Η ελληνική μουσική, η οποία έχει δεινοπαθήσει από συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές, οι οποίοι διεκδικούν χώρο και χρόνο στην ζωή μας μ’ ελάχιστο ταλέντο, αλλά με περίσσευμα θράσους, δεν θα μοιάσουν ποτέ με τον τραγουδοποιό, στιχουργό και σχεδιαστή επίπλων Χρήστο Κυριαζή. Τουλάχιστον ως προς το αυθεντικό του διαβήματός του. Γιατί υπάρχουν κι άλλες διαφορές που θα τις εξηγήσουμε παρακάτω.

Ο αείμνηστος ερωτόληπτος συνθέτης έγραφε και στιχουργούσε, όπως ο έφηβος έρωτας κοντανασαίνει πάνω από κάθε πράξη μας. Χτυπημένος από την μαύρη αρρώστια του μεταπολεμικού ανθρώπου, δεν θα ξαναβρεθεί ανάμεσα μας, δεν μας κρατήσει εν ζωή συντροφιά με τα τραγούδια του. Στα εξήντα οκτώ χρόνια του «έφυγε», κι όμως τού είχε απομείνει κι άλλος χρόνος για να φτιάξει κι άλλα τραγούδια, όπως το σπαραχτικό «Βράδυ Σαββάτου» του 1991, ερμηνευμένο αρχικά από τον ίδιο, αλλά κι από τον πολύ Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Στην αρχή κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του ροκ

Πρέπει να γυρίσουμε χρόνια πίσω, όταν με το ροκ συγκρότημα «Πρόκες», το 1973, ηχογραφούσε δύο τραγούδια: τα «Διαμορφώσου» και «Κι αν η τύχη μου» από την «Λύρα» του Αλέκου Πατσιφά. Συνήθως σ’ αυτό τον τόπο, οι προκαταλήψεις για πρόσωπα και πράγματα τα περιχαρακώνουν σε πεδία που λειτουργούν ως μολυσμένες περιοχές.  Κι ο Χρήστος Κυριαζής, είχε χαρακτηριστεί λαϊκός κι άτεχνος, συγκρινόμενος με τους τάχατες έντεχνους του ελληνικού τραγουδιού που μας είχαν ζαλίσει από τα ερτζιανά, όταν βρίσκονταν εν ακμή.

Πρόλαβε την ροκ σκηνή στις απαρχές της, ως εισαγόμενο είδος, μεσούσης της δικτατορίας, το οποίο λειτούργησε ως καθρέφτης για να αναγνωρίσει η υπό διαμόρφωση συνείδηση της νεότητας τον εαυτό της. Ο Χρήστος Κυριαζής με μακριά μαύρα μαλλιά και με το βλέμμα του συνθήματος «Τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα!», ακούγοντας Ντίλαν και Κοέν, δεν ξέχασε ποτέ ότι ανήκε στην μουσική οικογένεια, ούτε την ηλεκτρική κιθάρα Fender Telecaster που του είχε δωρίσει ο πατέρας του.

Μ’ αυτή την κληρονομιά πορεύτηκε, μ’ ένα σχετικά άγνωστο σταθμό, την «Γραφειοκρατία» του πρόωρα χαμένου Χρήστου Λεττονού, στην οποία υπέγραφε στίχους και τραγουδούσε. Αυτή η πτυχή δεν έχει προσεχτεί όσο έπρεπε, γιατί αποδεικνύει ότι η χώρα εκείνη την εποχή δεν άντεχε τέτοιες προτάσεις-ούτε σήμερα σ’ άλλο ήθος κι ύφος-, γιατί η μεταπολίτευση υποσχόταν δώρα άδωρα κι όλοι έτρεχαν να τ’ αρπάξουν.

Οι επιτυχίες επιτόνιζαν την μοναξιά του

Αυτά που ακολούθησαν, με πρώτο το «Έλα μωράκι μου» του 1986, ήταν η αντίδραση να παίξει με τον εαυτό του και τους άλλους, καθώς δεν τον ενδιέφερε πλέον ο βιοπορισμός. Η επωνυμία «Χρήστος Κυριαζής» στο ελληνικό έπιπλο είχε γίνει καθεστώς, καθώς προνοητικός ων, όταν βρέθηκε στο Μιλάνο, σπούδασε τον σχεδιασμό επίπλων προερχόμενος από οικογένεια επιπλοποιών. Όταν τα παράτησε, κατά εξομολόγησή του, οφειλόταν ότι οι παλαιοί τεχνίτες του χειροποίητου επίπλου είχαν αρχίσει να φεύγουν ένας-ένας.

Οι επιτυχίες επιτόνιζαν την μοναξιά του, γιατί καταλάβαινες ότι τα είχε γράψει για να την διασκεδάσει.  Ας τα θυμηθούμε: «Έχω κλάψει», «Κάθε δειλινό», «Δεν προσκύνησα ποτέ κανένα», «Επιμένω», «Τα τσιγάρα, το ποτά και ξενύχτια», «Μου θυμίζεις την μάνα μου», «Το πουλόβερ», «Το ημεροβίγλι». Αν θέλεις να καταλάβεις, αν ένα τραγούδι αρέσει, πρέπει να κοιτάξεις προσεχτικά την ορχήστρα. Στις συναυλίες του Χρήστου Κυριαζή όλοι η οι μουσικοί ορχούνταν διονυσιακά, γιατί η μουσική του ήταν χοϊκή, διονυσιακή, βακχική.

Αξίζει να θυμηθούμε το προωθητικό υλικό για το τραγούδι του «Έχω κλάψει», με σκηνές από την κηδεία του πρόωρα χαμένου Μανώλη Αγγελόπουλου και τα γυρίσματα να πραγματοποιούνται σ’ έναν καταυλισμό τσιγγάνων. Απελεύθερος από προκαταλήψεις κι αποκλεισμούς πήγε στην πηγή των μεγάλων οργανοπαιχτών, των Ρομά. Ένα εγκώμιο κι ένας ύμνος σ’ αυτούς τους ζωντανούς απόκληρους. Μάλλον, έτσι ένοιωθε κι αυτός: ένας ξένος μέσα στην πατρίδα του.