ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Από το δράμα μιας εγκλωβισμένης σε μια χωρίς διέξοδα κοινωνία μετανάστριας στην εκπληκτική, συγκινητική περφόρμανς της Αγγελίδη – σε επανέκδοση ένα ακόμη αριστούργημα του Αγγελόπουλου

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Η Βαλέρια παντρεύεται

Valeria Is Getting Married/Valeria Mithatene. Ισραήλ/Ουκρανία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Μίχαλ Βίνικ. Ηθοποιοί: Λένα Φράιφελντ, Γιάκοβ Ζάντα-Ντάνιελ, Ντάσια Τβορόνοβιτς, Αβραάμ Σάλομ Λέβι. 76´

*** ½ Η ιστορία μιας Ουκρανής νύφης με συνοικέσιο φέρνει στην επιφάνεια το σπαρακτικό δράμα νεαρών μεταναστριών σε αναζήτηση μιας άνετης ζωής σε υποτιθέμενες καλύτερες και πιο ανθρώπινες κοινωνίες, στη συναρπαστική αυτή, βουτηγμένη σε κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ταινία της Μίχαλ Βίνικ.

«Τον αγαπάς;», ρωτάει η Βαλέρια την αδελφή της, Κριστίνα, για τον Ισραηλινό άντρα που παντρεύτηκε με συνοικέσιο και που την έφερε από την Ουκρανία σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη, κοντά στο Τελ Αβίβ, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία (και πρόταση του Ισραήλ για τα φετινά Όσκαρ) της Μίχαλ Βίνικ.

«Μου προσφέρει αυτά που χρειάζομαι» είναι η απάντηση της Κριστίνας, που προσπαθεί με διάφορους τρόπους (ακόμη και συμφιλίωση με μια όχι ιδιαίτερα φιλική πεθερά) να κρατήσει μια ισορροπία ανάμεσα στην εύπορη ζωή που της προσφέρει ο αυστηρός σύζυγος Μίχαελ και τις ελπίδες και τα όνειρα που είχε κάποτε για τον εαυτό της και που για μια άνετη ζωή αναγκάστηκε να θυσιάσει.

Μια παρόμοια θυσία πρέπει τώρα να κάνει και η Βαλέρια για ένα γάμο με τον συμπαθητικό, ευγενικό Έιταν, ο οποίος πλήρωσε 5.000 δολάρια στον μεσίτη γάμων Μίχαελ για να την βρει. Η Βαλέρια όμως δεν δείχνει τελικά να είναι και τόσο πρόθυμη να υποστεί ένα τέτοιο γάμο.

Στο τραπέζι που κάθονται να φάνε αρχίζουν να δημιουργούνται και οι πρώτες ρωγμές. Τα χαζά χαμόγελα των πρώτων σκηνών, με μια πρόθυμη, έτοιμη για νέα, συναρπαστική όπως πιστεύει, ζωή, Βαλέρια να ακολουθεί την αδελφή της στο Ινστιτούτο Αισθητικής για να γίνει πιο ελκυστική στον υποψήφιο γαμπρό, αρχίζουν να υποχωρούν, παρά την προθυμία και τις προσπάθειες του υπομονετικού Έιταν να την πείσει για την αγάπη του (η γνωριμία τους είχε αρχικά γίνει στο διαδίκτυο) προσφέροντας της δώρο ένα ακριβό, σύγχρονο κινητό τηλέφωνο, ακόμη και το δικό της δωμάτιο στο σπίτι του, και μαθαίνοντας μερικές φράσεις στα ουκρανικά.

Από τη μια, η αναποφασιστικότητα, οι δισταγμοί και οι φόβοι της Βαλέριας και από την άλλη η επιμονή και οι προσπάθειες, τόσο της Κριστίνας και του άντρα της όσο και του Έιταν, για να την πείσουν, δημιουργούν την αρχικά φαρσική σε κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, με την Βαλέρια να βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα χώρο (και μεταφορικά σε μια κοινωνία) που προσπαθεί να την επιβάλει ένα τρόπο ελεγχόμενης ζωής, κάτι που σίγουρα αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες, και ακόμη περισσότερο μετανάστριες, που εγκαταλείπουν τη χώρα τους για μια υποτιθέμενη καλύτερη ζωή, στην οποία τελικά θυσιάζουν την προσωπική τους ευτυχία.

Με την Τάσια Τβορόνοβιτς στο ρόλο της Βαλέριας να καταφέρνει με το βλέμμα και τις εκφράσεις της να μεταφέρει την αγωνία και το φόβο της παγιδευμένης γυναίκας σε καταστάσεις και ένα τρόπο ζωής που της αφαιρούν την προσωπική της ελευθερία. Ερμηνεία που μαζί με εκείνες των τριών συμπρωταγωνιστών της (Λένα Φράιφελντ, Γιάκοβ Ζάντα-Ντάνιελ και Αβραάμ Σάλομ Λέβι) είναι ανάμεσα στα ατού που κάνουν την ταινία της Βίνικ συναρπαστική.

Έμμονες ώρες στον Τόπο της πραγματικότητας: Εξομολογήσεις της Αντουανέττας Αγγελίδη

Ελλάδα, 2023. Σκηνοθεσία: Ρέα Βαλντέν. Performance: Αντουανέττα Αγγελίδη. 88´

*** Μια προσωπική, συχνά συγκινητική, που σε κρατάει σε εγρήγορση, εξομολόγηση της πρωτοποριακής σκηνοθέτριας Αντουανέττας Αγγελίδη, γύρω από τη ζωή, τις ταινίες και τα οράματα της.

Σε ένα δωμάτιο, στη διάρκεια της καραντίνας, η φεμινίστρια σκηνοθέτρια Αντουνέττα Αγγελίδη, γνωστή για τις πρωτοποριακές ταινίες της («Τόπος», «Οι ώρες», «Κλέφτης ή η πραγματικότητα»), μας μιλάει για τη ζωή της, το έργο της, την εμπειρία της τύφλωσης. Στο μεγαλύτερο μέρος της εξομολογητικής αυτής ταινίας, ντυμένη στα μαύρα, καθισμένη σε ένα σε μαύρο φόντο, με το μαύρο να τα καλύπτει όλα, εκτός από τα χέρια και το πρόσωπό της κι ένα ποτήρι νερό μπροστά της, η Αντουανέττα μας μιλάει για τις σκέψεις της, τα οράματά της, τα υπαρξιακά της προβλήματα, την κόρη της, τρόπους με τους οποίους αντιμετώπισε γυρίσματα σκηνών στις ταινίες της, με χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτές, με άλλα λόγια για την ίδια τη ζωή της.

Αφήγηση μιας χαρισματικής γυναίκας, δοσμένη με αμεσότητα, περίσκεψη, συχνά με συγκίνηση, μια αφήγηση ποταμός, που σε κρατάει, στα 80 λεπτά της διάρκειας της, σε συνεχή εγρήγορση.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

Ταξίδι στα Κύθηρα

Ελλάδα, 1984. Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος. Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Θανάσης Βαλτινός, Τονίνο Γκουέρα. Ηθοποιοί: Μάνος Κατράκης, Τζούλιο Μπρότζι, Μαίρη Χρονοπούλου, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Ντόρα Βολονάκη.

***** Ταξίδι του Μεγαλέξαντρου μέσα στις πόλεις, ταξίδι παράλληλα στο χώρο της φαντασίας, του έρωτα και του θανάτου. Αλλά και πορεία ενός πρόσφυγα που επιστρέφει στην πατρίδα του, μέσα από ένα έργο «εν πορεία», που μεταβάλλεται, μεταμορφώνεται, αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται με το θαυμάσιο, συναρπαστικό, στιλ του σκηνοθέτη της. (Βραβειο σεναρίου στο διαγωνιστικό τμημα του φεστιβάλ των Καννών, καθώς και της Διεθνούς Κριτικής – FIPRESCI).

Ένας σκηνοθέτης, που θέλει να γυρίσει μια ταινία για την επιστροφή στην Ελλάδα ενός πολιτικού πρόσφυγα, νοιώθει μια παράξενη έλξη για ένα γέρο, πωλητή λεβάντας. Τον ακολουθεί και σιγά-σιγά αρχίζει να ξετυλίγεται στη φαντασία του η ιστορία της ταινίας. «Οι φαντασιώσεις του σκηνοθέτη γίνονται πραγματικότητα. Ένα ταξίδι στο χώρο της φαντασίας, του έρωτα και του θανάτου», μας λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ένα ταξίδι που του δίνει την ευκαιρία να συνεχίσει την προβληματική αλλά και την ανάπτυξη ενός ύψους που είχε αρχίσει από την εποχή της «Αναπαράστασης» και του αριστουργηματικού «Θίασου» για να συνεχιστεί με τους «Κυνηγούς» και τον «Μεγαλέξαντρο».

«Κι έτσι ο Αλέξαντρος μπήκε μέσα στις πόλεις…». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια στον «Μεγαλέξαντρο». Στο «Ταξίδι στα Κύθηρα», παρακολουθούμε την περιπλάνηση του Αλέξαντρου μέσα στις πόλεις. Η νέα όμως αυτή ταινία του Αγγελόπουλου δεν περιορίζεται σε μια απλή αναφορά της ιστορίας του Οδυσσέα, της Πηνελόπης και του Τηλέμαχου, το αρχέτυπο αυτό σχήμα όπου στηρίζεται ο μύθος της ταινίας.

Η ταινία είναι πάνω απ’ όλα μια πορεία. Και τώρα μια πορεία του ίδιου του σκηνοθέτη στο χώρο της σκέψης και της ιστορίας. Ύστερα, είναι η πορεία του πρόσφυγα, που επιστρέφει στην πατρίδα του για ν’ αντιμετωπίσει μια σκληρή, οδυνηρή πραγματικότητα. Τέλος, το ίδιο το έργο είναι είναι ένα έργο «εν πορεία», ένα έργο που μεταβάλλεται, μεταμορφώνεται, αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται στην πορεία του (ο ίδιος ο σκηνοθέτης μίλησε για ένα μη ολοκληρωμένο έργο, με τη θετική έννοια του όρου).

Η πορεία αυτή βάζει διάφορα ερωτήματα και προβλήματα στα οποία δεν δίνονται πάντα απαντήσεις. Εκείνο που ενδιαφέρει βασικά τον σκηνοθέτη είναι να τοποθετήσει αυτά τα προβλήματα, να ανοίξει ένα διάλογο με τα πρόσωπά του και μαζί μας. Για το διάλογο αυτό χρειαζόταν ένα πιο «ανθρώπινο» στυλ. Μια πιο κοντινή προσέγγιση από την αποστασιοποίηση που συναντάμε στον «Θίασο», την κάπως εγκεφαλική ανάπτυξη που αποπειράται ο «Μεγαλέξαντρος». Γι’ αυτό και ο Αγγελόπουλος χρησιμοποιεί εδώ αρκετές φορές πιο κοντινά πλάνα, αφήνει την κάμερά του να πλησιάσει τα πρόσωπα (όπως στη θαυμάσια σκηνή που η κάμερα γυρίζει με επίμονη γύρω από τον Κατράκη), ή στήνει ολόκληρες σκηνές (όπως εκείνη στο νεκροταφείο, όπου ακούγονται τα ονόματα των νεκρών αγωνιστών), που ξεκινάν από την καρδιά πριν φτάσουν στον νου.

Υπάρχουν ορισμένες σκηνές που αφήνουν κάποια κενά και δεν ολοκληρώνονται (όπως εκείνη στην παραλία με τη γιορτή των λιμενεργατών), αυτές όμως ήταν αναπόφευκτες σ’ ένα έργο «εν πορεία», αλλά και σε μια στιγμή κρίσης, όχι μόνο των προσώπων της ταινίας αλλά και του ίδιου του σκηνοθέτη – κρίση που φαίνεται κιόλας να προαναγγέλλει τη λύση της, ανοίγοντας νέους δρόμους στην πάντα συναρπαστική πορεία ενός μεγάλου δημιουργού, όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Πριν κλείσουμε, πρέπει να κάνουμε αναφορά στη φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, που δένει με τρόπο υποδειγματικό το φανταστικό με το πραγματικό, τη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, με τα δυο διαφορετικά μοτίβα (την κλασική μουσική από τη μια και τους λαϊκούς σκοπούς από την άλλη), που δένονται θαυμάσια με το κομμάτι που παίζει ο γέρο-πρόσφυγας στο τέλος, καθώς και όλες τις ερμηνείες, μ’ επικεφαλής τον Μάνο Κατράκη, που φτιάχνει μια επιβλητική, «πέτρινη» φιγούρα του ηλικιωμένου αντάρτη. (Πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία», 12 Οκτωβρίου 1984)