Οι επανεκδόσεις του αριστουργήματος, “Ο υπηρέτης” του Τζόζεφ Λόουζι (στο έξοχο σενάριο του Χάρολντ Πίντερ) και της δραματικής κομεντί «Η Χάνα και οι αδερφές της» του Γούντι Άλεν, και δυο αποτυχημένες, αν και διασκεδαστικές, προσπάθειες μεταφοράς γνωστών ταινιών, ριμέικ στη μια περίπτωση (“The Beguiled” του Ντον Σίγκελ που μεταφέρει τη φορά αυτή η Σοφία Κόπολα) και, κατά κάποιο τρόπο σίκουελ (ή, αν προτιμάτε, “πρίκουελ”), στη δεύτερη περίπτωση, της σειράς των περιπετειών του Spider-Man (“Spider-Man η επιστροφή στο σπίτι του” του Τζον Γουότς), κυριαρχούν στις προτάσεις των νέων ταινιών αυτής της εβδομάδας.

 

***** Ο υπηρέτης

Τhe Servant. Μεγ. Βρετανία, 1963. Μαυρόασπρη. Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι. Σενάριο: Χάρολντ Πίντερ, από μυθ. Ρόμπιν. Ηθοποιοί: Ντερκ Μπόγκαρντ, Τζέιμς Φοξ, Σάρα Μάιλς, Γουέντι Κρεγκ, Πάτρικ Μαγκί, Κάθριν Λέισι, Ρίτσαρντ Βέρνον, Άλαν Οουεν. 117΄

Η ταινία που επανέφερε τον κυνηγημένο από το «μακαρθισμό», εκπατρισμένο στην Αγγλία, Τζόζεφ Λόουζι (1909-1984), στο προσκήνιο, καθιερώνοντάς τον ως ένα από τους αληθινά μεγάλους δημιουργούς του μεταπολεμικού κινηματογράφου,  δημιουργό που έδωσε μιαν άλλη υπόσταση στον αγγλικό κινηματογράφο της τότε εποχής.

Μια ταινία που και σήμερα ακόμη δεν έχει χάσει τη δύναμη της αψάδας της αλλά και της εικαστικής ομορφιάς της. Παραλλαγή πάνω στο μύθο του Φάουστ, σύμφωνα με το δημιουργό της, «Ο υπηρέτης» αφηγείται την ιστορία της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ ένα πλούσιο, κομψό αριστοκράτη και το σατανικό υπηρέτη του, σχέση που στη συνέχεια ανατρέπεται με τον υπηρέτη να παίρνει το επάνω χέρι.

Αλληγορία πάνω στην εξουσία (η σχέση αφέντη-δούλου) και την εκμετάλλευση, με βάση ένα εξαιρετικό σενάριο του Χάρολντ Πίντερ (βασισμένο σε μυθιστόρημα του Ρόμπιν Μομ), με θαυμάσιους, διανθισμένους με ένα διαβολικό χιούμορ διαλόγους, που ο Λόουζι μετέτρεψε σε μια ταινία που σε κρατά σχεδόν υπνωτισμένο με το ρυθμό και την ατμόσφαιρά της. Ταυτόχρονα μια ταινία στοχασμός επηρεασμένη από τη μαρξιστική διαλεκτική, δοσμένο με μια αποστασιοποίηση που φέρνει στο νου τον Μπρεχτ και τις απόψεις του πάνω στο θέατρο.

Ο Ντερκ Μπόγκαρντ καταφέρνει με άψογο τρόπο να δώσει τη σατανική πλευρά του υπηρέτη Μπάρετ, που εισβάλλει στη ζωή του αφέντη του, Τόνι (ένας πολύ καλός Τζέιμς Φοξ), δημιουργώντας την εντύπωση ότι το μόνο που θέλει είναι να τον υπηρετήσει, μπαίνοντας απρόσκλητος κάθε τόσο στο δωμάτιό του για να του προσφέρει ένα ποτό, ή ένα φάρμακο  ή κάτι άλλο, παρακολουθώντας τον και εισβάλλοντας σταδιακά και  απαρατήρητα στην προσωπική ζωή του, προσφέροντάς του ακόμη και τη δική του φιλενάδα (η αισθησιακή Σάρα Μάιλς), περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να μπορέσει τελικά να ανατρέψει τη σχέση τους και να μετατραπεί ο ίδιος σε αδυσώπητο αφέντη (η τελική σκηνή με την απάνθρωπη στάση του απέναντι στην αρραβωνιαστικιά του κυρίου του είναι από τις πιο συγκλονιστικές της ταινίας).

Βέβαια, όπως καταλαβαίνει ο θεατής δεν πρόκειται για μια απλή σύγκρουση ανάμεσα σ’ ένα διαβολικό υπηρέτη και τον υποχωρητικό αφέντη του, αλλά για την ανελέητη σύγκρουση ανάμεσα σε δυο τάξεις, από τη μια τη ζωντανή, μνησίκακη τάξη του υπηρέτη κι από την άλλη τη νωθρή, παρακμασμένη τάξη του αριστοκράτη αφέντη του.

Πίσω από τη σχέση των δυο αντρών υπάρχει και μια λανθάνουσα ομοφυλοφιλία, που ο Λόουζι υποβάλλει έντεχνα, μέσα από την όλη συμπεριφορά τους και την περίεργη, αρρωστημένη θα έλεγα, ατμόσφαιρα που σταδιακά αρχίζει να κυριαρχεί στο σπίτι (η σκηνή όπου ο Μπάρετ επιστρέφει από μια έξοδό του για να βρει τον αφέντη του στην κουζίνα να μαγειρεύει το φαγητό τους είναι το καθοριστικό εκείνο σημείο όπου αρχίζει ν’ αλλάζει η όλη ατμόσφαιρα και ο ρυθμός της ταινίας για να οδηγηθούμε τελικά στη σκηνή του οργίου στο φινάλε και την άγρια αποπομπή της αρραβωνιαστικιάς).

Ο Λόουζι επιλέγει την έμμεση υποβολή, προτιμώντας τη δημιουργία της ατμόσφαιρας παρά την άμεση παρουσίαση ή τον τονισμό των γεγονότων. Ακριβώς, για να υποβάλει όσο το δυνατό καλύτερα τα αισθήματα αυτά και τις ψυχολογικές καταστάσεις των πρωταγωνιστών του, εκμεταλλεύεται με γνώση και φαντασία τους χώρους και τα αντικείμενα (τους καθρέφτες, τις σκάλες, ένα χιονισμένο τοπίο, τα λευκά αγάλματα και άλλα), που τονίζονται ακόμη περισσότερο χάρη στη θαυμάσια, μαυρόασπρη φωτογραφία του Ντάγκλας Σλόκομ. Μια ταινία πρωτότυπη στη σύλληψη αλλά και την ανάπτυξή της που στάθηκε καθοριστική στη μελλοντική πορεία του σκηνοθέτη της.

**** Η Χάνα και οι αδερφές της

Hanna and Her Sisters. ΗΠΑ, 1986. Σκηνοοθεσία-σενάριο: Γούντι Άλεν. Ηθοποιοί: Μία Φάροου, Μάικλ Κέιν, Νταϊάν Γουέστ, Μπάρμπαρα Χέρσι, Κάρι Φίσερ, Μόριν Ο’Σάλιβαν, Γούντι Άλεν, Λόιντ Νόλαν, Μαξ φον Σίντοβ, Τζον Τορτούρο. 106΄

 

Επανέκδοση της βραβευμένης με τρία Όακαρ (ανάμεσά τους και σεναρίου) ταινίας του Γούντι Άλεν γύρω από τρεις Νεοϋορκέζες αδερφές και τα διάφορα υπαρξιακά και άλλα προβλήματά τους: τη νεαρή Λι (Μπάρμπαρα Χέρσι), που ζει με τον απομονωμένο, απογοητευμένο από τη ζωή, σύζυγο  (Μαξ φον Σίντοβ), τη νευρωτική Χόλι (Νταϊάν Γουέστ), που ψάχνει απεγνωσμένα τα χρήματα για να φτιάξει την καριέρα της, και τη μεγαλύτερη, την Χάνα (Μία Φάροου), και πιο ώριμη από τις τρεις, χωρισμένη από τον υποχόνδριο Μίκι (Γούντι Άλεν) και παντρεμένη με τον πλούσιο Έλιοτ (Μάικλ Κέιν).

Πίσω από την επιφάνεια της ιστορίας υπάρχει ένα στρώμα με εξαιρετικά ενδιαφέροντα επίπεδα με θέματα όπως οι σχέσεις, ο έρωτας, η πίστη, η ελπίδα, που μας αποκαλύπτουν την ανθρώπινη κατάσταση και τραγωδία, δοσμένη, μέσα από το γνωστό στιλ του δημιουργού της, που συνδυάζει το ιδιόμορφο χιούμορ του (που εδώ θυμίζει έντονα τους αδερφούς Μαρξ και τη «Σούπα από πάπια» τους) με μια φιλοσοφική, ηθική προσέγγιση, συγγενική τόσο με το έργο του Μπέργκμαν όσο και με εκείνο του Τσέχοφ.

Με τον Άλεν να στήνει την ιστορία με μια μελετημένη μέχρι την παραμικρή λεπτομέρειά της αφήγηση που εκπλήσσει με τη μεστότητα και τη δύναμή της, αλλά και την ομορφιά της, ιδιαίτερα στην καταγραφής της Νέας Υόρκης όπως τη βλέπει και την αγαπά ο δημιουργός της.

** Η αποπλάνηση

The Beguiled. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Σοφία Κόπολα. Σενάριο: Ηθοποιοί: Νικόλ Κίντμαν, Κόλιν Φαρέλ, Ελ Φάνινγκ, Άντισον Ρίκε,

Με τις σεξουαλικές εντάσεις και τις αντιπαλότητες σ’ ένα οικοτροφείο κοριτσιών στον αμερικανικό Νότο στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου καταπιάνεται η βραβευμένη με Όσκαρ Αμερικανίδα Σοφία Κόπολα στην ταινία της «The Beguiled», ριμέικ στην πραγματικότητα της ομότιτλης ταινίας που γύρισε το 1971 ο Ντον Σίγκελ, με τον ελληνικό τίτλο «Ο δραπέτης», και με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ιστγουντ, στο ρόλο ενός τραυματισμένου στρατιώτη του Βορρά που βρίσκει άσυλο στο οικοτροφείο.

Γυναίκες όλων των ηλικιών, ξεκινώντας από τη 13χρονη Μαίρη (Άντισον Ρίκε), που ανακαλύπτει τον πληγωμένο στρατιώτη και τον μεταφέρει στο οικοτροφείο, περνώντας από τη νεαρή Αλίσια (Ελ Φάνινγκ) και φτάνοντας ως την Εντουίνα (Κίρστεν Ντανστ) και τη διευθύντρια του οικοτροφείου, Μάρθα (Νικόλ Κίντμαν), που η παρουσία του μοναδικού άντρα (Κόλιν Φαρέλ) ανατρέπει την καθημερινή, ανιαρή ζωή τους, με τον στρατιώτη να προσπαθεί να τις εκμεταλλευτεί.  Οταν όμως η Μάρθα, εξαιτίας ενός ατυχήματος, αναγκάζεται να του κόψει το ένα πόδι, που ο στρατιώτης θεωρεί ως εκδίκηση από μέρους της, τα πράγματα θα οδηγήσουν σε ένα ξέσπασμα με τραγικά αποτελέσματα.

Εκεί όμως που ο Σίγκελ είχε δώσει μια πιο ρεαλιστική και πιο έντονη, από σεξουαλικής πλευράς, ατμόσφαιρα, με τις γυναίκες να αποκαλύπτουν τη ζωώδικη πλευρά τους, η Κόπολα  επέλεξε να δώσει μια πιο ήπια, αποστειρωμένη εκδοχή, με το πρώτο ειδικά μέρος να μοιάζει περισσότερο σαν συνέχεια της ταινίας της, «Μαρία Αντουανέτα», με τα κορίτσια να περιφέρονται και να φλερτάρουν με λεπτότητα, σχεδόν παιχνιδιάρικα, τον στρατιώτη, να τον διασκεδάζουν με ωραία δείπνα και μουσική στο ωραία φωτογραφημένο αρχοντικό της Βιρτζίνια, που φέρνει στο νου αρχοντικά από το «Οσα παίρνει ο άνεμος» – ακόμη και μια σκηνή, όπως εκείνη όπου η Κίντμαν πλένει τον μισόγυμνο, αναίσθητο Φαρέλ, δεν κατάφερε να έχει τον ερωτισμό που απαιτούσε.

Με την απλή αυτή, επιφανειακή, προσέγγιση δεν βγαίνει στην επιφάνεια το πάθος των σεξουαλικά καταπιεσμένων, απομονωμένων σε οικοτροφείο, γυναικών, με τις καλύτερες τελικά από εικαστικής πλευράς σκηνές να είναι εκείνες όπου ο κάμεραμαν Φιλίπ Λε Σουρντ εμπνέεται από τον «Μπάρι Λίντον» για να τις φωτίσει, μόνο με το φως των κεριών, ενώ, αντίθετα, ο Φαρέλ, εκεί που χρειαζόταν να δώσει μια πιο σκληρή, μάτσο συμπεριφορά στο ρόλο του, αντιδρά με υπερβολική συχνά ευγένεια στις διάφορες προτάσεις των γυναικών, περισσότερο σαν τζέντλεμαν του Νότου παρά σαν αγροίκος, πονηρός, στρατιώτης του Βορρά, με τη σκηνοθέτρια να αποφεύγει να δώσει άμεσα και σε όλη τη φρίκη της (όπως αντίθετα είχε κάνει ο Σίγκελ) τη σκηνή του ακρωτηριασμού του ποδιού του στρατιώτη.

Με την Κόπολα, δυστυχώς, να περιορίζεται στο να δώσει μια φεμινιστική πλευρά στο ψυχόδραμά της, εκεί που η ιστορία απαιτούσε ένα ωμό, βουτηγμένο στα πάθη και την εκδίκηση, θρίλερ, όπως το είχε πετύχει η ταινία του Σίγκελ και το μυθιστόρημα του Τόμας Κάλιναν,  “A Painted Veil”, στο οποίο βασίστηκαν οι δυο ταινίες.

** Spider-Man, η επιστροφή στον τόπο του

Spider-Man: Homecoming. ΗΠΑ, 2017. Σκηνοθεσία: Τζον Γουότς. Σενάριο: Τζόναθαν Γκολντστσϊν, Τζον Φράνσις Ντέιζι, Τζον Γουότς, Κρίστοφερ Φορντ, Κρις Μακένα, Έρικ Σόμερς. Ηθοποιοί: Τομ Χόλαντ, Μάικλ Κίτον, Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Μαρίζα Τομέι, Γκουίνεθ Πάλτροου, Τζον Φαβρό. 133’

Ο Spider-Man με το πρόσωπο του νεαρού Τομ Χόλαντ επιστρέφει για δεύτερη φορά στην οθόνη  (μετά το “Captain America: εμφύλιος πόλεμος”) για να αντιμετωπίσει ένα καινούριο εχθρό, τον Vulture (το Όρνιο, που ερμηνεύει με ο Μάικλ Κίτον), ενώ παράλληλα προσπαθεί, με τη βοήθεια του Τόινι Σταρκ/Iron Man (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ) να ισορροπήσει τη ζωή του ως τινέιτζερ στο γυμνάσιο του Μπρούκλιν. Τώρα, τι γυρεύει ο iron Man στην ταινία, αυτό μόνο η Marvel μπορεί να το εξηγήσει (ανέλαβε φαίνεται την παραγωγή των Spider-Man, με ότι αυτό σημαίνει…). Πάντως, τα CGI είναι, όπως θα τα περίμενε κάνεις, τέλεια, το σασπένς μπόλικο, ο ρυθμός γρήγορος και ο Τομ Χόλαντ δίνει την αφέλεια, την παιδικότητα, τις αμφιβολίες και τα καθημερινά (αν και, κουραστικά) προβλήματα του ανώριμου τινέιτζερ που θα συγκινήσει τις ευαίσθητες καρδιές των νεαρών θεατών! Και, για να μην ανυπομονείτε: η ταινία εξακολουθεί να είναι ένα από τα ίδια, καλύτερη πάντως από τον Spider-Man 3.