Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com)

Ο καθηγητής Φάνης Ι. Κακριδής, γιός του σημαίνοντος Ιωάννη Κακριδή, υπήρξε πολέμιος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης από το 1977 και εδώθε, καθώς διαπίστωνε ότι η εκπαίδευση είναι έρμαιο των εκάστοτε πολιτικών κριτηρίων (βλέπε σκοπιμοτήτων). Στο στόχαστρό του είχε τεθεί κυρίως ο τρόπος  διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο σχολείο, που αντί να υπηρετήσουν τη ζωντανή σημερινή γλώσσα, λειτουργούν ως κλέη μουσείου.

Είχε υποστηρίξει σε ομιλία με θέμα «Η αρχαία γλώσσα στο Γυμνάσιο»:   «Ο μεγαλύτερος μύθος είναι ότι όσο καλύτερα αρχαία γνωρίζει κανείς, τόσο καλύτερα χρησιμοποιεί τη νέα γλώσσα. Όποιος έχει διδάξει γλώσσα, το ξέρει πολύ καλά αυτό. Όπως είναι σήμερα η κατάσταση, έχουν επανέλθει οι ελληνικούρες και τα λάθη τύπου Παττακού ή Παπαδόπουλου, μόνο που τα κάνουν εικοσάρηδες και τριαντάρηδες και είναι πολύ πιο ευφάνταστα και εμπλουτισμένα. Η υπερδιόρθωση πάει σύννεφο. Η προχτεσινή […], στα αθλητικά της, έγραφε ότι κάποιοι σύλλογοι είναι «πολυνίκεις». Νισάφι».

Αυτή η πτυχή του της προσωπικότητάς του, να στέκεται δηλαδή κριτικά έναντι της εκπαιδευτικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης, την κράτησε σε υψηλή θερμοκρασία ώς τα 86 του χρόνια. Είχε γεννηθεί, το 1933, στην Αθήνα. Μέχρι εδώ η ζωή, και από εδώ και πέρα, το έργο που απέλιπεν που πρέπει να μελετηθεί από τους γνώστες και επαναμυήσει στη διδασκαλία τους φιλόλογους.

Από την ίδια ομιλία αποσπάμε: «Από τότε [από τη μεταρρύθμιση του 77] ως σήμερα οι Υπουργοί και των δύο μεγάλων κομμάτων με τους νεοτερισμούς τους άλλο δεν έκαναν από το να το καταστρέφουν. Η μεγαλύτερη ζημιά έγινε όταν στην κυβέρνηση Κ.Μητσοτάκη ο Γεώργιος Σουφλιάς, μηχανικός, ως Υπουργός Παιδείας ακολούθησε το δρόμο που είχε προετοιμάσει, ως υπουργός του ΠΑ.ΣΟΚ., ο Αντώνης Τρίτσης, πολεοδόμος, και επανεισήγαγε τη γλωσσική διδασκαλία των Αρχαίων στο Γυμνάσιο.

Θα τα προλάβατε μερικοί εκείνα τα πρώτα ντροπιαστικά βιβλία, όπου ο Αττικισμός διδασκόταν «διαχρονικά», μέσα από αρχαία, βυζαντινά και νεότερα (καθαρευουσιάνικα) κείμενα. Ζημιά έκανε και ο Γεράσιμος Αρσένης, οικονομολόγος, όταν μείωσε κατά 40% τις ώρες των φιλολογικών μαθημάτων· ζημιά και ο Πέτρος Ευθυμίου, φιλόλογος και μάλιστα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όταν αντί να διορθώσει τα κακώς κείμενα, όπως είχε υποχρέωση, προτίμησε να προωθήσει το λεγόμενο διαθεματικό πρόγραμμα, μόνο και μόνο γιατί απαιτούσε καινούρια βιβλία και βοηθούσε στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών πιστώσεων».

Έφθασε το ανώτατο σκαλί της ανώτατης εκπαίδευσης, αφού αφυπηρέτησε ως ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Προερχόταν από καθαρά φιλολογική οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο κλασικός φιλόλογος  Ιωάννης Κακριδής και μητέρα του η  φιλόλογος Όλγα Κομνηνού. Η αδερφή του Ελένη Κακριδή αλλά και ο παππούς του συνονόματος παππούς ήταν επίσης φιλόλογοι.

Σπούδασε κλασική φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές κλασικής στα Πανεπιστήμια του Μάιντς και του Τίμπιγκεν στην Γερμανία όπου δίδαξε αργότερα ως λέκτορας την αρχαία και την νέα ελληνική γλώσσα (1959-1964).

Το 1964 εξελέγη καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο τότε νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, θέση στην οποία υπηρέτησε μέχρι το 1984, με μια σύντομη διακοπή κατά την περίοδο της δικτατορίας. Συνέχισε την ακαδημαϊκή του καριέρα στο  Πανεπιστήμιο Κρήτης (1988-1990, ως ειδικό ερευνητικό προσωπικό) και στο Πανεπιστήμιο Πάτρας προτού επιστρέψει στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου έμεινε έως το 2000.

Από το 1981 έως το 1982 διετέλεσε πρόεδρος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών Από το 1982 έως το 1984 διετέλεσε αντιπρόεδρος του Κέντρου Εκπαιδευτικών Μελετών και Επιμόρφωσης (ΚΕΜΕ) του Υπουργείου Παιδείας.

Τελευταίο έργο του «Η Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία» (2006), μια έκδοση του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Αξίζει τον κόπο να ανασύρουμε εκτενή αποσπάσματα από τον πρόλογό του:

Ο κομματιασμένος αρχαίος ελληνικός κόσμος

«Τον διδάσκουμε τον αρχαίο ελληνικό κόσμο στα σχολεία μας· όμως τον διδάσκουμε κομματιασμένο: χωριστά η ιστορία του, χωριστά τα κείμενα, και πάλι, σε άλλη χρονιά και σε άλλες ώρες ο Όμηρος, η τραγωδία, ο Ηρόδοτος, ο Αριστοφάνης κλπ. Δίκαια αναρωτιόμαστε αν οι μαθητές μας μπορούν με αυτά τα λιγοστά κομμάτια και θρύψαλα που τους δίνουμε να συνθέσουν μέσα τους μια συνολική εικόνα του αρχαίου κόσμου· και ακόμα πιο δύσκολα φανταζόμαστε πως τα καταφέρνουν αυτή η εικόνα να μην είναι στατική αλλά κινημένη, καθώς με τα γυρίσματα των καιρών ο αρχαιοελληνικός κόσμος άλλαζε πρόσωπα και εξελισσόταν.

» Για να συμπληρώσουμε λοιπόν τη διδασκαλία μας θα χρειαζόταν να προσφέρουμε, ας είναι και μόνο ως βιβλίο αναφοράς, μιαν ολοκληρωμένη εικόνα του αρχαίου κόσμου στην εξέλιξή του από τις πρώτες αρχές ως το τέλος. Εύκολο να το φανταστούμε, δύσκολο να γίνει· σχεδόν ακατόρθωτο, γιατί μαζί με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες το βιβλίο θα έπρεπε να παρουσιάζει, παράλληλα και εξελικτικά, τη λογοτεχνία και τις επιστήμες, τις καλές τέχνες και την τεχνολογία, τη φιλοσοφία και τη θρησκεία – όλα λίγο πολύ τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας».

Τα ελληνικά γράμματα από την αρχαιότητα ώς την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης δεν αντηχούν στην γραμματολογία του ως τεκμήρια εργαστηρίου, αλλά ως ζώντες λειτουργικοί οργανισμοί σε κάθε εποχή εξελιξής τους:

«Αν τελικά το βιβλίο μας επιγράφεται ”Αρχαία ελληνική γραμματολογία” και περιορίζεται σε μιαν ιστορία των ελληνικών γραμμάτων από την Ομηρική εποχή ως την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, δεν είναι μόνο γιατί ο συγγραφέας του είναι κλασικός φιλόλογος· είναι και γιατί περισσότερο από κάθε τι άλλο τα γράμματα, δηλαδή τα μνημεία του λόγου, φανερώνουν τη φυσιογνωμία των καιρών, τη λογοτεχνική και την επιστημονική προκοπή, τις κυρίαρχες αξίες, τις αισθητικές προτιμήσεις, τα ήθη και τα έθιμα, τον πολιτισμό γενικά.

Προσπαθήσαμε άλλωστε, στις εισαγωγές των μεγάλων κεφαλαίων και όπου αλλού δινόταν ευκαιρία, να δώσουμε πληροφορίες και για τις εξελίξεις στην πολιτική ιστορία, στις κοινωνικές συνθήκες, στην οικονομία, στη θρησκεία και στις εικαστικές τέχνες».

Είχε μεταφράσει τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη («Δωδώνη»),  το δίτομο «Από τη ζωή και το έργο του Ομήρου» του Βόλφανγκ Σάντεβαλντ, την μελέτη του Κένεθ Ντόβερ «Η κωμωδία του Αριστοφάνη» («Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης»), Ζακλίν Ρομιγί «Οι μεγάλοι σοφιστές στην Αθήνα του Περικλή» («Καρδαμίτσα»), αλλά και τον Αστερίξ στην αττική διάλεκτο!