Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Εικαστικό έργο: Ευαγγελία Μπίζα

 Αυτά που πέρασαν, δεν θα ξαναγίνουν. Δεν θα ματαρθούν, πήγε να πει. Δεν του άρεσε, γιατί την λέξη την άκουγε συχνά, όταν στράβωναν τα πράγματα. Όχι ακριβώς τα πράγματα, αλλά οι καταστάσεις.

Συνήθως αυτές οι καταστάσεις συντονίζονται των παθών, μ’ εκείνο το κομμάτι μας, στο οποίο τα συναισθήματα λειτουργούν ενάντια της λογικής. Περασμένα, ξεχασμένα. Σκέφτηκε. Αλλά δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει ποιά ήταν τα περασμένα και ποιά τα ξεχασμένα ήταν.

Κάτι εικόνες θυμόταν, γιαυτό επαναλάμβανε το ουσιαστικό θύμηση. Αλλά και πάλι η λέξη τού φάνηκε σαν να ερχόταν από το λεξιλόγιο μιας άλλης εποχής. Τώρα η λέξη θύμηση, είχε αντικασταθεί από την λέξη μνήμη. ‘Επρεπε να πάει τον χρόνο πίσω, σ’ εκείνο το σημείο όπου οι ιστορίες δημιουργούσαν μνήμες. Το τώρα δεν διέθετε την χρονικότητα του παρόντος, καθόλου παροντικό, ήταν το τώρα και την ίδια στιγμή το όχι ακόμη. Πότε;  Μία ερώτηση καθόλου ρητορική αλλά ταυτοχρόνως και αναπάντητη. Ποιός ρωτάει; Μήπως εγώ ο ίδιος; Μήπως εγώ ο ένας; Μήπως εγώ ο κανένας;

Ξαφνικά, ένα σχοινί ξετυλίχθηκε εκ των άνω, κι αν δεν ήταν εξ ουρανού, τότε τι ήταν αυτό το γαλάζιο που έχασκε; Από πάνω; Είχε ανοίξει, λες κι είχε τραβηχτεί ένα σεντόνι απ’ άκρη σ’ άκρη του ουρανού, και καθώς τραβιέται αφήνει πίσω του ανεμόεντα σύννεφα. Συννεφιασμένος αβαρής ουρανός που ξεγράφει και ξεγράφεται μέσα στην μεσημβρία, καθώς οι ακτίνες του ηλίου πίπτουσι μετά άκρας φωτεινότητος επί βράχου που ορθώνεται  έως τον οφθαλμό του Θεού.

Εδώ, όχι ακόμα, αλλά πότε, σ’ αυτό το τοπίο όλα είναι έχουν το χρώμα του μελιού που ρέει και συγκεντρώνεται σε δοχεία άθραυστα. Ακούγεται ένα ήχος τύμπανου που δεν έχει εκπέσει σε βακχεία.  Τόνοι που μνέσκουν χαϊδεμένοι, προτού πολλαπλασιαστούν από του χεριού την μεθύσκουσα τριβή και εναντιωθούν εις του σώματος την πανήγυρι. Καθόλου βακχικό τεντωμένο στην αυτοτελείσωσή του, στην κατασκευή των υλικών του. Ανήκουστος ο χρόνος, ακίνητα τα αντικείμενα, σιωπηλά τα πρόσωπα, νύχτες αφώτιστες, ημέρες ανήλιες.

Αυτά που πέρασαν, δεν θα ματαρθούν. Τελικά,  προτίμησε αυτή την λύση, γιατί ήθελε να μιλήσει με τον χρόνο που είχε μάθει να εκφράζεται. Περισσότερο θεωρούσε ότι η δύναμη της συνήθειας, υπερβαίνει και τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που σύμφωνα με την ακουστική, φθάνει το ηχητικό μήνυμα στην συνείδησή μας. Με την ακουστική; Γιατί πρώτα τα λόγια φθάνουν στ’ αυτί και πώς αντιλαμβάνεται το μάτι την εικόνα του λόγου;  Ακολουθεί; Τα ενοράται ως παροντικό μέλλον; Αισθήσεις, αισθήματα; Πώς περνάμε από το ένα στο άλλο; Αυτά που πέρασαν είναι περασμένα. Κι αυτά που έρχονται είναι τα εσόμενα. Και τα ξεχασμένα;

Πώς ξεχνάει ένας άνθρωπος; Πώς χάνει την μνήμη του; Γιατί κλαίει, όταν την έχει χάσει; Και δεν θα την ανακτήσει; Θα σε ακούσω ξανά να με ρωτάς και να με ξαναρωτάς; Να μαθαίνεις, όπως έλεγες. από μένα; Τώρα ακούω μόνον το σκέλεθρο της φωνής σου, απουσιάζεις από την προτέρα ζωή σου, και όλο κλαις. Γιατί κλαις; Οι θύμησες σ’ έριξαν στα γρεμά της αμνησίας; Τι να σου πρωτοθυμήσω;

Το πρώτο γάλα που βύζαξα στο στήθος σου; Μήπως θέλεις να πάμε προτού γεννηθώ, όταν αγωνιούσες στον θάλαμο του μαιευτηρίου; Προσπαθώ να θυμηθώ τη φωνή σου σε ροή, γιατί τώρα που έχασες την ροή και την φωνή σου, ποιά είσαι εσύ;  Πού πήγε ο παρελθών χρόνος, που εξαφανίστηκε η μνήμη σου, γιατί επιστρέφεις στα παιδικά σου χρόνια σκιαγμένα από την απουσία του πατέρα; Ποιός ήταν ο πατέρας σου; Τι θυμάσαι απ’ αυτόν;   Κάτι σκιές, κι αυτές χωρίς εστία φωτός.

Tι φορούσε, όταν σκοτώθηκε; Τι με ρωτάς, αφού δεν τον θυμάμαι; Δεν τον θυμάσαι; Κι οι οιμωγές, οι θρήνοι, ο κοπετός; Τι ήταν όλα αυτά; Είχε πεθάνει αλλά εγώ νόμιζα ότι γιόρταζαν. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω, αν αυτές οι φωνές ήταν για καλό ή κακό. Γιατί κλαις πάλι; Γιατί δεν αντέχω. Μην κοιτάς τη φωτογραφία, δεν είμαι εγώ σ’ αυτή. Ο φιόγκος, τα μαύρα σου μαλλιά, το δειλό βλέμμα σου. Δικά σου δεν είναι; Όχι δεν είμαι εγώ σ’ αυτή τη φωτογραφία.

Ποιός σας φωτογράφισε. Μάς είχε φωτογραφίσει ο θάνατος, γιαυτό εμείς απουσιάζαμε. Η μητέρα, τα αδέλφια γιατί κοιτάζουν τον φακό; Βλέπουν προς το πατέρα, προς τον σκοτωμένο πατέρα. Τον δολοφονημένο πατέρα; Τον δολοφονημένο, αν θες. Πώς και από τι; Από μία σφαίρα. Μόνο μία και οι άλλες που έπεφταν κατά ριπάς; Οι άλλες που έσκασαν, πού σφηνώθηκαν, πού εξοστρακίστηκαν; Γιατί κλαις; Δεν ξέρω. Ακούς το τύμπανο; Δεν θέλω ν’ ακούω πλέον. ‘Ερχεται από τη δημιουργία του κόσμου. Το ακούς; Δεν ακούω τίποα παιδί μου; Είμαι η βουβή μητέρα σου.

Πώς ξεχνάει ένας άνθρωπος; Πώς ξεχνάει μία μητέρα; Πώς χάνει την μνήμη της; Είσαι το παιδί μου; Είμαι η μητέρα σου; Είμαι το παιδί σου. Είμαι η μητέρα σου. Τα περασμένα δεν ξανάρχονται. Περασμένα, ξεχασμένα.  Ξανάρχονται κι είναι πιό ζωντανά από τα παροντικά. Και η ευχή: να μην ματαρθούν. Έρχονται και ξανάρχονται. Κλαίω γιατί δεν τον γνώρισα, γιατί μεγάλωσα απόντος του πατέρα. Ποιός ήταν πατέρας σου; Μην κοιτάς προς επάνω αυτό το σχοινί που κατεβαίνει. Θέλω μ’ αυτό να κρεμαστώ. Να κρεμαστείς; Ναι, να κρεμαστώ. Δεν θέλω να θέσω τέλος στην ζωή μου. Αλλά, τότε, το θέλεις; Θέλω να σκαρφαλώσω ώς τον ουρανό.