοποιοί: Κέισι Άφλεκ, Μισέλ Γουίλιαμς, Κάιλ Τσάντλερ, Λούκας Χέτζες. 137′

Το πένθος αλλά και η επανασύνδεση ανάμεσα σε έναν άντρα και τον ανιψιό του είναι στο επίκεντρο αυτής της βουτηγμένης σε μια μαύρη ατμόσφαιρα, υποψήφιας για 6 Όσκαρ, ταινίας, με εξαιρετική ερμηνεία από τον Κέισι Άφλεκ, ανάμεσα στα φαβορί για το Όσκαρ ερμηνείας.

Από τις πρώτες σκηνές, ο Λόνεργκαν δημιουργεί την ατμόσφαιρα της μοναξιάς του μοναχικού Λι, θυρωρού σε μια πολυκατοικία, που περιφέρεται ως απλός παρατηρητής, χωρίς να παίρνει μέρος στη ζωή των ανθρώπων γύρω του (σταδιακά μαθαίνουμε για την αποτυχημένη ζωή του και το χωρισμό με τη γυναίκα του). Αυτή τη μοναξιά μεταφέρει σύντομα και στην περιοχή του Μάντσεστερ κοντά στη θάλασσα, στην παραλιακή Νέα Αγγλία, όπως το θέλει ο ωραίος τίτλος της ταινίας, όπου καλείται επειγόντως, με τον ξαφνικό θάνατο του αδερφού του και την επιθυμία του νεκρού να αναλάβει την κηδεμονία του ανηλίκου έφηβου γιου του (άλλη καλή ερμηνεία από τον Λούκας Χέτζες).

Κάτι που αναλαμβάνει απρόθυμα, προσπαθώντας στα ενδιάμεσα να βρει μια καλύτερη λύση, μια και ο ίδιος προτιμά να επιστρέψει στην άχαρη πόλη του. Σε μια το ίδιο άχαρη, βουτηγμένη σε μια νεκρική ατμόσφαιρα επαρχία (στο νου έρχονται τα έργα συγγραφέων όπως ο Μελβίλ και ο Μαρκ Τουέιν), αναπτύσσεται σταδιακά και η σχέση ανάμεσα στους δυο τους, με ενδιάμεσα φλας-μπακ, με κύριο πρωταγωνιστή το νεκρό πατέρα – φλας-μπακ που εξηγούν ένα παρελθόν σημαντικό στην εξέλιξη του παρόντος.

Ο Λόνεργκαν ξέρει να σκιαγραφεί με δεξιοτεχνία τις οικογενειακές σχέσεις (ιδιαίτερα την έλλειψή τους) αλλά και τη θανατερή μοναξιά του ήρωα (με τον Άφλεκ να μεταδίδει τέλεια την παγωμένη του έκφραση, αλλά και τη χαμένη, συχνά, ματιά του, που μας λέει πολύ περισσότερα από αμέτρητους, άχρηστους διαλόγους). Εκεί που ξεχωρίζει είναι στις μικρές, φαινομενικά αδιάφορες, διανθισμένες συχνά με χιούμορ, σκηνές (του νεαρού με την αποξενωμένη, αλκοολική μητέρα του), όπου κυριαρχεί η ατμόσφαιρα του πένθους, αλλά και στις σκηνές ξαφνικής ωμότητας από την πλευρά του Λι, καθώς και στις σκηνές όπου αποκαλύπτονται συναισθήματα και ενοχές – ανάμεσα στις καλύτερες αναφέρω την τυχαία συνάντηση του Λι στο δρόμο με την πρώην γυναίκα του, από τις πιο δραματικές, συγκλονιστικές σκηνές της ταινίας, με τη Μισέλ Γουίλιαμς να δίνει μια όλο ευαισθησία ερμηνεία.

*** 1/2 – Η ζωή μιας γυναίκας
Une vie. Γαλλία, 2016. Σκηνοθεσία: Στεφάν Μπριζέ. Σενάριο: Στεφάν Μπριζέ, Φλοράνς Βινιόν, από μυθ. Γκι Ντε Μοπασάν. Ηθοποιοί: Ζουντίντ Σεμλά, Ζαν-Πιέρ Νταρουσέν, Γιολάντ Μορό. 119′

Στο πρώτο μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάν στρέφεται ο Στεφάν Μπριζέ (Οικουμενικό βραβείο καλύτερης ταινίας και βραβείο ερμηνείας στον ηθοποιό Βενσάν Λεντόν για την ταινία του «Ο νόμος της αγοράς», πέρσι στις Κάνες) για να αφηγηθεί το δράμα μιας καταπιεσμένης γυναίκας στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Η ταινία περιγράφει τη ζωή της κόρης ενός βαρόνου, της Ζαν, στη διάρκεια 27 χρόνων, ξεκινώντας από την εποχή που η Ζαν ήταν ένα νεαρό, αθώο, γεμάτο όνειρα, 20χρονο κορίτσι που επιστρέφει από το μοναστήρι όπου σπούδαζε, για να παντρευτεί έναν κόμη που σύντομα θα αποδειχθεί άμυαλος και θα αρχίσει να την απατά.

Σε μια σκληρή, ιδιαίτερα για τη γυναίκα, κοινωνία όπου κυριαρχεί το ψέμα, η Ζαν θα αναγκαστεί να βρει τρόπους να προστατεύσει τον εαυτό της από την καταπίεση, τις διάφορες κακουχίες και την κοινωνική υποκρισία, για να οδηγηθεί αναπόφευκτα στην απομόνωση και την καταστροφή. Σε αντίθεση με τη στιλιζαρισμένη, σχεδόν παγωμένη, ατμόσφαιρα (με τα βαριά χρώματα της ανεπανάληπτης φωτογραφίας του Κλοντ Ρενουάρ), που είχε δώσει, το 1958, στη δική του, εξαιρετική διασκευή ο Αλεξάντρ Αστρίκ, ο Μπριζέ έφτιαξε μια καλαίσθητη, συγκινητική μέχρι σε ένα βαθμό, ταινία, αποφεύγοντας τη χρήση της πλατιάς οθόνης, προτιμώντας την παλιά, σχεδόν τετράγωνη, μορφή του φιλμ, για να τονίσει τον περιορισμό, ένα είδος φυλακής, στον οποίο βρίσκεται η ηρωίδα του.

Η ταινία (βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Βενετίας) αναπλάθει πειστικά την εποχή και τις καταστάσεις, αν και από αυτή λείπει μια μεγαλύτερη εμβάθυνση στο θέμα, ιδιαίτερα στην καταγραφή της σκληρότητας και του κυνισμού (μαζί και της κριτικής της Καθολικής Εκκλησίας) που περιγράφει στο έργα του ο Μοπασάν. Με σκηνές που θυμίζουν ιμπρεσιονιστές ζωγράφους (εξαιρετική είναι η δουλειά του κάμεραμαν Αντουάν Εμπερλέ), με ενδιάμεσα φλας-μπακ, που αναφέρονται στις ωραίες στιγμές από τη ζωή της Ζαν, με την κάμερα να βρίσκεται συνεχώς κοντά στο πρόσωπό της (όλη η ταινία παρουσιάζεται από τη δική της πλευρά, με αποτέλεσμα αυτή να βρίσκεται σε όλα τα πλάνα) για να καταγράψει και να εξερευνήσει τις σημαντικές στιγμές στη ζωή της, ο Μπριζέ έφτιαξε μια εικαστικά όμορφη, κομψή ταινία, με μια όλο ευαισθησία ερμηνεία από τη Τζουντίτ Σελμά (από τα καλύτερα στοιχεία της ταινίας).