Του Συμεών Σολταρίδη

Για την έναρξη του Ελληνοτουρκικού διαλόγου και των υποθέσεων για τα αποτελέσματα που θα έχει, ρωτήθηκαν γνωστοί επιστήμονες κυρίως διεθνολόγοι και πρώην διπλωμάτες. Οι περισσότεροι εκφράζουν την ανησυχία τους για την εξέλιξη αυτή.

Τέθηκε σε όλους η ερώτηση:

«Ξεκίνησε ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Πώς σχολιάζετε την έναρξη του και ποιες προβλέψεις κάνετε για τα αποτελέσματά του;

Θεόδωρος Τσίκας, πολιτικός επιστήμονας, διεθνολόγος

 

«Η διαφαινόμενη έναρξη διαλόγου, ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας, που πρέπει να μείνει ανοιχτό. Διάλογος, διαπραγμάτευση, διαμεσολάβηση είναι μέθοδοι, όχι μόνο αποδεκτές, αλλά οι μόνες που επιλύουν τα διεθνή προβλήματα. Προσοχή: όχι «διάλογος για τον διάλογο». Όχι για να ροκανίζουμε τον χρόνο. Όχι για το θεαθήναι. Αλλά για διευθέτηση των εκκρεμών ζητημάτων. Οι διαφορές στο Αιγαίο δεν είναι διαφορές για εδάφη και κατοίκους, κάτι που θα τις έκανε πολύ δύσκολες στην επίλυση τους. Μπορούν να βρεθούν λογικές λύσεις, με “θετικό άθροισμα” και για τις δύο πλευρές. Σε έναν διάλογο κάθε πλευρά θέτει τα θέματα που επιθυμεί. Δεν μπορεί η άλλη πλευρά να της υπαγορεύσει τι θα πει, ούτε να της απαγορεύσει να αναφερθεί σε κάτι. Εφόσον μία πλευρά εγείρει ένα θέμα, προκύπτει μια διμερής διαφορά. Ο διάλογος δεν μπορεί να είναι αέναος. Αν δεν υπάρξει συμφωνία μέσα σε συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, πρέπει να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης από κοινού».

Κώστας Υφαντής, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διεθνολόγος

«Η απόφαση για επανέναρξη των Διερευνητικών επαφών είναι σημαντική και η μόνη διέξοδος αποκλιμάκωσης. Είναι ένα πλαίσιο που το ξέρουμε, μας εξυπηρετεί και μας επιτρέπει να κερδίσουμε χρόνο. Το πρόβλημα είναι η καχυποψία. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και θα πάρει μεγάλη προσπάθεια να αναταχθεί το έλλειμμα. Με δεδομένο ότι η εναλλακτική μπορεί να είναι η σύγκρουση και οι δύο πλευρές πρέπει να προσπαθήσουν και να αντιμετωπίσουν το διάλογο ως πρόσχημα».

Παναγιώτης Ιωακειμίδης, Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

«Η επικείμενη έναρξη του διερευνητικού διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποτελεί την καλύτερη εξέλιξη του τρέχοντος έτους, ενός δυστοπικού γενικά έτους οξύτατης κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο διάλογος δημιουργεί το μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας για το σπάσιμο του φαύλου κύκλου και αδιεξόδου στα ελληνοτουρκικά με την προοπτική της τελικής επίλυσης των προβλημάτων είτε μέσω διαπραγμάτευσης είτε με την παραπομπή τους στη Διεθνή Δικαιοσύνη, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ). Άλλος τρόπος ειρηνικής επίλυσης των διαφορών για την οποία είναι δεσμευμένες οι δύο χώρες ως μέλη του ΟΗΕ δεν υπάρχει.

Πριν καν αρχίσει αρκετοί θεωρούν ήδη ότι ο διάλογος είναι καταδικασμένος σε αποτυχία λόγω των θέσεων της Τουρκίας. Όχι κατ’ ανάγκη. Ο διάλογος που στόχο έχει να ιχνηλατήσει το πεδίο καια όχι να φθάσει σε κάποια τυπική συμφωνία μπορεί να καταγράψει εκείνη την πρόοδο που θα επιτρέψει στις δύο πλευρές να μπουν σε τυπική διαπραγμάτευση για συμφωνία ή για συνυποσχετικό παραπομπής στο ΔΔΧ. Το επιχείρημα ότι έχουν προηγηθεί 60 γύροι διαλόγου χωρίς αποτέλεσμα δεν ευσταθεί. Ο πρώτος κύκλος του διαλόγου (2002 – 2004) είχε καταγράψει θετικά αποτελέσματα».

Δημήτρης Τριανταφύλλου, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Kadir Has, Istanbul

«Ο διάλογος φαίνεται ότι θα ξεκινήσει σύντομα. Δεν θα είναι εύκολος. Με την διεθνοποίηση του ζητήματος, όπως το έχει πράξει η Ελλάδα για να εξασφαλίσει την αλληλεγγύη της ΕΕ και των κρατών μελών της, και να μπορέσει να απειληθεί η Τουρκία ότι μονομερείς πράξεις και περαιτέρω παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου θα αναγκάσουν την ΕΕ να της επιβάλλει κυρώσεις, οι πιέσεις να κάτσουν οι δυο χώρες στο τραπέζι και να βρουν κάποια λύση στις διαφορές τους θα είναι μεγάλες. Οι προαναφερόμενες ανακατατάξεις και περαιτέρω πόλωση σε παγκόσμια και περιφερειακό επίπεδο συνιστούν ότι για να είναι ευδόκιμες οι συνομιλίες θα πρέπει να βρεθεί και μια λύση στο Κυπριακό όπως και ένα modus vivendi μεταξύ όλων των παράκτιων χωρών. Η επιτυχία δεν είναι εγγυημένη σε καμία περίπτωση, αλλά και η αποτυχία δεν αποτελεί επιλογή. Ίδωμεν».

Θάνος Βερέμης, Αντιπρόεδρος Δ.Σ. ΕΛΙΑΜΕΠ, Ομότιμος Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ιστορία, Διεθνείς Σχέσεις

«Αν ο διάλογος περιοριστεί στην ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα στα οποία επιμένει η Ελλάδα, μπορούν να λυθούν πολλά, τα οποία είναι τεχνητής υφής. Στα άλλα όπως αποστρατικοποίηση νησιών , δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος αφού κανένας πολιτικός δεν δέχεται να μείνουν απροστάτευτα τα νησιά όταν απέναντι υπάρχει αποβατικός στρατός».

 

Θεόδωρος Θεοδώρου, Πρέσβης ε.τ, Γενικός διευθυντής Ερευνητικού κέντρου ΜΟΗΑ-Καβάλα

«Οι διερευνητικές δεν είναι αποκλειστική και δεσμευτική διαδικασία. Ενδείκνυται επειδή οι συμμετέχοντες παρουσιάζουν τις απαιτήσεις τους, γνωρίζονται καλύτερα και συζητούν επί σημείων που προωθούν τα συμφέροντά τους. Εάν διαπιστωθεί ότι δημιουργείται αδιέξοδο, τότε προβλέπεται διαιτησία. Εάν και αυτή η διαδικασία δεν επιτύχει οι πλευρές προσφεύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο του Δικαίου της Θάλασσας. Αποτυχία και σε αυτή την προσπάθεια οδηγεί τις πλευρές στο Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη.

Οι προοπτικές, παρά τη σκληρή και επιθετική γλώσσα της Τουρκίας, παραμένουν θετικές. Αυτό σημαίνει πολιτική δέσμευση για έναρξη των συνομιλιών χωρίς δυνατότητα πρόβλεψης της μελλοντικής συμπεριφοράς των προσερχόμενων στις διερευνητικές, αλλά και την κατάληξή τους.

Οι συνομιλητές μας επιχειρούν σε πολλά μέτωπα, γεγονός που τους καθιστά οριακούς στις συμπεριφορές τους. Κυρίως η απόγνωση της πολιτικής ηγεσία τους μας υποχρεώνει σε πολύ καλή προετοιμασία, αξιοποίηση κάθε πολιτικής και διπλωματικής δυνατότητας και να μην ξεχνάμε ότι ακόμη και η win-win/kazan-kazan διαπραγμάτευση είναι μακράς αντοχής, μαραθώνιος αγώνας».

Αφεντούλης Λαγγίδης, Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διδάσκει στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

«Διάλογος μεταξύ μερών, ανάμεσα στα οποία υφίστανται διαφορές, δεν είναι μόνο κάτι το οποίο τεκμηριώνεται ήδη από τις απαρχές της καταγεγραμμένης ιστορίας, αλλά και πλέον, βάσει του Καταστατικού Χάρτη των Η.Ε., είναι το ζητούμενο για την επίλυση των διαφορών αυτών.

Ο Ελληνοτουρκικός διάλογος, δεν διεξάγεται in vitro, ήτοι χωρίς να επηρεάζεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το διεθνοπολιτικό κλίμα και τις τελικές επιδιώξεις της κάθε πλευράς, ούτε χωρίς το προϋπάρχον ιστορικό πολλών “γύρων”, κάτι που σημαίνει πως δεν απουσιάζουν οι σχεδόν παγιωμένες εκτιμήσεις της μιας ή της άλλης πλευράς για τις προθέσεις του συνομιλητή της.

Αυτό που περιπλέκει σαφώς τόσο τον χρονισμό (timing), όσο και το περιεχόμενο (agenda) των συνομιλιών, είναι το ενδεχόμενο (υπαρκτό ή αντιληπτό), το δεύτερο μέρος του διαλόγου, να ανατρέψει τα αρχικά δεδομένα, “εμπλουτίζοντας” το περιεχόμενο , με νέα αιτήματα τα οποία διαπιστωμένα βρίσκονται εκτός του ανεκτού από το πρώτο μέρος περιθωρίου θεμάτων προς διαβούλευση /συζήτηση.

Τούτων λεχθέντων, και υπό το πρίσμα της παρούσης συγκυρίας, και παρά το γεγονός ότι η αποκλιμάκωση μετά την κρίση του “Ορούτς Ρέις”, αποτελεί εξέλιξη που συνεισφέρει στον περιορισμό ακραίων ρητορικών, δεν προοιωνίζει και ακόμη περισσότερο, δεν προεξοφλεί την επιτυχή και ευτυχή του κατάληξη».

Σωτήρης Σέρμπος, Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δ.Π.Θ. και Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.

«Πρόκειται για μια ασφαλώς θετική εξέλιξη. Προς αυτή την κατεύθυνση, η ελληνική κυβέρνηση συνέβαλε αποφασιστικά και με συστηματικό τρόπο (επιχειρησιακή ετοιμότητα – διπλωματικές πρωτοβουλίες). Κι αυτό διότι υποχρεώθηκε η Τουρκία να εγκαταλείψει την προσφιλή της τακτική. Δηλαδή να προχωρεί σε τετελεσμένα στο πεδίο και στη συνέχεια να προσέρχεται στο τραπέζι του διαλόγου με ενισχυμένη τη διαπραγματευτική της θέση.

Ο συνδυασμένος αντίκτυπος των πιέσεων που ασκήθηκαν από Γερμανία, ΗΠΑ, Γαλλία, ΝΑΤΟ οδήγησαν στην αποκλιμάκωση και την αποφυγή ενός ατυχήματος στη θάλασσα ή στον αέρα. Εξέλιξη που θα είχε επιδεινώσει τις σχέσεις των δύο χωρών ως προς την ανάγκη επίτευξης ωφέλιμων συμβιβασμών με θετικό γεωπολιτικό πρόσημο. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν παραπάνω, λόγω των ευρύτερων γεωστρατηγικών εξελίξεων, αυτή τη φόρα, η πίεση εκ μέρους του διεθνούς παράγοντα προς τις δύο χώρες για την επίτευξη λύσεων σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και όχι αέναων διαπραγματεύσεων, θα είναι μεγάλη».

Πέτρος Μαυροειδής, Πρέσβης επί τιμή

«Διάλογος με απειλές δεν γίνεται. Βέβαια αντιλαμβανόμενοι τις συμφωνίες Ιταλίας και Αιγύπτου πήραμε πολύ λιγότερη επήρεια. Στο Καστελόριζο αν πάρουμε 25% θα είναι καλό , οπότε γίνεται προσπάθεια να κατανοήσει ο λαός, γιατί αυτός έχει μαξιμαλιστικές τάσεις που του τις καλλιέργησαν. Καμία κυβέρνηση αφ εαυτού της δεν θα μειώσει την επήρεια της έναντι της Τουρκίας, αλλά μόνο θα αποδεχθεί την Χάγη και το αποτέλεσμα ας είναι χειρότερο. Δεν θα παραχωρήσει μείωση direct. Θα το κάνει en direct στην Τουρκία. Είναι θέμα ιστορίας, εσωτερικής ανατροπής. Τόσα χρόνια έτσι καλλιεργήθηκε.

Επίσης αν υπάρξουν διερευνητικές για το συνυποσχετικό θα γίνει μόνο για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Δεν μπορεί να γίνει για αποστρατιωτικοποίση των νησιών. Όσο για το αν υπάρξει επιτυχία στον διάλογο, αυτό θα εξαρτηθεί από το τι θέλει ο Ερντογάν. Αν από την αρχή πει ότι τα νησιά δεν έχουν επήρειά τότε ο διάλογος θα ναυαγήσει . Αν υπάρξουν συνομιλίες για ποσοστά τότε το πράγμα θα προχωρήσει. Βέβαια για να γίνει αυτό θα πρέπει από την αρχή η Τουρκία να υπογράψει την συμφωνία του Δικαίου της Θάλασσας. Βέβαια η Τουρκία θα βγει κερδισμένη από την Χάγη αφού η Ελλάδα θα πρέπει να εγκαταλείψει την λανθασμένη άποψη ότι παντού έχει 100% επήρεια και επί πλέον αφού μείωσε στο έπαρκο έναντι Ιταλίας και Αιγύπτου.

Τέλος θα είναι λάθος η Ελλάδα να αποδεχτεί να συζητήσει για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών αφού δεν έχει να ζητήσει κάτι από Τουρκία . Και αυτό γιατί η 4η στρατιά του Αιγαίου είναι διαμελισμένη και είναι σα να μην υπάρχει».