ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

«Σελήνη: 66 ερωτήσεις»: προβλήματα ενηλικίωσης σ’ ένα κόσμο χωρίς αγάπη

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

*** Σελήνη: 66 ερωτήσεις

Ελλάδα, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Ζακλίν Λέντζου. Ηθοποιοί: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Νίκος Χανακούλας, Σοφία Κόκκαλη, Καίτη Ιμπροχώρη, Νικήτας Τσακίρογλου. 108΄

Η ενηλικίωση αλλά και η αναζήτηση της αγάπης μέσα από την πολύπλοκη (που είχε οδηγήσει στην αποξένωση) σχέση κόρης και πατέρα είναι στο επίκεντρο της δοσμένης με φρεσκάδα και τρυφερότητα ταινίας «Σελήνη: 66 ερωτήσεις» της Ελληνίδας Ζακλίν Λέντζου, βραβευμένης για μια σειρά μικρού μήκους ταινίες της, ανάμεσα τους και το «Έκτορας Μαλό: η τελευταία μέρα της χρονιάς» (Βραβείο στις Κάνες το 2018).

Η πρωταγωνίστρια, η 24χρονη Άρτεμις (Σοφία Κόκκαλη) αναγκάζεται ξαφνικά από την οικογένειας της να επιστρέψει από το Παρίσι στην Ελλάδα για να αναλάβει τη φροντίδα του πατέρα της, Πάρι (Λάζαρος Γεωργακόπουλος), που έχει υποφέρει από πολλαπλή σκλήρυνση. Μια διαδικασία δύσκολη, συχνά ανυπόφορη, που φέρνει στην επιφάνεια τις πολύπλοκες, συγκρουόμενες σχέσεις ανάμεσα στην κόρη και τον πατέρα, με τον Πάρι σχεδόν πάντα αμίλητο, αρνητικό, να αποφεύγει ακόμη και να κοιτάξει απευθείας στα μάτια την κόρη του.

Με ενδιάμεση αφήγηση, με σκηνές με ηχογραφήσεις από παλιά, ερασιτεχνικά βίντεο της δεκαετίας του ‘90, με τα χαρτιά Ταρότ να χρησιμεύουν για τους τίτλους των κεφαλαίων της ταινίας (¨Ο κόσμος», «Ο μάγος», κλπ.), με αναφορές στην αστρονομία και την αστρολογία, καθώς και σε ηθοποιούς και λογοτεχνία (όπως «Ο φύλακας στη σίκαλη» του Σάλιντζερ, έργο που αναφέρεται στην αποξένωση, ένα ακόμη θέμα της ταινίας), με τους ήχους (στους δρόμους, στο νοσοκομείο, στο δάσος, κ. ά) να δίνουν μια νότα αυθεντικότητας στα δρώμενα και με μια κάμερα να ψάχνει και να επιμένει στα πρόσωπα, η Λέντζου παρακολουθεί την Άρτεμη στις καθημερινές ενασχολήσεις της.

Ενασχολήσεις άλλοτε ευχάριστες και διασκεδαστικές (όπως εκείνες με τις φίλες της στις ασκήσεις στην πισίνα ή χορεύοντας ενώ πλένει το αυτοκίνητο με τη μάνικα, ή εκείνη όταν τρώει παγωτό κι ο πατέρας της αρχίζει να γελάει), άλλοτε με την Άρτεμη σε κατάσταση εξαγριωμένη, όταν οδηγεί το αυτοκίνητο στον τοίχο του γκαράζ, με την Λέντζου να χρησιμοποιεί και τη μεταφορά (όταν παραλληλίζει τα πρόσωπα, ιδιαίτερα την Άρτεμη, με τίγρεις και λιοντάρια κλεισμένα σε κλουβιά), και τις αλλόκοτες ονειρικές αφηγήσεις, όπως εκείνη με την Άρτεμη να αφηγείται στον σιωπηλό πατέρα της ένα παράξενο όνειρο, με την ίδια ανάμεσα σε άνθρωπο και ελάφι και τον πατέρα ανάμεσα σε άνθρωπο και ψάρι.

Χωρίς να παραμερίζει την αγανάκτηση και την οργή της ηρωίδας της, όπως στη σκηνή, και μια από τις καλύτερες, που αφηγείται (υποδυόμενη και τα δυο πρόσωπα) την απαράδεκτη, βίαια αρνητική στάση του πατέρα της όταν εκείνη, έφηβος ακόμη, του ζητούσε την άδεια να διανυκτερεύσει σε σπίτι κοντά στη θάλασσα μαζί με τη μικρή παρέα των φίλων της.

«Για την αγάπη, την κίνηση, τη ροή και την έλλειψή τους», μας λέει στους τίτλους της αρχής, Η κίνηση και η ροή δεν σταματάνε ποτέ, δεν υπάρχει καμιά έλλειψη, η μοναδική έλλειψη είναι εκείνη της αγάπης. Έλλειψη από τον πατέρα που όχι μόνο αρνείται να κοιτάξει στο πρόσωπο την Άρτεμη αλλά και παραμένει σιωπηλός στις ερωτήσεις της (είναι πράγματι 66 είναι και περισσότερες;), έλλειψη και από την οικογένεια που, από τη μητέρα ως τους συγγενείς, την αντιμετωπίζει επιφανειακά.

Οικογένεια που τη βλέπουμε μαζεμένη πάντα σ’ ένα τραπέζι, είδος χορού αρχαίας τραγωδίας – η αρχαία τραγωδία αλλά και η μυθολογία υπάρχουν μέσα από την ιστορία και τα πρόσωπα– δεν είναι τυχαίο που οι πρωταγωνιστές ονομάζονται Άρτεμις και Πάρις. Με την αγάπη να κάνει τελικά την εμφάνισή της μόνο στα τελευταία πλάνα, στην καλύτερη, και πιο τρυφερή σκηνή, στο γεύμα ανάμεσα στην Άρτεμη και τον Πάρι στο εστιατόριο, με τον πατέρα να την κοιτάζει τελικά στα μάτια και να οδηγεί στην αποδοχή και τον εναγκαλισμό τους.

Η Κόκκαλη και ο Γεωργακόπουλος προφέρουν δυο πράγματι σπάνιες ερμηνείες, κάνοντας σε να πιστεύεις πως βρίσκεσαι μπροστά σε σκηνές ντοκιμαντέρ. Οι διάφορες εκφράσεις στο πρόσωπο της Κόκκαλη, το βλέμμα της, οι συσπάσεις αλλά και οι κινήσεις ολόκληρου του κορμιού της, δείχνουν μια ηθοποιό σε πλήρη έλεγχο των ικανοτήτων της.

Σ’ ένα ακόμη πιο δύσκολο ρόλο, εκείνο του Πάρι, ο Γεωργακόπουλος σε κάνει να πιστεύεις πως βρίσκεσαι απέναντι σε άνθρωπο που πράγματι υποφέρει από πολλαπλή σκλήρυνση («αυτοάνοσο άτομο», όπως αποκαλείται στην ταινία): κινήσεις των ματιών, του στόματος, των χεριών, εκφράσεις, στάσεις του κορμιού, ο τρόπος που τρώει ή και προσπαθεί να μιλήσει, όλα εκφράζουν στην εντέλεια την αρρώστια από την οποία υποφέρει.

** ½ – Μια μέρα στη Σαγκάη

A Day in the Life of a Teddy Bear, Κίνα/Ελλάδα, 2020. Σκηνοθεσία-σενάριο: Βασίλης Ξηρός. Ηθοποιοί: Δημήτρης Μοθωναίος, Tu Hua, Jiaqi Feng. 105΄

Ένα πεταμένο στο δρόμο αρκουδάκι θα αλλάξει την πορεία και την αντιμετώπιση των προ βλημάτων δυο νέων ανθρώπων που συναντιούνται στη Σαγκάη, στην ελληνοκινεζικής παραγωγής ταινία του Βασίλη Ξηρού, «Μια μέρα στη Σαγκάη»: της Κινέζας Τζίνξι, μιας βιολονίστας που ετοιμάζεται να πάει στην Αυστρία για μεταπτυχιακές σπουδές και του Έλληνα αρχιτέκτονα Πάνου, που έχει πρόσφατα εγκατασταθεί στη Σαγκάη.

Η ταινία αρχίζει όταν η Τζίνξι ανακοινώνει στον Κινέζο φίλο της την απόφαση της να πάει στην Αυστρία, απόφαση που οδηγεί στη διάλυση των σχέσεων τους, με τον φίλο της να φεύγει θυμωμένος από το καφέ όπου είχαν συναντηθεί και να πετάει στο πεζοδρόμιο το αρκουδάκι που είχε φέρει για να της το χαρίσει.

Αρκουδάκι που βρίσκει ο Πάνος και τρέχει πίσω από την Τζίνξι για να της το δώσει και που θα σταθεί αιτία για τη σύντομη, αναπάντεχη γνωριμία τους. Στις λίγες αυτές ώρες, στην περιπλάνησή τους, στη διάρκεια μιας μέρας, στους δρόμους και τα πάρκα της Σαγκάης (σε συνεχή τραβελινγκ και διαλόγους που θυμίζουν έντονα την ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, «Πριν το ηλιοβασίλεμα»), με τον μοναχικό, χαμένο σε μια μεγαλούπολη, σε μια άγνωστη γι’ αυτόν χώρα, και την απογοητευμένη από την εκεί ζωή της, Τζίνξι, έτοιμη για άγνωστες περιπέτειες σε μια το ίδιο άγνωστη και παράξενη γι’ αυτήν χώρα όπως η Αυστρία, να ξεναγεί τον Πάνο στις άγνωστες σ’ αυτόν περιοχές της πόλης, τα δυο αυτά μοναχικά άτομα αρχίζουν σταδιακά να βρίσκουν τρόπους να συνεννοηθούν, να μπουν σε σκέψεις, να αντιμετωπίσουν διαφορετικά τα προβλήματά τους και να αναθεωρήσουν τη ζωή και την όλη πορεία τους.

Με μια απλή, άμεση προσέγγιση, με συνεχή εξαιρετικά τράβελινγκ (η εξαιρετική φωτογραφία φωτογραφία είναι του Pan Xuexue), με ένα καλογραμμένο, με ωραίους διαλόγους, σενάριο (που έγραψε ο ίδιος ο σκηνοθέτης), ο Βασίλης Ξηρός έφτιαξε μια όμορφη, δοσμένη με ευαισθησία, με λεπτό όταν χρειάζεται χιούμορ, και με ωραία υποβλητική μουσική (του Νίκου Πλατύρραχου), ρομαντική, μαζί και συγκινητική, ταινία, με πολύ καλές ερμηνείες από τους δυο νέους πρωταγωνιστές της, τον Δημήτρη Μοθωναίο και την Tu Hua.