H Ειρήνη Παππά, η Ελληνίδα θεά, για χιλιάδες ξένους θαυμαστές της από τις 80 και πλέον ταινίες της, έσβησε ήσυχα στα 96 της χρόνια. Ηταν από τις λίγες Ελληνίδες ηθοποιούς που έκαναν διεθνή καριέρα. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και ζούσε στο Χιλιομόδι Κορινθίας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ηταν εξαιρετική ερμηνεύτρια κλασικών ρόλων και διέπρεψε στο πλάι των διάσημων πρωταγωνιστών: Μάρλον Μπράντο, Ιβ Μοντάν, Γκρέγκορι Πεκ, ‘Αντονι Κουίν, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Τζαν Μαρία Βολοντέ, Τζέιμς Κάγκνεϊ κ.ά.

Η λιτή, δωρική ομορφιά που την ανέδειξε σε αντιπροσωπευτική εκπρόσωπο του μεσογειακού πολιτισμού. Ως προσωπικότητα ήταν δυναμική και χαρισματική. Αναμετρήθηκε με σημαντικούς γυναικείους ρόλους του θεάτρου και του κινηματογράφου. Εκτός από τις κινηματογραφικές μεταφορές των αρχαίων τραγωδιών στις οποίες είχε μεγάλη επιτυχία, πρωταγωνίστησε στην υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», ενσαρκώνοντας τον ρόλο της αγωνίστριας Μαρίας Παπαδήμου (1961) και στον «Αλέξη Ζορμπά» στο ρόλο της Χήρας (1964).

Γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1926 στο Χιλιομόδι Κορινθίας ως Ειρήνη Λελέκου. Γεννήθηκε σε οικογένεια δασκάλων, όπως ο παππούς της, οι γονείς της και η θεία της που την επηρέασαν στη μόρφωσή της. Η μητέρα της Ελένη Λελέκου, από το γένος Πρεβεζάνου, ήταν δασκάλα, από την οποία είχε ακούσει πολλά παραμύθια και ιστορίες. Ο πατέρας της Σταύρος Λελέκος ήταν καθηγητής κλασικού δράματος, υπήρξε διευθυντής στο σχολείο του Σοφικού Κορινθίας και την έμαθε να διαβάζει αρχαίους Έλληνες.
Οι γονείς της είχαν τέσσερα κορίτσια. Ο προπάππος της Σταύρος Λελέκος, γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, έγραψε το πρώτο συντακτικό της ελληνικής γλώσσας (1881), όπως και άλλα βιβλία για την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Οι γονείς της είχαν αντιρρήσεις όταν στην εφηβεία της τους είπε ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός.
Ανιψιός της είναι ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μανούσος Μανουσάκης, γιός τής αδελφής της Δέσποινας. Επίσης ανιψιός της είναι και ο ηθοποιός Αίαντας Μανθόπουλος, γιος της αδελφής της Ευαγγελίας.
Το 1947 παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη και ηθοποιό Άλκη Παππά (1922-2018), με τον οποίο χώρισαν το 1951, αλλά διατήρησε το επίθετό του. Η ίδια προτιμούσε να γράφει το επίθετο με ένα «π», δηλαδή «Παπά» (όπως στα αγγλικά «Irene Papas»). Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες ο γάμος τους διήρκεσε από το 1943 έως το 1947.

Στον τελευταίο της χρόνο στη σχολή, ο Αλέκος Σακελλάριος την είδε να παίζει στον Μάκβεθ. Ο ίδιος, της ζήτησε να βγει στην επιθεώρηση. Και παρόλο που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο με εκείνη και την κλασσική παιδεία της, είπε το «ναι». Το ντεμπούτο της στο σινεμά γίνεται το 1948 στην ταινία «Χαμένοι ‘Αγγελοι» σε σκηνοθεσία Νίκου Τσιφόρου. Το 1951 έρχεται η «Νεκρή Πολιτεία», του Φρίξου Ηλιάδη, με συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Καννών και όλοι μένουν άφωνοι, αναγνωρίζουν αυτό το νέο πρόσωπο ως κάτοχο μίας μοναδικότητας.

Το 1972 εμφανίζεται στο πλευρό τού, αργότερα βραβευμένου με Όσκαρ Έλληνα συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου. Την πείθει να δοκιμάσει το ταλέντο της στο τραγούδι. Η Ειρήνη Παπά ηχογραφεί μαζί του το «666», τελευταίο άλμπουμ του μουσικού συγκροτήματος «Aphrodite’s Child», με αναφορές στην «Αποκάλυψη του Ιωάννη» και στιχουργική συμβολή του σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη. Ακολουθούν άλλες δύο συνεργασίες της με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου: οι «Ωδές» με ελληνικά δημοτικά τραγούδια διασκευασμένα από τον Vangelis και οι «Ραψωδίες» με ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας

Η ίδια είχε αποκαλύψει το 2004 στην ιταλική εφημερίδα Corriere della Sera, μετά τον θάνατο του Μάρλον Μπράντο, ότι υπήρξε μεταξύ τους μια μακρά και «μυστική αγάπη». Η ίδια είχε πει ότι είχαν συναντηθεί το 1954 στη Ρώμη. Όπως είπε τον εκτιμούσε πολύ, ήταν το «μεγάλο πάθος της ζωής της» και συναντήθηκαν για τελευταία φορά το 1999 στην Αθήνα.

Η προσφορά της Ειρήνης Παπά στην τέχνη έχει αναγνωριστεί πολλές φορές τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, μέσα από τις αμέτρητες διακρίσεις που έχει λάβει κατά καιρούς.

Προσωποποίηση του αρχαίου ελληνικού κάλλους
Μόλις πληροφορήθηκε την είδηση του θανάτου της η Υπουργός

Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Μεγαλοπρεπής, αρχοντική, δυναμική, η Ειρήνη Παπά ήταν η προσωποποίηση του
ελληνικού κάλλους στην κινηματογραφική οθόνη και στη θεατρική σκηνή, μια
διεθνής πρωταγωνίστρια που εξέπεμπε ελληνικότητα. Με τη δύναμη του ταλέντου
της και τη γοητεία της προσωπικότητάς της, κατέκτησε τον κόσμο του
κινηματογράφου και του θεάτρου, παίζοντας σε δεκάδες ταινίες, τηλεοπτικές
σειρές, παραστάσεις. Πάντα με τους δικούς της όρους, χωρίς να κάνει
παραχωρήσεις. Δεν δίσταζε να πηγαίνει αντίθετα στο καθιερωμένο από τη νεαρή
της ηλικία, όταν σπουδάστρια της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου και
μαθήτρια του Ροντήρη και του Γληνού, έκανε το ντεμπούτο της σε επιθεώρηση του
Αλέκου Σακελλάριου. Αυτή η ατίθαση στάση, αυτή η ελευθερία, την οδήγησε σε μια
μεγάλη, ζηλευτή καριέρα. Στην «Ηλέκτρα» και στον «Ζορμπά» του Κακογιάννη, στα
«Κανόνια του Ναβαρόνε», στο «Ζ» του Γαβρά, σε συνεργασίες με τον Έλιο Πέτρι,
τον Φραντζέσκο Ρόζι, τον Μανοέλ ντε Ολιβέιρα. Με τη φωνή της απέδωσε τις
«Ωδές» του Βαγγέλη Παπαθανασίου μεταφέροντας τον ελληνικό ήχο σε όλο τον
κόσμο. Μας χάρισε μοναδικές ερμηνείες στο αρχαίο δράμα, στο οποίο είχε
αφιερωθεί. Θυμάμαι τη συνομιλία μας το 1999, όταν ανέλαβα ως Γενική
Γραμματέας του Υπουργείου Πολιτισμού. Με συνεχάρη και με το πάθος που τη
διέκρινε, μου είπε ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε, είναι να ανοίξουμε τα αρχαία
θέατρα στο κοινό, στους δημιουργούς του θεάτρου, ώστε το αρχαίο δράμα να
βρίσκεται στον φυσικό του χώρο. Της απένειμαν τη διάκριση της «Γυναίκας της
Ευρώπης». Είναι ένας τίτλος που περιορίζει το εύρος της προσωπικότητας της
Ειρήνης Παπά, μιας γυναίκας, μιας Ελληνίδας με τεράστια απήχηση σε όλο τον
κόσμο. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά της.
Ο Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης έκανε την
ακόλουθη δήλωση:
«Ταυτισμένη με την κλασική ελληνική ομορφιά, η Ειρήνη Παππά υπήρξε πρέσβειρα
του ελληνικού πολιτισμού. Η αυστηρή, δωρική φυσιογνωμία της σφράγισε τον
ελληνικό κινηματογράφο με τεράστιες διεθνείς επιτυχίες μέσα από συνεργασίες,
όπως αυτή με τον Μιχάλη Κακογιάννη.

Με πολλές διακρίσεις, η εμβληματική Ελληνίδα θα μείνει για πάντα ζωντανή στη
μνήμη μας και για την σημαντική προσφορά της στο θέατρο, με τη λειτουργία του
Σχολείου, ενός χώρου που είχε ονειρευτεί ως κοιτίδα του θεάτρου και στεγάζει
πλέον την Δραματική Σχολή του Εθνικού Θέατρου.
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια της και στους πολυάριθμους φίλους της σε
ολόκληρο τον κόσμο».