ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Μια συγκλονιστική, δοσμένη μέσα από άγριες σκηνές, ταινία για τη γενοκτονία ενος αυτόχθονου πληθυσμού

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Οι άποικοι

Los colonos. Χιλή, 2023. Σκηνοθεσία: Φιλίπε Γκάλβεζ. Σενάριο: Αντονία Γκιράρντι, Φελίπε Γκάλβεζ, Μαριάνο Λίνας. Ηθοποιοί: Σαμ Σπρούελ, Μαρκ Στάνλεϊ, Αλφρέντο Κάστρο, Μαρσέλο Αλόνσο, Καμίλο Αρανσίμπια, Μπέντζαμιν Γουέστφολ.

Τη γενοκτονία του αυτόχθονου πληθυσμού της Χιλής, στην περίοδο της αποικιοκρατικής ιστορίας της χώρας, παρουσιάζει ο Φελίπε Γκάλβεζ στην πρώτη του αυτή, συγκλονιστική, δοσμένη μέσα από άγριες συχνά σκηνές, ταινία του, «Οι άποικοι», ιδιαίτερα επίκαιρη, αξίζει να σημειώσω, σε μια περίοδο αντίστοιχης γενοκτονίας του παλαιστινιακού λαού από το κράτος του Ισραήλ.

Η ταινία αρχίζει το 1901, στη Γη του Πυρός, σε μια τεράστια γόνιμη περιοχή, ιδιοκτησία του πλούσιου γαιοκτήμονα Μενέντεζ (Αλφρέντο Κάστρο), με τρεις άντρες, τον Σκωτσέζο, πρώην λοχαγό του Βρετανικού στρατού, ΜακΛέναν (Μαρκ Στάνλεϊ), τον Αμερικανό μισθοφόρο Μπιλ (Μπέντζαμιν Γουέσφολ) και τον μιγάδα σκοπευτή Σεγούνδο (Καμίλο Αρανσίμπια), να εξοντώσουν όλο τον αυτόχθονο πληθυσμό της περιοχής της Παταγονίας, για να ανοίξουν ένα ασφαλή δρόμο προς την ακτή για τα πρόβατά του.

Με τους μισθοφόρους του να επιδίδονται σε μερικές από τις πιο φρικτές, απάνθρωπες, τερατώδεις και αιμοβόρες πράξεις: δολοφονίες, ακρωτηριασμούς, κόψιμο αυτιών και βιασμούς, κάτι δυστυχώς όχι το ασύνηθες σε άλλες παρόμοιες σφαγές, τόσο στη διάρκεια της επεκτατικής πολιτικής των ΗΠΑ που οδήγησε στην πλήρη σχεδόν εξαφάνιση των αυτόχθονων Αμερικανών, όσο και σε άλλες πιο πρόσφατες εποχές.

Αντίθετα με το πρώτο βίαιο μέρος, στα 20 τόσα λεπτά του δεύτερου μέρους έχουμε μιαν άλλη, πιο ήρεμη, «πολιτισμένη» ατμόσφαιρα:  Μεταφερόμαστε 7 χρόνια μετά, στην Πούντα Αρένα, στην αρχοντική κατοικία της οικογένειας του Μενέντεζ (αληθινό ιστορικό πρόσωπο), όταν την επισκέπτεται ο Βικούνα (Μαρσέλο Αλόνσο), εκπρόσωπος της κυβέρνησης, που έχει σταλεί να διερευνήσει και να επανορθώσει τα εγκλήματα ενάντια στη φυλή των Σελκ’ναμ.

Ακόμη όμως και εδώ, τόσο ο Μενέντεζ όσο και η οικογένεια του υπερασπίζονται την επεκτατική τους πολιτική και τις «αναγκαίες» γι’ αυτούς σφαγές των «απολίτιστων», «άγριων» αυτόχθονων. Στο δεύτερο αυτό μέρος, ο Βικούνα επισκέπτεται και τον Σεγούνδο που έχει στο μεταξύ καταφύγει σε ένα μικρό νησί μαζί με την ιθαγενή σύντροφό του, με τον Βικούνα να παίρνει και τη δική τους κατάθεση, κατάθεση που θα του αποκαλύψει τη φρίκη και το αληθινό μέγεθος των σφαγών.

Ο Φελίπε Γκάλβεζ παρουσιάζει την ιστορία του από την πλευρά του μιγάδα Σεγούνδο, ο οποίος, στο μεγαλύτερο μέρος, παρακολουθεί σιωπηλός (με τον Καμίλο Αρανσίμπια να δίνει μιαν άλλη ξεχωριστή, συγκλονιστική, χροιά στη σιωπή του) αρχικά με αποτροπιασμό, τις  ρατσιστικές επιθέσεις και σφαγές των αυτόχθονων (παρόλο που τελικά, έστω και απρόθυμα, παίρνει κι αυτός μέρος), και που τώρα στο ερημονήσι του αποκαλύπτει το πραγματικό εύρος της γενοκτονίας.

Σε σκηνές που δίνουν την ευκαιρία στον σκηνοθέτη να δείξει την υποκρισία των λευκών στις φαινομενικά επανορθώσεις των εγκλημάτων σε βάρος του αυτόχθονου πληθυσμού, με το γκρο πλάνο, στο φινάλε, της συντρόφου του Σεγούνδο να κοιτάζει σιωπηλά (αλλά πολύ εύγλωττα) τον Βικούνα, γνωρίζοντας πως οι όποιες υποσχέσεις του δεν έχουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Ο Γκάλβεζ αφηγείται με τόλμη τη συγκλονιστική αυτή ιστορία του, με ένα στιλ που συχνά αντλεί από το γουέστερν για να καταγράψει την περιπλάνηση των τριών ανδρών στις αχανείς, όμορφες εκτάσεις, συχνά με τους τρεις τους σε γενικά, πολύ μακρινά, πλάνα, να μοιάζουν αφιλόξενοι στα πανέμορφα, σχεδόν σουρεαλιστικά, τοπία. Μια με σατιρική ματιά (συχνά με μαύρο χιούμορ) ταινία σχόλιο πάνω στον αδηφάγο επεκτατικό καπιταλισμό που συνεχίζει ανεμπόδιστα να καταστρέφει πολιτισμούς και να καταπατά σύνορα, όπως είχε παρουσιάσει και παλιότερα (1974), στο δικό του γουέστερν, γυρισμένο κι αυτό στη Χιλή, ο Ραούλ Ρουίζ με το «La expropriacion».

*** Το νέο αγόρι

The New Boy. Αυστραλία, 2023. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γουόρικ Θόρντον. Ηθοποιοί:  Ασουάν Ριντ, Κέιτ Μπλάνσετ, Ντέμπορα Μέιλμαν, Γουέιν Μπλερ. 96´

Στη δική του παιδική ηλικία, όταν ζούσε σε χριστιανικό ορφανοτροφείο, στρέφεται ο Αυστραλός σκηνοθέτης Γουόρικ Θόρντον («Σαμψών και Δαλιδά», « Γλυκιά πατρίδα») για να καταγράψει τη σύγκρουση ενός εννιάχρονου Αβορίγινα ανάμεσα σε δυο πολιτισμούς.

Τοποθετημένη στη δεκαετία του ‘40, στη διάρκεια του Β´ παγκόσμιου πολέμου, η ταινία παρακολουθεί τη βίαιη αρπαγή του Νέου Αγοριού (πραγματική αποκάλυψη ο μικρός Ασουάν Ριντ), όπως θα τον αποκαλούν, και τη μεταφορά του στο μοναστήρι/ορφανοτροφείο, με τα άλλα επτά Αβορίγινα παιδιά, που φροντίζει η αποστάτρια μοναχή, Αδελφή Αϊλίν (Κέιτ Μπλάνσετ), με τη βοηθεια μιας άλλης μοναχής, της «Αδελφής Μαμμάς» (Ντέμπορα Μέιλμαν), όπως την αποκαλούν τα χωρίς μητέρα παιδιά, και του μοναδικού υπαλλήλου του οικοτροφείου, Τζορτζ (Γουέιν Μπλερ).

Αντίθετα με τα άλλα παιδιά, που έχουν υποκύψει στις χριστιανικές επιταγές του οικοτροφείου (ντυμένοι ομοιόμορφα, ψέλνοντας τους ύμνους μαζί με την Αδελφή Αϊλίν, και κάνοντας διάφορες δουλειές, μαζί με τις δυο μοναχές, αντικαθιστώντας τους άντρες που λείπουν στον πόλεμο («πρόωρο εργατικό δυναμικό», όπως το χαρακτηρίζει θλιμμένα η Αϊλίν),  το Αγόρι, πάντα σιωπηλό και μισόγυμνο, τρώει με το χέρι του, περιφέρεται και ακολουθεί τους άλλους χωρίς τις πιο πολλές φορές να συμμετέχει, κοιμώμενος κάτω από το κρεβάτι του και ζώντας σ’ ένα δικό του μαγικό κόσμο (βγάζοντας από τη χούφτα του ένα φωτεινό μπαλάκι, κι όταν ένα  από τα αγόρια πεθαίνει ύστερα από δάγκωμα φιδιού, το Αγόρι καταφέρνει να το ξαναζωντανέψει ρουφώντας ο ίδιος το δηλητηριασμένο αίμα του).

Τα πράγματα παίρνουν μιαν άλλη στροφή όταν στο μοναστήρι καταφθάνει το τεράστιο άγαλμα ενός Εσταυρωμένου, που το παιδί αρχίζει να αντιμετωπίζει ως τμήμα της αθώας παιδικής του φαντασίας (θα σκαρφαλώσει σ’ αυτό και θα το αγκαλιάσει όπως αγκάλιαζε πριν ένα δέντρο) και θα το εντάξει στο δικό του μαγικό κόσμο.

Αυτό το μαγικό ρεαλισμό καταφέρνει να εντάξει στην αφήγηση του ο Γουόρικ Θόρντον, αφήγηση που, μαζί με την τόσο όμορφη και υποβλητική μουσική του Νικ Κέιβ και του Γουόρεν Έλβις, χρησιμοποιεί και την ποίηση και το λυρισμό, στις σκηνές γυρισμένες στη φύση γύρω από το μοναστήρι (ο ίδιος είναι και υπεύθυνος για τη φωτογραφία), τμήμα της ζωής των Αβορίγινων, ζωής που ο Χριστιανισμός προσπαθεί να αλλάξει για να τους στείλει να ζήσουν λευκοί» σε μια κοινωνία λευκών, με το ατίθασο Αγόρι να βρίσκει στον Εσταυρωμένο κάτι το αθώο και θαυμάσιο που η Αδελφή Αϊλίν, παρά το πάθος, την ειλικρίνεια, μαζί και τις ενοχές που την διακατέχουν, δεν καταφέρνει να ανακαλύψει (με την Κέιτ Μπλάνσετ να δίνει με ξεχωριστή δύναμη και ευαισθησία το γκάμα των συναισθημάτων της).

Ένα όμορφο, δυνατό σχόλιο πάνω στην άρνηση των λευκών αποικιοκρατών να αποδεχτούν τον πολιτισμό των ιθαγενών αλλά να προσπαθούν να τους εντάξουν στο δικό τους απάνθρωπο καπιταλιστικό πολιτισμό.