ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Υποκρισία και ρατσισμός σε σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** ½ – Με άλλο πρόσωπο

Mug/Twarz. Πολωνία, 2018. Σκηνοθεσία: Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα. Σενάριο: Μίχαλ Ένγκλερτ, Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα. Ηθοποιοί: Ματέους Κοσιούκεβιτς, Ανιέσκα Ποντσιάτλικ, Μαλγκορζάτα Γκόλοκ. 91΄

Η καθολική εκκλησία ήταν και παραμένει στο στόχαστρο της Πολωνής σκηνοθέτριας Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα. Ήδη, στην ταινία της, «Στο όνομα του…», που είδαμε στο φεστιβάλ Βερολίνου 2013, η Σουμόσκα παρουσίαζε τα προβλήματα ενός βασανισμένου γκέι ιερέα. Στη νέα της ταινία, «Με άλλο πρόσωπο» (Μέγα Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ Βερολίνου 2018), η σκηνοθέτρια στρέφεται με μια, τη φορά αυτή, διανθισμένη με καυστικό χιούμορ, κριτική ματιά ενάντια στην καθολική εκκλησία.

Η ταινία αρχίζει με μια παράξενη σκηνή, όπου άντρες και γυναίκες περιμένουν έξω από ένα πολυκατάστημα στο οποίο αρχίζουν οι εκπτώσεις εσωρούχων. Όταν τελικά ανοίγουν οι πόρτες, άντρες και γυναίκες βγάζουν τα ρούχα τους και εισβάλλουν τρέχοντας για να μπορέσουν να συμμετάσχουν στις εκπτώσεις! Σκηνή στην οποία κυριαρχεί το φανταστικό/ονειρικό και που, στη συνέχεια, η Σουμόφσκα συνδυάζει ομαλά με το ρεαλιστικό στιλ με το οποίο αφηγείται την ιστορία της.

Σχόλιο στην όλη ιστορία είναι ένα τεράστιο άγαλμα του Ιησού, που στήθηκε το 2010 σε μια πόλη της Δυτικής Πολωνίας θρησκευτικό αλλά και εθνικιστικό, πατριωτικό σύμβολο που κυριαρχεί στη μετα-κομμουνιστική αυτή χώρα. Στο φτιάξιμο του γιγαντιαίου αυτού αγάλματος που αιωρείται σχεδόν απειλητικά πάνω από την πόλη, συμμετέχει και ο χτίστης ήρωας της ταινίας, ο νεαρός Γιάτσεκ (Ματέους Κοσιούκεβιτς), παθιασμένος φαν του heavy metal, είδος επαναστάτη που του αρέσει η διασκέδαση με φίλους, με την αγαπημένη αδερφή του και με την αρραβωνιαστικιά του, Ντασγκάρα. Μόνο που ένα ξαφνικό φριχτό ατύχημα θα τον παραμορφώσει. Για να φτιάξει το φριχτό από τις πληγές πρόσωπό του ο Γιάτσεκ αναγκάζεται να αλλάξει πρόσωπο, με μεταμόσχευση. Κι εδώ ακριβώς αρχίζει η εφιαλτική του περιπέτεια.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος καταπιάνεται με την αλλαγή προσώπου. Φτάνει να αναφέρω δυο από τις καλύτερες ταινίες που μου έρχονται στο μυαλό: δυο φιλμ νουάρ, «Η μορφή μιας γυναίκας» του Τζορτζ Κιούκορ και «Σκοτεινή διάβαση» του Ντέλμερ Ντέιβς, στις οποίες μπορεί κανείς να προσθέσει και άλλες πιο πρόσφατες. Στην ταινία της Σουμόφσκα, με το νέο πρόσωπο που αποκτά ο Γιάτσεκ αποκαλύπτεται κι ένας άλλος, καινούριος χαρακτήρας, που ξαφνιάζει τη μικρή, κλειστή κοινωνία στην οποία ζει. Γύρω του αρχίζει να αποκαλύπτεται η υποκρισία, τόσο από τον παπά της περιοχής όσο και από τους υποτιθέμενους φίλους του, ακόμη και από το κορίτσι του, με μόνη να παραμένει πιστή σ’ αυτόν, την αδερφή του. Η σκηνοθέτρια αφηγείται όμορφα, με σατιρική διάθεση, χωρίς μελοδραματισμούς, την πορεία του ήρωά της, για να μας αποκαλύψει την υποκρισία, την άγνοια, το ρατσισμό και τις προκαταλήψεις μιας ολόκληρης κοινωνίας.

*** Styx

Γερμανία/Αυστρία, 2018. Σκηνοθεσία: Βόλφγκανγκ Φίσερ. Σενάριο: Ίκα Κούνζελ, Βόλφγκανγκ Φίσερ. Ηθοποιοί: Σουζάνε Βολφ, Γκέντιον Οντούορ Βεκέσα. 94΄

Στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού εκτυλίσσεται η δεύτερη αυτή ταινία του Αυστριακού Βόλφγκανγκ Φίσερ, είδος παραβολής πάνω στη μεταναστευτική κρίση. Η ταινία αρχίζει πολύ ήρεμα, χωρίς να προειδοποιεί για ότι θ’ ακολουθήσει, αρχικά με παράξενους πιθήκους να αναρριχώνται στο Γιβραλτάρ (τα πρώτα πλάνα που μου θύμισαν την «Οδύσσεια του διαστήματος» του Κιούμπρικ), ενώ, στη συνέχεια παρακολουθούμε την πρωταγωνίστριά του, Ρίκε (εξαίρετη στο ρόλο η Σουζάνε Βολφ), μια θαρραλέα Γερμανίδα γιατρό, να ξεκινάει μόνη της, με το ιστιοπλοϊκό της, για ένα ταξίδι αναψυχής, από το Γιβραλτάρ για ένα μικρό νησί στον Ατλαντικό Ωκεανό.

Στην πορεία της θα αντιμετωπίσει μια θύελλα (σε σκηνές που ο Φίσερ καταγράφει με ντοκιμαντεριστική σχεδόν λεπτομέρεια) ως την επόμενη αρχικά ήρεμη μέρα, όταν ξαφνικά βλέπει στο βάθος ένα ακυβέρνητο, γεμάτο μετανάστες, σκάφος. Μέσω ασυρμάτου θα ειδοποιήσει τις αρχές οι οποίες όμως της συστήνουν να μείνει μακριά από το σκάφος, λόγω κινδύνου υπερφόρτωσης του δικού της ιστιοφόρου, η Ρίκε όμως, που είναι έτοιμη να βοηθήσει τους μετανάστες, προσφέροντάς τους νερό και οποιαδήποτε άλλη βοήθεια, καταφέρνει τουλάχιστο να βοηθήσει ένα νεαρό που καταφέρνει να φτάσει κολυμπώντας μισοπεθαμένος ως το δικό της σκάφος.

Γυναίκα εφοδιασμένη να αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο με τα πιο σύγχρονα μέσα (από δεκάδες μπουκάλια νερό, μέχρι όλα ιατρικά σύνεργα), η Ρίκε προσφέρει στον νεαρό μετανάστη όλη τη βοήθεια που χρειάζεται, αν και, όταν ο νεαρός την παρακαλεί να βοηθήσει τους διfκούς του στο ακυβέρνητο σκάφος, αυτή αρνείται, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες. Παράλληλα, όμως, κάθε τόσο, επιμένει να ζητά με τον ασύρματο βοήθεια από τις φαινομενικά αδιάφορες, εμποδισμένες από μια γραφειοκρατία, αρχές, όταν μάλιστα βλέπει πολλούς από τους μετανάστες να πηδούν και να πνίγονται στη θάλασσα (τη σύγχρονη Στύγα που, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οδηγούσε στον Άδη).

Ο Φίσερ δεν θέτει απλά το θέμα των απροστάτευτων μεταναστών που φτάνουν (το ποσοστό που καταφέρνει να φτάσει ζωντανό), διασχίζοντας τη θάλασσα, στην Ευρώπη από την Αφρική κι αλλού, αλλά και να σχολιάσει το ρατσισμό, τη γραφειοκρατία, τις ταξικές διαφορές, από τη μια (με ωραίο, διανθισμένο με ειρωνεία τρόπο, αντιπαραβάλλει την από μεγαλοαστική τάξη Ρίκε, με τους χαμένους, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, μετανάστες που με κίνδυνο τη ζωή τους φορτώνονται κυριολεκτικά σε σάπια καράβια ελπίζοντας να φτάσουν σε κάποια «γη της επαγγελίας»), και την αδιαφορία των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, από την άλλη, που όχι μόνο δεν βοηθάνε τους μετανάστες αλλά αφήνουν τα αδύναμα κράτη του Νότου (μαζί και την Ελλάδα) να λύσουν ένα πρόβλημα που αφορά όλους τους Ευρωπαίους και όχι μόνο.

*** Η τέχνη καταστρέφει

Ελλάδα, 2017. Σκηνοθεσία: Νίκος Κορνήλιος. Σενάριο: Νίκος Κορνήλιος, Ευγενία Παπαγεωργίου. Ηθοποιοί: Αurora Marion, Katia Leclerc O’ Wallis, Κώστας Αρζόγλου, Estelle Marion. 104΄

Η τέχνη μπορεί να σώζει αλλά και καταστρέφει, μας λέει στη νέα του αυτή ταινία ο Νίκος Κορνήλιος, που, όπως συνέβαινε πριν και με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, καταφέρνει από το 2012 μέχρι σήμερα να εμφανίζεται και με μια νέα ταινία κάθε χρόνο («Παγκόσμια ψυχή», «Το κυπαρίσσι του βυθού», «Μητριαρχία», «11 συναντήσεις με τον πατέρα μου).

«Αυτή η αντίφαση – να δημιουργείς ομορφιά σκορπίζοντας γύρω την καταστροφή – είναι το θέμα της ταινίας», εξηγεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Το γιατί όμως η τέχνη καταστρέφει το ανακαλύπτουμε μέσα από τις σχέσεις μιας οικογένειας ηθοποιών που αναλαμβάνει να ανεβάσει ένα «Μάκβεθ για τρεις». Η ιστορία ξεκινά με ένα διάσημο ηθοποιό του θεάτρου να καλεί κοντά του, μετά από ένα έμφραγμα, τις δύο του κόρες, από το Βέλγιο και τη Γαλλία. Για να μπορέσει να τις κρατήσει όμως κοντά του, όπως στην πραγματικότητα θέλει, προτείνει σ’ αυτές να ανεβάσουν μαζί έναν «Μάκβεθ για τρεις».

Στην πορεία, με τις πρόβες και της προσπάθειας επαφής των δυο γυναικών με τον πατέρα τους, αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια σκληρές αλήθειες για τη μέχρι τότε ζωή τους, για το παρελθόν τους, τις πικρίες και της οργής των δυο γυναικών απέναντι σε έναν πατέρα που συνεχώς τις παραμέριζε για να δοθεί ολοκληρωτικά στην τέχνη του. Με τον πατέρα, αφοσιωμένο πάντα σε μια τέχνη που τον απέσπασε και τον αποξένωσε από την οικογένειά του, να εκμεταλλεύεται τώρα το τραυματικό παρελθόν των παιδιών του προκαλώντας τις να το χρησιμοποιήσουν για να ερμηνεύσουν καλύτερα και πιο πειστικά τους ρόλους τους.

Με αυτή την «Τέχνη καταστρέφει» (βραβείο κοινού και βραβείο της επιτροπής των σκηνοθετών στο 30ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου), ο Κορνήλιος έφτιαξε ένα δράμα δωματίου (οι ταινίες δωματίου του Μπέργκμαν έρχονται συχνά στο νου), με την κάμερά του να παρακολουθεί από όσο το δυνατό πιο κοντά τα πρόσωπα, να καταγράφει με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις και την όλη συμπεριφορά τους και να τα στριμώχνει σε χώρους όπου η πραγματικότητα αναμιγνύεται επικίνδυνα με την τέχνη και τη φαντασία, βυθίζοντας τα πρόσωπά του, κι εμάς μαζί τους, σε μια ψυχική άβυσσο απ’ όπου δύσκολο μπορεί κανείς να αναδυθεί. Με τους πρωταγωνιστές τους, μ’ επικεφαλής έναν αγνώριστο Κώστα Αρζόγλου (ευάλωτο πίσω από μια μάσκα εξουσίας και ναρκισσισμού), να πείθουν με τις ερμηνείες τους για τις ενοχές, τα βάσανα και γενικά τις διάφορες τραυματικές τους εμπειρίες.

*** Όταν ο Βάγκνερ συνάντησε τις ντομάτες

Ελλάδα, 2019. Ντοκιμαντέρ, Σκηνοθεσία-σενάριο: Μαριάννα Οικονόμου. Φωτογραφία: Μαριάννα Οικονόμου, Αργύρης Τσεπελίκας, Δημητρης Κορδελάς. Μοντάζ: Ευγενία Παπαγεωργίου. 72΄

Η ερημωμένη ελληνική επαρχία και οι (χαμένες;) ελπίδες της, σε μια εποχή ελεύθερης (στην πραγματικότητα ελεγχόμενης από την Ευρωπαϊκή Ένωση) αγοράς και παγκοσμιοποίησης είναι στο επίκεντρο του όμορφου αυτού, δοσμένου με αγάπη και εξαιρετική φροντίδα ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου («Ο πιο μακρύς δρόμος»), που δίκαια κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Κριτικής στο φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Όλα ιδωμένα μέσα από την ιστορία μιας ομάδας επτά ανθρώπων ενός χωριού του θεσσαλικού κάμπου, που αποφασίζουν, με συνοδεία τη μουσική του Βάγκνερ και τις ιστορίες που διηγούνται, να καλλιεργήσουν βιολογικές ντομάτες για να μπορέσουν να διεισδύσουν στην παγκόσμια αγορά.

Η σκηνοθέτρια αντιμετωπίζει τη ντομάτα (που ο σπόρος της κάποτε έφτασε στην Ευρώπη από τον Κολόμβο που τη μετάφερε από το Νέο Κόσμο) με χιουμοριστική διάθεση, από την οποία δεν λείπει και μια ποιητική ματιά, τονίζοντας ταυτόχρονα την παράδοση (μαζί και τη δημοτική μουσική) σε αντίθεση με τους μοντέρνους, ανταγωνιστικούς καιρούς και τα διάφορα παιχνίδια της αγοράς, με τις ντομάτες (μέσα από την «επιστροφή» τους στην Αμερική και αλλού, που γίνεται με τις εξαγωγές) να αποτελούν τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο και με τον Βάγκνερ να δίνει μια… ελληνική νότα στην όλη υπόθεση.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

**** ½ – Ο Γαλαξίας

La voie lactee. Γαλλία, 1968. Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ. Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Ζαν-Κλοντ Καριέρ. Ηθοποιοί: Λοράν Τερζιέφ, Πολ Φρανκέρ, Ζιλιέν Μπερτό, Μισέλ Πικολί, Αλέν Κλινί, Πιέρ Κλεμαντί. 102΄

Γυρισμένη σε μια εποχή εξεγέρσεων (ήταν η εποχή του Μάη του ‘68), που θύμιζε στον Μπουνιουέλ την εποχή που ο ίδιος επαναστατούσε με τον «Ανδαλουσιανό σκύλο», ο «Γαλαξίας», το εντελώς προσωπικό αυτό ρόουντ-μούβι του, ακολουθεί τη σουρεαλιστική, ελεύθερη γραμμή που συναντάμε στις καλύτερες ταινίες του μεγάλου αυτού μοναδικού σκηνοθέτη, ιδιαίτερα τον ¨Εξολοθρευτή άγγελο».

Ο ίδιος ο Μπουνιουέλ, όταν γύριζε την ταινία του, δήλωνε, με το χιούμορ που τον χαρακτήριζε: «Δεν με ενδιαφέρουν οι πολιτικές ή οι καλλιτεχνικές αιρέσεις, αλλά μόνο οι θρησκευτικές αιρέσεις. Ξέρω τι θα πουν, ότι επιδιώκω να σκανδαλίσω. Το 1928, όταν γύριζα τον ‘Ανδαλουσιάνο σκύλο’, επιδίωκα το σκάνδαλο, γιατί την εποχή εκείνη, είμασταν μόνο καμιά δεκαριά που διαδήλωναν. Σήμερα όμως δεν χρειάζομαι το σκάνδαλο: υπάρχουν χιλιάδες που διαδηλώνουν και κατεβαίνουν στους δρόμους κι αυτό δεν μ’ ενδιαφέρει πια. Η ταινία μου θα σέβεται πολύ τα δόγματα, την ηθική, όλα. Ένα πραγματικό θέαμα για νεαρά κορίτσια που μόλις έχουν βγει από οικοτροφείο».

Σίγουρα η ταινία του δεν είναι για κορίτσια του οικοτροφείου. Το σκάνδαλο μπορεί να μην είναι το ίδιο εμφανές με τον ‘Ανδαλουσιάνο σκύλο». Βρίσκεται όμως πίσω από κάθε βήμα των δυο πρωταγωνιστών του, κάτι ανάμεσα σε αλήτες και προσκυνητές (όπως και το δίδυμο Χονδρός-Λιγνός, Λόρελ και Χάρντι), που ξεκινούν από το Παρίσι για το Σαν Ντιάγκο του Κομποστέλο, στην Ισπανία (προσκύνημα που εδώ και αρκετούς αιώνες προσελκύει χιλιάδες πιστούς/προσκυνητές), με στόχο να μαζέψουν όσο το δυνατό περισσότερα λεφτά από ελεημοσύνες, για να συναντήσουν διάφορα πρόσωπα, σε διάφορες εποχές (από την αρχαιότητα και το Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μας), από τον Χριστό και τους αποστόλους του, μέχρι τον Μαρκήσιο ντε Σαντ και τον ίδιο τον διάβολο μεταμφιεσμένο σε ροκ σταρ, και να μας θέσει διάφορα ερωτήματα, για τον άνθρωπο, την Αγία Τριάδα, το θεό, τον Χριστό (ήταν απλός άνθρωπος ή θεός;).

Όλα δοσμένα με μπουνιουελικό χιούμορ που σε κάποια σημεία αγγίζει τα όρια του σλάπστικ, χωρίς όμως ποτέ να χάσουν τη σοβαρότητά τους (πώς βλέπει το θεό ένας τρελός, ο πάπας στο εκτελεστικό απόσπασμα, η θεολογική συζήτηση) και που ο άθεος Λουίς («Δόξα τω θεώ που είμαι άθεος», είχε πει κάποτε) μας παρουσιάζει με την ελευθερία, την αγωνιστικότητα, την ανατρεπτικότητα και την ομορφιά που χαρακτηρίζει τις καλύτερες ταινίες του.