Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Ορθωνόταν μία στήλη φωτός κι όπως ο άνεμος φυσούσε από άγνωστον εστία, κανείς δεν κοιτούσε προς την κατεύθυνσή του, καθώς φυσομανούσε μέσα στα ριπίδια του που κουνούσαν τις αχυροσκεπές με τέτοια βία, ώστε ανάγκασαν το σιδηρούν παραπέτασμα να υποχωρήσει με τέτοιο θόρυβο, ώστε να αποκαθηλωθούν οι δυνάμεις της ωθήσεως με πάταγο επί του εδάφους.

Τον κοιτούσε τον άνεμο κι ο άνεμος κοιτούσε εκείνον, κι ενώ οι θεατές περίμεναν η σκηνή να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή, αυτή αντί να οδηγηθεί από τον μαγνητισμό προς την γη, ανασηκώθηκε συμπαρασύροντας μαζί της τα υπνωτισμένα βλέμματα που στριφογύρισαν γύρω από την ρίζα τους, προτού χυθούν από τις οπές των οφθαλμών.

Τώρα όλες οι κόγχες άδειες από φως, ανάγκαζαν τα χέρια να υψωθούν πάνω από το δοσμένο ύψος των συναλλαγών, να σηκωθούν πάνω από το ύψος του δούναι και του λαβείν, και τρέμοντας ν’ αναζητήσουν στα κενά του αέρος που είχε γίνει ο έκπτωτος υιός του ανέμου. Αυτός ο σεμνοπρεπής άνθρωπος-θεός που είχε να κουβαλήσει στην πλάτη του όλο το φορτίο, όλων των κατευθύνσεων ανέμων, ενώ ο χωλός Ήφαιστος, χωλός από την ρίψη του ουράνιου μίσους, μοσχοβολούσε καιόμενες δάφνες μέσα σε χύτρα απολλωνίου σοφίας.

Ο πέριξ χώρος δεν θύμιζε ιερό και μαντείο, όλα τα δένδρα είχαν ξεγυμνωθεί από τα φύλλα τους, έστεκαν όρθιοι κορμοί που περίμεναν το τσεκούρι να σφραγίσει τον θάνατό τους με μια τσεκουριά.

Βεβαίως, τα τσεκούρια αν και είχαν ακονιστεί στους τροχούς των συννέφων για να αποκτήσουν το εύπλαστον της βροχής που καταρρέει στα δάκρυα ενός θεού, εν τούτοις όλα τα προμηνύματα σιωπούσαν, αφού οι λέξεις είχαν ανέλθει στον αρχικό σκαλί της αναβάσεως και κοιτούσαν προς τον λόγο, κάπως τρεμάμενες, σαν δάδες εν μέσω νυκτός κάτω από τον θριγκό του ναού.

Μα, ο ναός έτρεμε από σεισμό αγνώστου εστίας, όπως στην αρχή ο άνεμος, η γη σειόταν, κι ενώ το χώμα ανασηκωνόταν όπως ύφασμα που σκεπάζει σώμα με θωπεία, οι ιερείς έτρεχαν με τα ενδύματα κατασχισμένα, να προσκυνήσουν τον γίγαντα του ύφους που απειλητικά είχε ανοίξει τα ποδάρια του σε διαστολή που και τα μεγαλύτερα κρίματα φαντάζουν ποδήρεις γονυκλισίες σε βωμούς που η φωτιά τους γκρέμισε σε ερείπια κι οι στάχτες τα σκέπασαν, όπως θάβουν τον νεκρό με χώμα φρέσκο για να μυρίσει την τελευταία ζωή, προτού επέλθει ο πρώτος θάνατος.

Τώρα, όλοι οι τυφλοί φώναζαν τους ανάπηρους, αφού οι αρτιμελείς είχαν δοξάζει τ όνομά τους και είχαν νομοθετήσει σε άδικες δίκες που χώριζαν τους πολίτες σε κατήγορους και κατηγορούμενους. Περιττό, αν και αναγκαίο ν’ αναφέρουμε ότι η απονομή δικαιοσύνης είχε περάσει στην δικαιοδοσία των μέχρι χθες παρασίτων, αφού κατά τους υγιείς ζούσαν εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, απολαμβάνοντας όλες τις ευεργεσίες.

Δεν κουνήθηκε ούτε φύλλο, το πι0 ελαφρό σημείο της πόλεως, που όταν εκινείτο, σηματοδοτούσε ότι ο καιρός θ’ αλλάξει κι όχι προς βορρά ή νότο, αφού ο ορίζοντας είχε γίνει μία κυκλική χοάνη που απορροφούσε κάθε θόρυβο και κάθε κραδασμό. Και σ’ αυτόν τον θόρυβο και σ’ αυτόν τον κραδασμό οι ανάπηροι του έδωσαν λόγο, έναν λόγο που ακούγεται σαν συμπλοκή φωνών, ενώ κάτω από τα πόδια των αντιμαχομένων, η λάσπη κινείται σαν να έχει κοιμηθεί το χώμα με το νερό, τόσα χρόνια που το πιo μαλακό, έχει μετατρέψει τον γήινο φλοιό σε έλος με καλαμιές σηπόμενες που γέρνουν προς την επιφάνεια των υδάτων, συναγωνιζόμενες το βλέμμα του ναρκίσσου.

‘Ολες οι λίμνες είχαν καταβυθισθεί, ενώ από πάνω τους τα όρη έριχναν την σκιά τους από έναν ήλιο που είχε γυρίσει πλευρό στην κλίνη του σύμπαντος, ενώ από πάνω το στερέωμα είχε σβήσει και τον τελευταίο του λαμπτήρα μέσα στο φως το αμυδρό ενός άστρου που κινείται στην τροχιά του μέχρι να καεί ολόκληρο πάνω στην παλάμη που ψάχνει δια της αφής τα αντικείμενα του κόσμου. ‘

Ενα τέτοιο αντικείμενο εκείνη την εποχή την φωτεινή και σκοτεινή, αφού μοιραζόταν στα δυό, όπως στρατοί βρίσκονται ενώπιος ενωπίω στον πεδίον της μάχης, ονομαζόταν ριπίδι, ήτοι χειροκίνητο όργανο αερισμού προσώπου, αφού οι τυφλοί μόνον έτσι αισθάνονταν την κίνηση του ανέμου που σήμαινε ότι η σήμερον είναι μιaν ημέρα για τους ζωντανούς, αφού όλοι οι άλλοι ήταν νεκροί, πλην των αναπήρων πολέμου.

Οι ανάπηροι, ψυχικά και σωματικά, είχαν ιδρύσει την κυβέρνηση παλαιμάχων. ‘Αλλοι θυσιάζαν στον θεό της ζούγκλας κι άλλοι στον χριστιανικό θεό, μόνο που αυτός ο θεός ήταν φιλοτεχνημένος από τα φύλλα των υψηλών τροπικών αιωνόβιων δέντρων.  Είχαν σχεδόν όλοι τους εγκαταλείψει την χριστιανική διαπαιδαγώγησή τους, είχαν ντυθεί με τα ρούχα του φυλάρχου, χόρευαν χορούς κυκλοτερείς και ούρλιαζαν στο τοτέμ των αμάχων, που όποιος τους έβλεπε θα στοιχημάτιζε ότι έχουν πέσει σε βακχεία.

Που και που ένας χωλός Ήφαιστος έσερνε τον ποδάρι του, το χτυπημένο από όλμο, ενώ τον ακολουθούσαν οι μονόχειρες, οι βαδίζοντες με ξύλινες και μεταλλικές βακτηρίες, οι κεκαυμένοι από δερματολογικά νοσήματα, οι μονόφθαλμοι, ένας στρατός αναπήρων που οδηγούσαν τους τυφλούς που εξακολουθούσαν ν’ αναζητούν στο κενό το στήριγμά τους.

Ο λόγος του θεού ήταν ο νόμος της ζούγκλας, γι’ αυτό όλα τα τροπικά δάση ντύθηκαν με τα ενδύματα των λευκών, γιατί περίμεναν τον επόμενο πόλεμο για να γιορτάσουν σε γυμνικούς αγώνες την επανίδρυση του φυσικού συμβολαίου με υπόκρουση τυμπάνων γιά να εορτάσουν την επανίδρυση της ειρήνης επί γης, της ειρήνης στα τροπικά νησιά με τις προσωπίδες του ανέμου, αυτού του ανέμου από άγνωστον εστία, που φύσηξε και σήκωσε τις αχυροσκεπές πετώντας τες κατά πρόσωπο του πολέμου.