Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasiillis.kalamaras@gmail.com]

Το ημερολόγιο έγραφε…Αποσιωπητικά. Εδώ, τελεία. Το ημερολόγιο έγραφε. Σκεφτόταν ότι έγραφε και το ημερολόγιο είχε σχιστεί σ’ εκείνο το σημείο, όπου δεν μπορούσες να διαβάσεις την ημέρα και την χρονιά.

Μα, καλά σκεφτόταν μία και μόνη σελίδα ακυρώνει αυτή την χρονιά; Οι υπόλοιπες μέρες της ίδιας χρονιάς δεν θα ΄πρεπε να βρίσκονται στις άσχιστες σελίδες; Σ’ αυτές δεν θα φαινόταν ποιά χρονιά συνέβη το έγκλημα υστεροφημίας; Κι όμως, η μία και μόνη σελίδα που είχε αφαιρεθεί -μάλλον σχιστεί-, αν και ορισμένοι υποστήριξαν ότι είχε χρησιμοποιηθεί χαρτοκόπτης, μετά το τσάκισμα του χαρτιού.

Τόσο, προσεκτικά, ώστε δεν φαινόταν διά γυμνού οφθαλμού η αφαίρεση της σελίδας. ‘Οταν παραδόθηκε το επιτραπέζιο ημερολόγιο στις αστυνομικές αρχές, και η κοινή γνώμη πίστεψε ότι η εργαστηριακή έρευνα θα απέδιδε ασφαλή συμπεράσματα, ούτε όμως και σ’ αυτή την περίπτωση που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της εργαστηριακής ανάλυσης, εξιχνιάστηκε πως αφαιρέθηκε η επίμαχη σελίδα.

Από όλες τις εσελίδες του ημερολογίου είχε σβηστεί η χρονιά και είχαν απομείνει μόνον οι μήνες και οι μέρες. Διάβαζες τον μήνα και την μέρα, αλλά δεν γνώριζες σε ποιά χρονιά ανήκε. Αυτός που είχε σβήσει την χρονιά, μάλλον την είχε εξαφανίσει, λες και δεν ήθελε να έχει σχέση με τον χρόνο, γνώριζε ότι από την τυποτεχνία του επιτραπέζιου του ημερολόγιου, θα υπολογιζόταν τουλάχιστον η δεκαετία κατά την οποία κυκλοφόρησε.

Αφού, λοιπόν, όπως προαναφέραμε ούτε οι ειδήμονες των διωκτικών αρχών δεν κατάφεραν να ταυτοποιήσουν την χρονιά έκδοσης του χαρτόδετου ημερολογίου, γιατί σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι είχε βιβλιοδετηθεί με τον πιό φθηνό τρόπο. Φθηνό, τρόπος του λέγειν, γιατί τα ημερολόγια τα οποία δεν είναι προορισμένα να κρεμαστούν στον τοίχο, και δεν έχουν την εικαστική μορφή του επίτοιχου, πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης βιβλιοδετικής τεχνικής.

Δεν είναι ανάγκη να έχει χρησιμοπιηθεί χαρτί, γιατί ο πάπυρος και η περγαμηνή εξακολουθούν να παράγονται, αν και οι παραγγελίες βρίσκονται σε χαμηλή ζήτηση, καθώς η βιβλιοδεσία άλλαξε με την έλευση του νέου αιώνα. Δεν ήταν πλέον το βιβλιοδετημένο αντικείμενο, κάτι το στατικό, κάτι το μουσειακό, δεν συμμαχούσε με την αιωνιότητα, αυτή την άχρονη χρονικότητα.

Ο ιδιοκτήτης του ημερολογίου δεν πρέπει να ήταν κάποιος κοινός θνητός. Βέβαια να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι το ημερολόγιο δεν ήταν από την αρχή προορισμένο να πάρει τη θέση του πάνω σε γραφείο. Είχε το σχήμα του ημερολόγιου σημειώσεων, εξ ου και το σχήμα του χωρούσε σε μία παλάμη, ώστε να μεταφέρεται εύκολα κι όταν κλείνονταν συναντήσεις με τον χρόνο, να αποτυπώνονται με συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα. ‘Ομως, ένα βράδυ, καθώς επέστρεφε από μια σύναξη βιβλιοδετών, το ημερολόγιο άρχισε να χάνει τα φύλλα του, να φυλλορροεί όπως ένα φυλλοβόλο δέντρο. «Μα δεν είναι ακόμη φθινόπωρο», σκέφτηκε ο ιδιοκτήτης του που αν και  δεν θεωρούσε τον εαυτό του θνητό, δεν έπαυε να συμπεριφέρεται με όλους τους τρόπους της θνητότητας.

Περισσότερο επιθυμούσε να κρύψει από τους άλλους την αθάνατη φύση του, γιατί δεν ήταν λίγοι που υποστήριζαν και οι οποίοι τον γνώριζαν εδώ και χρόνια ότι είναι  απροσδιορίστου ηλικίας. Απόδειξη των λεγόμενών τους οφθαλμοφανής ήταν τα μαλλιά του που δεν είχαν χάσει το χρώμα τους. Το χρώμα τους που δεν ήταν ακριβώς χρώμα, αλλά μία πεφωτισμένη κεφαλή κυκλικά, ένα ριγμένο φωτοστέφανο που μετακινείτο, αναλόγως των κινήσεών του. ‘Οταν έτρεχε, έβλεπαν μία κινούμενη στήλη φωτός που άφηνε πίσω της κάτι ξεφτίδια λάμψεων, όπως ένα πυροτέχνημα με οριζόντια κατεύθυνση καίγεται και φωτοβολεί σαν κανόνι που αναφλέγεται.

Μέσα σ’ αυτή την λάμψη χανόταν ο χρόνος και μαζί μ’ αυτόν όλα τα υλικά που έπιανε με τα χέρια του ο αθάνατος. Το ημερολόγιο χειρός, μία μεταφορά από το ομόλογό του ωρολόγιον, είχε εγχάρακτο το κεφαλαίο ωμέγα. Ανάμεσα σε δύο τελείες, έτσι μόνο του, χωρίς να χρειάζεται η αποτύοωση των υπόλοιπων γραμμάτων της αλφαβήτου. ‘Αλλωστε δεν τα είχε ανάγκη το ίδιο το ωμέγα, αφού ήταν το τελευταίο γράμμα και δεν αισθανόταν καθόλου μοναξιά,  αφού για να φθάσεις σ’ αυτό έπρεπε να πεις μεγαλόφωνα ή χαμηλόφωνα σαν να προσεύχεσαι τα άλλα είκοσι τρία. Εκείνο το βράδυ, καθώς ανηφόριζε προς τα βορεινά του αστικού ιστού, εκεί όπου ένας λόφος ασπαίρει ιδίως τις  νύχτες, όταν η πανσέληνος σεληνιάζεται μέσα στα σύννεφα με μολυβένιες ανταύγιες.

Μία τέτοια νύχτα ήταν, και επειδή φοβήθηκε τον χρόνο, άρχισε να σβήνει απ’ όλες τις σελίδες του ημερολογίου την χρονιά κυκλοφορίας του. Τον είχε εναποθέσει επάνω στο γραφείο, όπως ο ανατόμος επάνω στην χειρουργική κλίνη μελετά τον νεκρό τεμαχίζοντάς τον. Ξεφυλλίζοντάς το, έπεσε πάνω στην ημερομηνία γέννησής του και τότε εκείνη τη στιγμή, αφαίρεσε το γράμμα ωμέγα από το εξώφυλλο και το πίεσε με δύναμη πάνω στην άγραφη σελίδα. Το αποτύπωμά του γράμματος στην αρχή τού εφάνη σαν να σβήνει από το μυαλό του το πότε γεννήθηκε.

Προσπάθησε να θυμηθεί επί ματαίω  κι όσο η προσπάθειά του δεν τελεσφορούσε, πήρε το γράμμα στο ύψος του στόματος και το φύσηξε. Με τη δύναμη της πνοής του, αυτό πύρρωσε, κάηκε κι ενώ πίστεψε ότι θα έσβηνε μέσα στις στάχτες του, αυτό άρχισε να λιώνει και να σχηματίζει ένα άλφα που ερχόταν από την αρχή του κόσμου. Τού φάνηκε ότι είχε το σχήμα του θύμιζε κεφάλι βοός που κοιμόταν μέσα στον οίκο του ωμέγα. Τότε προτού αφαιρέσει την σελίδα με την ημερομηνία γεννήσεώς του με άκαυτο φως, μονολόγησε ἐγὼ τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ μέγα, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.