Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Ο Σίντνεϊ Πουατιέ, ο μαύρος ηθοποιός που με τους ρόλους του σε μια σειρά ταινίες κατάφερε να σπάει τους κοινωνικούς φραγμούς που κυριαρχούσαν στην αμερικανική κοινωνία, ο πρώτος Αφροαμερικανός που τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ (για την ερμηνεία τούτο 1964 στην ταινία «Κάτω από το βλέμμα του θεού», «έφυγε» πρόσφατα στα 94 του χρόνια.

Ταινίες όπως «Η ζούγκλα του μαυροπίνακα», «Έσπασα τα δεσμά μου», «Ελευθερία ή θάνατος», «´Όταν σπάσαμε τις αλυσίδες», «Κάτω από το βλέμμα του θεού», «Ένα σταφύλι στον ήλιο», «Στον κύριο μας, με αγάπη», «Ιστορία ενός εγκλήματος», «Μάντεψε ποιος θ’άρθει το βράδυ», τον καθιέρωσαν ως τον πρώτο μαύρο ηθοποιό που άνοιξε την πόρτα του Χόλιγουντ στους Αφροαμερικανούς ηθοποιούς, σε ρόλους σημαντικούς και ολοκληρωμένους, μακριά από τις παλιά χολιγουντιανά στερεότυπα.

Ταινίες με χαρακτήρες που αντιμετώπιζαν τις κοινωνικές αδικίες με λογική και ειρηνική αποφασιστικότητα σε μια εποχή που το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα βρισκόταν σε έξαρση. Ρόλους αξίζει να αναφέρω που τον ανέβασαν στην κορφή του μποξ-όψεις, πλάι σε σταρ όπως ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και ο Τζον Γουέιν.

Εκτός από ηθοποιός ο Πουατιέ θα ασχοληθεί και με τη σκηνοθεσία και την παραγωγή ταινιών, ενώ, εκτός από τα διάφορα άλλα διεθνή βραβεία που θα κερδίσει (BAFTA, Χρυσές Σφαίρες, φεστιβάλ Βερολίνου, κ.ά.), το 2002 θα του απονεμηθεί το Ειδικό Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς του.

(«Κάτω από το βλέμμα του θεού»)

Πιο κάτω ένα κείμενό μου, που έγραψα (όταν πρωτάρχισα να γράφω για τον κινηματογράφο) με τον τίτλο «Ο πυθαγόρειος νέγρος», για την ταινία του «Ένας μαύρος με καρδιά», όπως προβλήθηκε στην Κύπρο, ή «Έσπασα τα δεσμά μου» όπως προβλήθηκε στην Ελλάδα – αναδημοσίευση από την κυπριακή εφημερίδα «Ελευθερία» της 24ης Ιουλίου 1959, και που παρουσιάζεται στο πρόσφατο βιβλίο μου «Μαγικά ταξίδια» (εκδόσεις Ιωλκός), με κείμενα γραμμένα στην περίοδο 1959-1974:

Ο πυθαγόρειος νέγρος

ΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΣ ΜΕ ΚΑΡΔΙΑ (A Man Is Ten Feet Tall/Edge of the City). Σκηνοθεσία: Μάρτιν Ριτ. Σενάριο: Ρόμπερτ Άλαν Άρσουρ. Πρωταγωνιστές: Τζον Κασσαβέτης, Σίντνεϊ Πουατιέ, Τζακ Γουόρντεν, Κάθλιν ΜακΓκουάιαρ, Ρούμπι Ντι. Παραγωγή: Μέτρο-Γκόλντουϊν-Μάγιερ 1956. Κινηματογράφος: Ρετζίνα.

Ο Πυθαγόρας ήταν ο εισηγητής της φιλοσοφίας των αριθμών. Ολόκληρο το Σύμπαν ο Πυθαγόρας το ανάγει στους αριθμούς, τους οποίους χωρίζει σε άρτιους και περιττούς. Ο αριθμός δέκα κατά τους Πυθαγορείους είναι ιερός αριθμός. Στο δέκα περιλαμβάνονται όλες οι ιδιότητες του ανθρώπου. Αυτή την ιερή σημασία του δέκα θα είχαν υπόψη τους ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης της ταινίας Ο Άνθρωπος είναι δέκα πόδια ύψος (A Man Is Ten Feet Tall) που μεταφράστηκε Ένας Μαύρος με καρδιά.

Το έργο έχει για κεντρική του ιδέα τη συνεχή πάλη του ανθρώπου με τη συνείδησή του. Στο έργο αυτό ο άνθρωπος είναι ένας λιποτάκτης. Διαρκώς δημιουργεί ευθύνες για να τις εγκαταλείψει. Η λύση που δίνει στα προβλήματά του είναι η φυγή. Ώσπου κάποτε η συνείδηση του –με τη μορφή ενός νέγρου– επαναστατεί. Τότε ο άνθρωπος αναμετριέται με τον εαυτό του για να ανακαλύψει ότι μπορεί να είναι δέκα πόδια ύψος, φτάνει να το θελήσει.

Το έργο ξεχωρίζει για πολλούς και διάφορες λόγους. Και πρώτα για την αλήθεια του και τη σκηνοθετική του δύναμη. Με το έργο αυτό μπαίνουμε σε ένα καινούργιο τομέα της αμερικανικής κινηματογραφικής παραγωγής, τον Αμερικανικό νεορεαλισμό. Τον ρεαλισμό αυτόν τον συναντήσαμε προηγουμένως σε έργα όπως το Μάρτι (Marty, 1955) και Το λιμάνι της αγωνίας (On the Waterfront, 1954). Βέβαια ο νεορεαλισμός της ταινίας είναι ακόμα δειλός, όμως δείχνει μια πτυχή από τη ζωή των φορτοεκφορτωτών στις αποθήκες των λιμανιών, που γίνονται στόχος εκμετάλλευσης από τους δήθεν προϊστάμενούς τους. Υπάρχει μια σκηνή στο έργο όπου ο εργοδότης του Άξελ Νόρτμαν (Κασσαβέτης), του πρώην λιποτάκτη, του δίνει δουλειά με τη συμφωνία να του παραχωρεί το ένα τέταρτο του μεροκάματού του –διερωτόμαστε μόνο, γιατί να μη μεταφραστεί η σκηνή αυτή στους Ελληνικούς υπότιτλους.

Ένας λόγος της αξίας του έργου είναι η τολμηρότητα με την οποία ο σκηνοθέτης παρουσιάζει το έργο του. Και η τολμηρότητα αυτή δεν σταματά μονάχα στην εκμετάλλευση που γίνεται από ορισμένους εργοδότες στην Αμερική, αλλά προχωρεί σ’ ένα άλλο πιο σημαντικό και δύσκολο πρόβλημα, το πρόβλημα των νέγρων. Εδώ, ο Μάρτιν Ριτ δεν κάνει ρητορισμούς, όπως άλλοι Αμερικανοί συνάδελφοί του. Ο νέγρος που χρησιμοποιεί στην ταινία του γίνεται σύμβολο του καλού ανθρώπου, γίνεται πραγματικά ένα Πυθαγόρειο παράδειγμα. Με το να προσδώσει στον νέγρο την ιδιότητα της συνείδησης του ανθρώπου, έδωσε αυτόματα τη γνώμη του και την υποστήριξή του στο τόσο φλέγον φυλετικό ζήτημα. Ο νέγρος είναι που θα γίνει ο μόνος φίλος του βασανισμένου λευκού, ο νέγρος είναι που θα τον βοηθήσει και αργότερα θα θυσιαστεί γι’ αυτόν. Βλέπουμε πως ο Ριτ δεν δίστασε να δώσει κοινωνική υπόσταση στην ταινία του και μάλιστα τόσο δυνατή.

Κοντά σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε το εξαιρετικό παίξιμο όλων των ηθοποιών της ταινίας και προπάντων του μαύρου Σίντνεϊ Πουατιέ, στον ρόλο του Τόμι, που είχαμε την ευκαιρία να δούμε και στην ταινία του Μπρουκς, Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα (Blackboard Jungle). Ο ίδιος ηθοποιός είναι και ο πρωταγωνιστής μιας άλλης ταινίας του Ρίτσαρντ Μπρουκς που παίχτηκε στην Ελλάδα με τον τίτλο Ελευθερία ή Θάνατος και που ο πραγματικός του τίτλος είναι Ένα πράγμα αξίας (Something of Value).

Το έργο αυτό ασχολείται με τους αγώνες των Μάου-Μάου για την ελευθερία τους και, παρόλο που προβλήθηκε ακόμη και σ’ αυτό το Λονδίνο, η Κυπριακή Λογοκρισία το απαγόρευσε. Νομίζουμε πως είναι καιρός να ανακινηθεί το ζήτημα αυτό της λογοκρισίας για να μάθουμε επί τέλους ποιοι άνθρωποι κρύβονται πίσω απ’ αυτήν και αν είναι πράγματι οι καταλληλότεροι γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί από ορισμένες αποφάσεις τους βλέπουμε πως κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο αυτό της … Δανιμαρκίας.

Εκτός από το παίξιμο του Πουατιέ, αξιοσημείωτο είναι το παίξιμο του Ελληνικής καταγωγής Τζον Κασσαβέτη. Μας έδωσε έναν πραγματικά υπέροχο Άξελ Νόρτμαν. Οι γκριμάτσες του, η συμπεριφορά του έδειχναν την απαιτούμενη εσωτερικότητα και, ιδιαίτερα στις σκηνές του τέλους, η ερμηνεία του ήταν όλο πάθος και δύναμη. Ίσως στην αρχή το έργο να είναι λιγάκι αργό, όσο όμως προχωρεί αποκτά κίνηση και ενδιαφέρον.

Το πρώτο μέρος καταναλίσκεται στην ψυχολογία του κεντρικού ήρωα, του Άξελ Νόρτμαν, ενώ στο δεύτερο επέρχεται η σύγκρουση με το περιβάλλον και η αναπόφευκτη αντιμετώπιση των γεγονότων. Η κίνηση της κάμερας είναι καταπληκτική στη σκηνή όπου ο Κασσαβέτης περπατά άσκοπα στους δρόμους της Νέας Υόρκης ύστερα από τον εκβιασμό του εργοδότη του –οι δρόμοι όπου περπατά είναι συνήθως στενοί και στις άκρες είναι περιτριγυρισμένοι με κιγκλιδώματα ή συρματόπλεγμα που συμβολίζουν την αλυσοδεμένη του συνείδηση.

Έξοχα δοσμένη είναι η σκηνή του καυγά του Τσάρλι με τον Τόμι που φτάνει σε κρεσέντο με το ξεψύχισμα του Τόμι στην αγκαλιά του Άξελ. Πολύ καλή είναι και η σκηνή όπου το κορίτσι του Άξελ τον προφταίνει στον δρόμο και προσπαθεί να τον πείσει να αποκαλύψει στην Αστυνομία τη δολοφονία του Τόμι και, τέλος, η σκηνή όπου ο Άξελ τραβά τον Τσάρλι για να τον παραδώσει στην Αστυνομία.

Το έργο βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Βρυξελλών και προσωπικά νομίζω πως είναι ένα από τα τολμηρότερα και συνάμα από τα καλύτερα αμερικανικά έργα που ήρθαν μέχρι σήμερα στην Κύπρο. Η ταινία είναι πικρή και αληθινή, όχι όμως θεαματική ώστε να τραβήξει το πολύ κοινό, είναι όμως αρκετά βίαιη και έχει πολύ καλό ρυθμό ώστε να ικανοποιήσει μια μεγάλη μερίδα του με την ανθρώπινή της αξία. Είναι μια εξαιρετική ταινία για τους φίλους του καλού κινηματογράφου και τη συστήνουμε ανεπιφύλακτα. («Ελευθερία», 24/7/1959)