ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Αγώνες γυναικών από Ράι και Καρπινιάρο – ποίηση από Σκολιμόφσκι και σκοτεινό αστυνομικό θρίλερ από Παρκ Τσαν-Γουκ

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** ½ – Η μεγάλη πόλη

Mahanagar. Ινδία, 1963. Σκηνοθεσία: Σατιαζίτ Ράι. Σενάριο: Σατιαζίτ Ράι από ιστορία του Ναρεντρανάθ Μίτρα. Ηθοποιοί: Ανίλ Τσάτερζι, Μαντχάβι Μούκερζι, Χάρεν Τσάτερζι. 136´

Μια γυναίκα παίρνει το φάκελο με τον μισθό της και τρέχει στην τουαλέτα. Τον ανοίγει, πιάνει κι αισθάνεται στα χέρια της τα χαρτονομίσματα, κοιτάζεται στον καθρέφτη, τα φέρνει στο πρόσωπο της και τα φιλάει. Σκηνή από τις πιο αληθινές, ταυτόχρονα συγκινητικές σκηνές της αριστουργηματικής ταινίας «Η μεγάλη πόλη» του μεγάλου Ινδού σκηνοθέτη Σατιαζίτ Ράι, γυρισμένη πριν από 60 σχεδόν χρόνια και που χάρη στον κινηματογράφο Στούντιο προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Πρόκειται για μια σκηνή που αναφέρεται στην πρώτη δουλειά που τολμάει να κάνει στη ζωή της μια νεαρή, παντρεμένη και με μικρό παιδί, Ινδή, σε μια περίοδο ακραίου συντηρητισμού, όπου στην Ινδία, και όχι μόνο, εξακολουθούσε να κυριαρχεί το αγγλικό ρητό «a woman’s place is in the home» (η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι), ρητό που αναφέρεται κάποια στιγμή στα αγγλικά στην ταινία. Αγγλικές αναφορές και λέξεις (συχνά και διάλογοι) ακούγονται σκόρπια ανάμεσα στον ινδικό διάλογο της ταινίας, σε μια πρώην βρετανική αποικία που μόλις το 1947, δηλαδή 16 χρόνια πριν από το γύρισμα της ταινίας (1963), είχε καταφέρει να κερδίσει την ανεξαρτησία της από τη Βρετανική Αυτοκρατορία.

Είναι η πρώτη φορά που ο Ράι, ύστερα από μια σειρά αριστουργηματικών ταινιών (τη θαυμάσια Τριλογία του Απού – Pather panchali, Aparajito, «Ο κόσμος του Απού» – και το «Δωμάτιο της μουσικής»), που είχαν εκπλήξει το δυτικό το κοινό και κερδίσει βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ, είχε αποφασίσει να καταπιαστεί με μια σύγχρονη ιστορία, ιστορία που εκτυλίσσεται στη γενέτειρά του πόλη, και να καταπιαστεί με σύγχρονα κοινωνικά θέματα, ιδιαίτερα τη θέση της γυναίκας σε μια συγκεκριμένη μεταβατική περίοδο.

Θέμα που περνάει μέσα από την ιστορία της οικογένειας του τραπεζικού υπαλλήλου Σουμπράτα (Ανίλ Τσάτερζι), της γυναίκας του, Αράτι (Μαντχάβι Μούκερζι), του πεντάχρονου αγοριού τους, Πίντου, και των συγγενών τους, της 14χρονης αδερφής του Σουμπράτα, του συνταξιούχου δασκάλου πατέρα του (Χάρεν Τσάτερζι) και της μητέρας του. Όταν από οικονομική ανάγκη η Αράτι αποφασίζει να εργαστεί πωλήτρια, θα βρεθεί αντιμέτωπη με τις παραδοσιακές απόψεις μια συντηρητικής κοινωνίας που εκφράζουν οι γονείς του συζύγου, μαζί και του πεντάχρονου παιδιού, επηρεασμένου από την υπόλοιπη οικογένεια. Επιφυλάξεις αρχίζει να έχει αργότερα και ο σύζυγος, περισσότερο από ζήλεια, όταν ανακαλύπτει τη γυναίκα του να κουβεντιάζει άνετα με ξένους και να χρησιμοποιεί ακόμη και κραγιόν.

Ο Ράι παρακολουθεί από κοντά τα πρόσωπά του, με ένα καθαρά ρεαλιστικό στιλ, εμπνευσμένο τόσο από τον ιταλικό νεορεαλισμό όσο και από εκείνο του Ζαν Ρενουάρ (ας μη ξεχνάμε πως ήταν η παρακολούθηση του γυρίσματος στην Ινδία της ταινίας «Το ποτάμι» του Γάλλου σκηνοθέτη που έσπρωξε τον Ράι να γίνει σκηνοθέτης), ένα ρεαλισμό από τον οποίο δεν λείπει και η ποίηση (η θαυμάσια μαυρόασπρη φωτογραφία είναι του τακτικού του συνεργάτη Σουμπράτα Μίτρα), με αρκετά γκρο πλάνα όταν χρειάζεται, για να καταγράψει τις αντιδράσεις, τις εκφράσεις, τις αλλαγές, μαζί και τις υποχωρήσεις, τόσο εκείνες της συζύγου όσο και εκείνες των άλλων γύρω της, συμπεριφορά που εκφράζει ηθικές και άλλες αξίες μιας συγκεκριμένης καπιταλιστικής κοινωνίας (παράδειγμα οι σκηνές της τράπεζας που ξαφνικά κατεβάζει τα ρολά, εξαφανίζοντας τις οικονομίες των πελατών της και πετώντας στο δρόμο τούς χωρίς καμία αποζημίωση υπαλλήλους της).

Με την Αράτι (με μια εκφραστική Τσάτερζι να ερμηνεύει το ρόλο της με ευαισθησία και δύναμη) να εκπροσωπεί μια νέα πιο δυναμική εποχή, με τις ανατροπές που αυτή θα επιφέρει γενικότερα στην κοινωνία, ιδιαίτερα και τη θέση της γυναίκας, και τον Σουμπράτα, αρχικά απρόθυμα, να την ακολουθεί. αντίθετα με τον πατέρα του που αρνείται να δεχτεί τις αλλαγές, προτιμώντας, εξαιτίας του παραμερισμού και της φτώχειας του, να στραφεί προς τους πρώην, και τώρα πετυχημένους, μαθητές του, για οικονομική βοήθεια παρά να δεχτεί εκείνη της νύφης του.

**** Έο

Eo. Πολωνία/Ιταλία, 2022. Σκηνοθεσία: Γιέρζι Σκολιμόφσκι. Σενάριο: Εύα Πιασκόφσκα, Γιέρζι Σκολιμόφσκι. Ηθοποιοί: Σάντρα Ντρζιμάλσκα, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Λορένζο Ζουρζόλο. 86΄

Στη νέα του ταινία ο Πολωνός σκηνοθέτης Γιέρζι Σκολιμόφσκι («Τέσσερις νύχτες με την Άννα», «Η επιτυχία είναι η καλύτερη εκδίκηση», «Εγκατάλειψη») έχει για πρωταγωνιστή, εξαίρετο, πρέπει να πω, ένα συμπαθητικό γαϊδουράκι, τον «Έο», που δίνει και τον τίτλο στην ταινία. Πρωταγωνιστής σε τσίρκο, ο Έο προσφέρει ένα όμορφο θέαμα, μαζί με μια το ίδιο συμπαθητική νέα κοπέλα, που όχι απλά το καθοδηγεί αλλά και το φροντίζει, δείχνοντας να το κατανοεί και να το αγαπάει. Κάποτε όμως, ένας νόμος ενάντια στην κακομεταχείριση των ζώων σε τσίρκο και αλλού, ο Έο κλείνεται ξαφνικά σε μια κλούβα για να μεταφερθεί σε κάποιο υποτιθέμενο καλύτερο μέρος, στην πραγματικότητα για να χρησιμεύσει για συχνά βαριές μεταφορές και πράγματα που δεν του αρέσουν.

Ο Έο θα καταφέρει όμως να δραπετεύσει και αρχίζει να κινείται ελεύθερα, στη φύση και σε διάφορους χώρους, μαζί με άλλα ζώα, με άλογα, μαζί και με γουρούνια κοντά σε ένα φράγμα, καταφέρνοντας να ζει απελευθερωμένος, τα δικά του οράματα. Ο άνθρωπος όμως είναι παντού. Έτοιμος να επέμβει, να καταστρέψει αυτή την ομορφιά και την αρμονία. Ο Σκολιμόφσκι θέλησε να κάνει μια αλληγορία πάνω ακριβώς στη σχέση μας με τα ζώα, σχέση τελικά απαράδεκτη, που τα προσέχουμε και τα φροντίζουμε μόνο και μόνο για να τα εκμεταλλευτούμε, τις πιο πολλές φορές για να τα τρώμε. Ο Έο μας κοιτάζει λυπημένος. Με τον Σκολιμόφσκι να κινηματογραφεί συχνά σε γκρο πλάνο τα μάτια του, λυπημένα, απορημένα, ίσως και φιλοσοφημένα.

Στο νου δεν μπορεί παρά να έρθει το αντίστοιχο γαϊδουράκι στο αριστουργηματικό «Au hazard Balthazar» του Ρομπέρ Μπρεσόν. Οι εικόνες του Σκολιμόφσκι έχουν τον ίδιο εξαίρετο ρυθμό και την ίδια ποίηση, μαζί και μια θλίψη, οι ήχοι που επενδύουν τις εξαιρετικές εικόνες του είναι εκπληκτικοί, παίζοντας πάντα σημαντικό ρόλο (όπως τα εκκωφαντικά τύμπανα με το νερό να πέφτει στο φράγμα) ή στις τελευταίες σκηνές, όταν ο Έο, και πάλι «αιχμάλωτος» των ανθρώπων, παίρνει το δρόμο, μαζί με άλλα ζώα, προς ένα τέλος που όλοι φανταζόμαστε και φοβόμαστε…

**** Απόφαση φυγής

Heojil kyolshim/Decision to Leave. Νότια Κορέα, 2022. Σκηνοθεσία: Παρκ Τσαν-Γουκ. Σενάριο: Παρκ Τσαν-Γουκ, Σέο-Κίονγκ Γέονγκ. Ηθοποιοί: Τανγκ Βέι, Γκο Κίουνγκ-Πίο. Παρκ Χάε-Ιλ. 138΄

Σε μια ταινία που συνδυάζει το αστυνομικό μυστήριο με έναν ακατόρθωτο έρωτα στρέφεται στην ταινία του «Απόφαση φυγής» ο Κορεάτης σκηνοθέτης Παρκ Τσαν-Γουκ, γνωστός μας από βραβευμένες σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ ταινίες («Old Boy», «Δίψα», «Η υπηρέτρια»). Ο θάνατος (ή και πιθανή δολοφονία) ενός άντρα που πέφτει και σκοτώνεται από την κορυφή ενός βουνού, με μια σύζυγο που δείχνει αδιάφορη, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτη από τον αστυνομικό που αναλαμβάνει την υπόθεση, είναι στο επίκεντρο της ταινίας. Μόνο που στην εξέλιξη της έρευνας ο αστυνομικός, αρχίζει να προσελκύεται από την παράξενη γοητεία της γυναίκας.

Μέσα από την πορεία, και τα διάφορα ενδιάμεσα φλας-μπακ, με εικόνες πάντα εικαστικά εξαίρετες, από τις οποίες δεν λείπει και η ποίηση, ο Τσαν-Γουκ φτιάχνει το παζλ που σταδιακά θα φωτίσει, αργά και μεθοδικά, την όλη υπόθεση. Υπόθεση, που πέρα από την αστυνομική ίντριγκα, υπάρχει βασικά η ιστορία ενός παθιασμένου, ανεκπλήρωτου έρωτα καθώς και μια μελέτη χαρακτήρων, του αστυνομικού ντετέκτιβ που ταλαντεύεται ανάμεσα στο καθήκον και τον έρωτά του, και της «μοιραίας» γυναίκας, που πέφτει στην παγίδα που η ίδια έχει φτιάξει.

*** ½ – Για την Κιάρα

A Chiara. Ιταλία, 2021. Σκηνοθεσία-σενάριο: Γιόνας Καρπινιάρο. Ηθοποιοί: Σουάμι Ροτόλο, Πίο Άματο, Λεονάρντο Μπεβιλάκου. 121´

Το σκληρό, βασανιστικό πέρασμα από την εφηβική ηλικία στην ενηλικίωση ενός 17χρονου κοριτσιού, μέλος μιας μαφιόζικης οικογένειας της Καλαβρίας, αφηγείται ο ιταλικής καταγωγής Ιταλός σκηνοθέτης Γιόνας Καρπινιάρο, στην ταινία του «Για την Κιάρα».

Όπως και στην προηγούμενη ταινία του, «Η γειτονιά των ανθρώπων» (2017), όπου ένας 14χρονος Ρομά αγωνιζόταν να βρει θέση σε μια αντίξοη κοινωνία, έτσι κι εδώ, η νεαρή Κιάρα, έχοντας κάποια στιγμή ανακαλύψει το μυστικό της οικογένειας της (πως ο πατέρας είναι μέλος της καλβρέζικης μαφίας), αντιμετωπίζει την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής της: να συμβιβαστεί ή να εξεγερθεί;

Ερώτημα που πολύ έξυπνα ο Καρπινιάρο αφήνει ανοιχτό, προτιμώντας να στρέψει το ενδιαφέρον του στην καταγραφή του γεμάτου με αμέτρητα, άμεσα προβλήματα κοινωνικού περίγυρου, στον οποίο είναι αναγκασμένη να ζησει η Κιάρα. Εκείνο που καταφέρνει τελικά πάνω από όλα είναι να δώσει την φτώχεια και γενικά κοινωνική εξαθλίωση του συγκεκριμένου χώρου, όπου οι απλοί άνθρωποι για να επιβιώσουν στρέφονται στη μαφία («αυτή το λένε μαφία, εμείς το λέμε επιβίωση» θα πει κάποια στιγμή ένα από τα πρόσωπα της ταινίας).

Πέρα από την προσεγμένη, με ωραίες λεπτομέρειες ρεαλιστική αντιμετώπιση της ιστορίας από τον Καρπινιάρο (όπως εξηγεί ο Αντόνιο στην Κιάρα, όλα είναι όπως πραγματικά φαίνονται, αληθινά, τίποτα δεν είναι ψεύτικο, συγκρίνοντας τα με ένα πίνακα του Ραφαήλ), εκείνο που σε συγκινεί και σε κρατάει στην ταινία είναι η εξαιρετική ερμηνεία της νεαρής Σουάμι Ροτόλο: ξένοιαστη, χαρούμενη στην αρχή, στο σχολείο, στο γυμναστήριο, στα γενέθλια της μεγαλύτερης αδερφής της, με φόβο και απορίες, που τονίζει με το βλέμμα και τις πιο λεπτομερείς εκφράσεις όταν ο πατέρας της εξαφανίζεται, με πείσμα και επιμονή, κορίτσι πια ώριμο και ανεξάρτητο στη γιορτή των 18χρονων γενεθλίων της, όταν πια έχει ανακαλύψει και αποδεχτεί την αλήθεια – με το ερώτημα τι θα κάνει στο μέλλον, να μένει αναπάντητο μετά από την πολύ ωραία σκηνή της μύησης της στους χώρους προετοιμασίας των ναρκωτικών από τον πατέρα και τα άλλα μέλη της οικογένειας.