22ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Στην Αθήνα των αδέσποτων

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με τη μεταφορά του, εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19, δυο περίπου μήνες αργότερα, ξεκίνησε το 22ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με περισσότερες από 70 ελληνικές ταινίες, στο διαγωνιστικό και τα διάφορα άλλα τμήματά του και μια επιλογή από ντοκιμαντέρ από τον διεθνή χώρο, που ο συνολικός του αριθμός ξεπερνά τις 200.

Φέτος, εξαιτίας tου κορονοϊού, το φεστιβάλ μεταδίδεται διαδικτυακά, με τις κριτικές επιτροπές (Διεθνή, FIPRESCI και άλλες) να βλέπουν τις ταινίες on-line και με τα βραβεία να απονέμονται στις 28 Μαϊου.

Το μυστήριο που λέγεται ζωή ο κινηματογράφος, στα 120 τόσα χρόνια της ιστορίας του, προσπαθεί, με το δικό του μοναδικό τρόπο, να αναπτύξει και να εξηγήσει. Με ακόμη ένα πιο ιδιαίτερα μοναδικό τρόπο αυτό το βλέπουμε στο ντοκιμαντέρ. Στο ελληνικό ντοκιμαντέρ «Οι άγνωστοι Αθηναίοι» (διαγωνιστικό τμήμα), η κάμερα της Αγγελικής Αντωνίου (υπεύθυνης όχι μόνο για τη σκηνοθεσία αλλά και για τη διεύθυνση φωτογραφίας), στρέφεται στο μυστήριο μιας διαφορετικής ζωής, εκείνης των αδέσποτων σκυλιών της Αθήνας και των ανθρώπων που τα φροντίζουν.

Ο Χρήστος, ο Νάσος, η Μπέτη, ο Διονύσης, η Φωτούλα, ο Ιάσωνας, ο «Γλύκας» (το μόνιμο μέχρι το θάνατό του, σκυλί στην είσοδο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία») είναι σκυλιά που ζουν στους δρόμους της κεντρικής Αθήνας, στην πλατεία Συντάγματος, το Μοναστηράκι, την πλατεία Κλαυθμώνος και άλλες περιοχές του κέντρου. Όμορφα, φιλήσυχα, αθώα, αγαπημένα ζώα, που επιβιώνουν χάρη στις φροντίδες μερικών ανθρώπων, παρά το απαράδεκτη, αδιανόητη, βάναυση συμπεριφορά που επιδεικνύουν, κάθε τόσο, ορισμένοι (τη Φωτούλα κάποιοι, όπως μαθαίνουμε, την είχαν δέσει σε μηχανάκι και την έσερναν στους δρόμους, μέχρι που σκίστηκε η κοιλιά της).  «Το χειρότερο ζώο  στον πλανήτη είναι ο άνθρωπος», θα πει, κάποια στιγμή, δυστυχώς πολύ σωστά, ο μικροπωλητής στο Μοναστηράκι που φροντίζει τα σκυλιά της περιοχής.

Η κάμερα τα παρακολουθεί άλλοτε τη νύχτα κι άλλοτε στη διάρκεια της ημέρας, με ξεχωριστή αγάπη στις βόλτες τους στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, ανάμεσα στους ανθρώπους που κυκλοφορούν, συχνά αδιάφοροι (μια απρόσεκτη μάλιστα γυναίκα  προσπερνάει σέρνοντας το καροτσάκι με το μωρό της πάνω από την ουρά ενός ξαπλωμένου στον πεζόδρομο σκυλιού, χωρίς να καν να δείξει πως το πήρε είδηση).

Στις διάφορες αυτές διαδρομές της κάμερας της Αντωνίου, μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε τα άτομα που με αγάπη και πάθος έχουν αναλάβει τη φροντίδα των αδέσποτων αυτών σκυλιών, που όχι μόνο τα ταϊζουν αλλά και τους δίνουν τα φάρμακα και τους παρέχουν την ιατρική περίθαλψη όταν τη χρειάζονται. Διαδρομές που μας δίνουν μια άλλη, άγνωστη εικόνα της Αθήνας, μια εικόνα ασυνήθιστη, μιαν Αθήνα με τη δική της ομορφιά, μέσα από όμορφα, και με ποιητική διάθεση, στημένες σκηνές και με ένα ωραίο ρυθμό από τον οποίο δεν λείπει και η συγκίνηση.

Μια το ίδιο όμορφη, ασυνήθιστη εικόνα της Αθήνας μας δίνει και η Κατερίνα Πατρώνη στο δικό της ντοκιμαντέρ «Ο τέταρτος χαρακτήρας». Σ’ αυτό, τρεις μοναχικοί  άνθρωποι, που, όπως και τα αδέσποτα σκυλιά, περιφέρονται στους δρόμους της Αθήνας, μονολογώντας, μέσα από τις παράλληλες ιστορίες τους, για την απώλεια, τις ενοχές αλλά και την πίστη τους.

Ο ένας, 60χρονος πια, που έχει χάσει τα λεφτά της οικογένειας στον τζόγο, έχει προδώσει όλους τους αγαπημένους του και έχει αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει, αναζητά τώρα ένας είδος εξιλέωσης ταϊζοντας και φροντίζοντας τα περιστέρια (οι σκηνές με τα περιστέρια, γύρω και καθισμένα πάνω του, να τρώνε άνετα είναι από τις πιο όμορφες της ταινίας). Η δεύτερη, μια 30χρονη γυναίκα, που έχει χάσει τον μικρότερο, αγαπημένο της αδερφό, σε ατύχημα, τώρα περιφέρεται στους δρόμους, βάζοντας κορδέλες στους χώρους όπου αυτός σκοτώθηκε. Ο τρίτος, τέλος, ένας σχετικά νεότερος άντρας, που εγκαταλείπει κάθε τόσο το μοναστήρι όπου εργάζεται ως απλός καθαριστής των διαδρομών και των τουαλετών (και στο οποίο κατάφερε να βρει την πίστη του), επιστρέφει, κάθε τόσο,  στην Αθήνα για να μαζεύει διάφορα σκουπίδια από τους δρόμους και τα πάρκα.

Τρία πρόσωπα που περιπλανώνται στη μεγαλούπολη, ζώντας ο καθένας στο δικό του κόσμο, αποκαλύπτοντάς μας, μέσα από τους μονολόγους τους, τις εσωτερικές τους αγωνίες, αναζητώντας τη λύτρωση μέσα από τις μικρές, καθημερινές ιεροτελεστίες τους.

Με την Πατρώνη να συνθέτει μια άλλη, διαφορετική, πάντα συναρπαστική, εικόνα της Αθήνας, μετατρέποντας τα  περιστέρια που τρώνε από τα χέρια του ηλικιωμένου άντρα, το νερό που πλένει τους πολυσύχναστους δρόμους, τα αυτοκίνητα που τους διασχίζουν, τους πεζούς, που περιφέρονται, τον ποδηλάτη που διασχίζει έναν έρημο δρόμο με ελεύθερα στον αέρα τα χέρια του, σε ένα τέταρτο χαρακτήρα, ένα χαρακτήρα φτιαγμένο με εικόνες γεμάτες μαγεία, ομορφιά και μυστήριο.

Στα δυο αυτά ελληνικά ντοκιμαντέρ όσο και στη ρουμάνικη ταινία «Σπίτι μου» του Ράντου Τσιορνίσιους και της Λίνα Βντόβι, το κυρίαρχο στοιχείο είναι οι χώροι. Η Αθήνα στις ταινίες της Αντωνίου και της Πατρώνη, η ερημιά του Δέλτα του Βουκουρεστίου στη ρουμάνικη ταινία.

Στην ερημιά αυτή του Δέλτα, σε μια καλύβα ζουν, εδώ και χρόνια, μια 11μελής οικογένεια. Μια οικογένεια σε απόλυτη αρμονία με τη φύση, με τα ζώα τους (γουρούνια, κότες, περιστέρια, σκύλο και γάτο), με τα παιδιά τους, μακριά από τον «πολιτισμό», να περνούν το χρόνο τους παίζοντας, ψαρεύοντας στη λίμνη, ή κάνοντας βόλτες σ αυτήν με τη βάρκα τους. Οικογένεια που μου θύμισε τον Χένρι Θορό που στο Walden του αναζητά μια διαφορετική ζωή κοντά στη φύση. Μόνο που, από τη μια, η κοινωνική πρόνοια που θέλει τα παιδιά υπό έλεγχο και, από την άλλη, ο Σύνδεσμος των Φυσικών Πόρων που θέλει να μετατρέψει το χώρο σε πάρκο, αναγκάζουν την οικογένεια να μετακομίσει στην πόλη και να αποδεχτεί μια συμβατική, ελεγχόμενη ζωή.

Μετακόμιση που φέρνει στο προσκήνιο τα «κακά» του σύγχρονου πολιτισμού: περιορισμό της ελευθερίας, κινητά και τεχνολογία, νέα, όχι ιδιαίτερα ευχάριστα, ήθη, που πραγματικός στόχος τους είναι η αποξένωση και η διάλυση της οικογένειας. Οι δυο σκηνοθέτες αντιμετωπίζουν με τρυφερότητα αλλά και διεισδυτικότητα τα προβλήματα της οικογένειας, καταγράφοντας με λεπτομέρεια, συχνά με λεπτό χιούμορ, και με εκφραστικές, επιλεγμένες με σύνεση, εικόνες, την καθημερινή ζωή τους, ιδιαίτερα εκείνη των παιδιών, τόσο στην ελκυστική ερημιά του Δέλτα όσο και στη ζοφερή ατμόσφαιρα μιας πόλης που δεν δείχνει να μπορεί να τους προσφέρει και πολλά.