ΕΡΙΚ ΚΑΝΤΟΝΑ:

«Για μένα το ποδόσφαιρο ήταν το τέλος μιας ιστορίας έρωτα”

Αποκλειστική συνέντευξη: ΝΙΝΟΣ ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗΣ

Διάσημος «κανονιέρης» της Manchester United, στην οποία χάρισε πολλά τρόπαια, ο «Βασιλιάς», όπως ήταν γνωστός ο Γάλλος ποδοσφαιριστής Ερίκ Καντονά, από το 1997 που αποφάσισε ξαφνικά να αναγγείλει την αποχώρησή του από το ποδόσφαιρο, στράφηκε στον κινηματογράφο, ανταλλάσσοντας τη θέση του ποδοσφαιριστή μ’ αυτή του ηθοποιού.

Αν το ελληνικό κοινό δεν έτυχε να τον δει στις προηγούμενες ταινίες του, όπου ο Καντονά έπαιζε συνήθως δεύτερους ρόλους (ανάμεσά τους και στη γαλλική ταινία «Η τελευταία πνοή» του Αλέν Κορνό), τη φορά αυτή, στην ταινία «Αναζητώντας τον Ερικ» του Κεν Λόουτς, έχει σημαντικό ρόλο: ερμηνεύει τον εαυτό του, είδωλο ενός μεσήλικα Άγγλου, με το ίδιο όνομα, που παρουσιάζεται μπροστά του κάθε τόσο για να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα προσωπικά και άλλα προβλήματά του και ν’ αντιμετωπίσει με αισιοδοξία τη ζωή.

 

Από τις πιο αισιόδοξες ταινίες του Κεν Λόουτς, διανθισμένη με χιούμορ αλλά και γεμάτη ανθρωπιά, που πρωτοείδαμε στο πρόσφατο φεστιβάλ των Κανών και που τώρα, με καθυστέρηση 9 χρόνων, προβάλλεται τελικά και στην Ελλάδα. Αυθόρμητος, παθιασμένος (στην ποδοσφαιρική του περίοδο κλώτσησε οπαδό του στο γήπεδο, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί για 8 μήνες από τα παιχνίδια), ο Καντονά, στις Κάνες που τότε τον συνάντησα, μαζί με τον πολύ φίλο Κεν Λόουτς, δέχτηκε πρόθυμα να μου μιλήσει, ευδιάθετος, με πολύ χιούμορ, στα αγγλικά (που τα μιλάει πολύ καλά), για το ρόλο του, τη νέα του καριέρα αλλά και για την παλιά του αγάπη, το ποδόσφαιρο.

– Πώς αντιμετώπισες αυτή την αλλαγή, από το γήπεδο στο φεστιβάλ των Κανών;

– Όλοι μου έλεγαν, αυτό είναι σπέσιαλ. Ξαφνικά από τα μεγάλα γήπεδα σ’ ένα Μέγαρο κινηματογράφου! Και να περπατάς στο κόκκινο χαλί! Σαν να βρίσκεσαι σε κάποιο παλάτι. Είναι άλλου είδους γυμναστήριο… (γελάει)

– Οι Κάνες είναι το μεγαλύτερο γεγονός των μίντια. Είναι όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες ή το Τσάμπιον Λιγκ…

– Ναι, είναι από τα σπάνια events. Κι έχω πάει σε μερικά.

– Έχεις κάποιο αφορισμό που σου αρέσει ιδιαίτερα;

– Αν έχεις κάποιο όνειρο προσπάθησε να έχεις ένα μεγαλύτερο… Το όνειρό μου ήταν να εργαστώ με τον Κεν Λόουτς και αυτό τελικά πραγματοποιήθηκε. Κι αυτό γιατί μου αρέσει γενικά ο κινηματογράφος.

– Έχεις παίξει σε ορισμένες άλλες ταινίες. Η πρώτη σου ταινία ήταν η «Ελισάβετ» με την Κέιτ Μπλάνσετ;

– Όχι, αυτή ήταν η δεύτερη ταινία μου. Είχα παίξει σε μια γαλλική ταινία. Σε μια ταινία του Ετιέν Σατιλιέ, με τον Μισέλ Σερό, ερμήνευα ένα τύπο του «ράγκμπι». Ήταν μικρός ρόλος. Αλλά ήταν πολύ ενδιαφέρον, όπως κι όσοι ακολούθησαν. Για μένα ήταν δύσκολο στην αρχή. Γιατί προερχόμουν από άλλο χώρο και όχι αυτό του σινεμά. Και περίμεναν πολλά από μένα. Γι’ αυτό χρειάστηκε πολλή δουλειά από την πλευρά μου. Δεν είχα την πείρα. Αλλά γνώριζα πως τα πρώτα πέντε χρόνια θα ήταν δύσκολα. Αλλά επέμενα γιατί μου άρεσε και ήξερα επίσης πως αν πετύχαινα θα μπορούσα να συνεχίσω και να καλυτερεύσω. Κι ύστερα από πέντε χρόνια οι άνθρωποι θα με εμπιστευόντουσαν περισσότερο. Τώρα πέρασαν τα πέντε χρόνια και μπορώ να απολαύσω τη δουλειά μου και να την απολαύσουν και οι άλλοι.

– Γιατί επέλεξες σαν δεύτερη καριέρα σου τον κινηματογράφο και όχι, για παράδειγμα, να γίνεις μάνατζερ σε κάποια ομάδα;

– Από μικρός είχα διάφορα όνειρα. Το πρώτο μου ήταν να γίνω ποδοσφαιριστής και το δεύτερο να γίνω ηθοποιός. Και τα ακολούθησα και τα δυο… Είμαι, όπως βλέπεις, πολύ τυχερός άνθρωπος.

– Τι ήταν εκείνο που σε έκανε να διακόψεις το ποδόσφαιρο;

– Είναι κάποια στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις παραμείνει περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Πρέπει να είσαι έντιμος με τον εαυτό σου. Να μην το παρατραβάς. Μερικοί συνεχίζουν γιατί θέλουν να κάνουν περιουσία. Αλλά χάνεται το πάθος.

– Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις αθλητών που αργότερα στράφηκαν στον κινηματογράφο, όπως παλιότερα ο Τζόνι Βαϊσμίλερ, ολυμπιονίκης στην κολύμβηση που έπαιξε τον Ταρζάν. Ενώ, αργότερα, είχαμε άλλα παραδείγματα, μόνο που όλοι αυτοί προτίμησαν να ερμηνεύσουν γνωστούς ήρωες ή πρόσωπα σε επικές ταινίες. Εσύ πώς επέλεξες μια ταινία του Κεν Λόουτς;

– Δεν μου αρέσουν και τόσο τα μπλοκ-μπάστερς. Στις ταινίες του Κεν Λόουτς, όπως και στην ταινία του Αλέν Κορνό (σ.σ. «Η δεύτερη πνοή»), εκείνο που έχει σημασία είναι οι χαρακτήρες, η ατμόσφαιρα. Υπηρχε και η χιουμοριστική πλευρά στην ταινία. Μου αρέσει η κωμωδία, ξέρεις. Και συζητήσαμε το ρόλο τόσο με τον Πολ (σ.σ.: τον σεναριογράφο Πολ Λάβερτι) όσο και με τον Κεν. Κάτι που δεν γίνεται στα μπλοκ-μπάστερ. Όλα αυτά είναι που με κάνουν ν’ αγαπώ τον κινηματογράφο.

– Δηλαδή, αν σου προσφέρανε κάποιο ρόλο αρχαίου ήρωα σε μπλοκ-μπάστερ δεν θα δεχόσουνα; Έρικ ο Βίκινγκ, για παράδειγμα…

– (Αρχίζοντας να γελάει)… Όχι! Δεν με ενδιαφέρει. Θέλω να παίξω ρόλους προσώπων που αναγνωρίζω. Που να είναι ανθρώπινοι. Όχι ημίθεοι…

– Μπορείς εύκολα να διαχωρίσεις τον εαυτό σου από τον ποδοσφαιριστή;
– Κάνω ότι καλύτερο μπορώ… (γελά)

– Πώς αντιμετωπίζεις τους οπαδούς σου; Γι’ αυτούς είσαι το αντίστοιχο με τους σταρ του σινεμά…

– Όταν ήμουν μικρός θαύμαζα τους σταρ κι ήθελα να γίνω σαν κι αυτούς. Όταν όμως μεγάλωσα σταμάτησα να σκέφτομαι κάτι τέτοια. Προτιμώ να ζω ήσυχα με την οικογένειά μου. Καταλαβαίνω πως υπάρχουν οι θαυμαστές αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να το παίζεις σταρ.

– Υπάρχει κάποιος που θαυμάζεις σήμερα;

– Δεν θέλω ν’ αναφέρω ονόματα…

– Υπάρχει κάποιος ποδοσφαιριστής που νομίζεις ότι βρίσκεται κοντά στο δικό σου στιλ;

– Δεν παρακολουθώ πολύ ποδόσφαιρο. Βλέπω περισσότερο ταινίες. Τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα.

– Γιατί εγκατέλειψες το ποδόσφαιρο;

– Ήταν το τέλος μιας ιστορίας έρωτα. Το κάθε τι απαιτεί μεγάλο πάθος.

– Στην ταινία υπάρχει μια σκηνή στο παμπ όπου γίνεται συζήτηση για την εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου. Είναι μήπως αυτή η εμπορευματοποίηση που σε έκανε να το εγκαταλείψεις;

– Όταν έπαιζα, το ποδόσφαιρο ήταν κάτι το πολύ διαφορετικό από σήμερα. Παίζαμε γιατί το αγαπούσαμε. Πριν από 20 χρόνια, όταν έπαιζα κι εγώ, τα πράματα ήταν διαφορετικά. Τώρα ξοδεύονται πολλά λεφτά, οι παίκτες πληρώνονται τεράστια ποσά, το ποδόσφαιρο έχει γίνει πολύ δημοφιλές. Σήμερα παίζουν παντού αλλά έχει χαθεί το πάθος. Όλες οι εφημερίδες γράφουν για το ποδόσφαιρο, πράγμα που εκμεταλλεύονται οι χορηγοί για να προωθήσουν τις ομάδες που υποστηρίζουν. Οι παίκτες βέβαια παίζουν το ρόλο τους. Αλλά και τα μίντια παίζουν το δικό τους.

– Πώς βλέπεις τις ταινίες με θέμα το ποδόσφαιρο; Είναι κάποια που σου αρέσει;

– Είναι δύσκολο να δώσεις τη ζωντάνια και τον αυθορμητισμό που υπάρχει στο γήπεδο. Για φαντάσου τον Σιλβέστερ Σταλόνε σ’ εκείνη την ταινία που έκανε τον ποδοσφαιριστή… Μόνο αν έχεις χιούμορ το δέχεσαι… Δεν έχω δει μια πράγματι καλή ταινία για το ποδόσφαιρο. Για το μποξ, ναι. Το μποξ είναι πιο εύκολο. Στο μποξ έχεις να κάνεις μόνο με δυο άτομα. Ενώ, στο ποδόσφαιρο τα πρόσωπα είναι πολλά. Προσπαθήσαμε σε μια παλιότερη ταινία που έπαιζα να γυρίσουμε μια σκηνή στη διάρκεια ενός παιχνιδιού, αλλά η σκηνή δεν πέτυχε. Αυτό που υπάρχει στο γήπεδο είναι το κάτι άλλο. Ακόμη και ο τρόπος που σε αντιμετωπίζει το κοινό.


Θα σε ενδιέφερε κάποιος σκηνοθέτης να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή σου, όπως έγινε, για παράδειγμα, με τον Μαραντόνα, με την ταινία του Κουστουρίτσα, που προβάλλεται εδώ στις Κάνες;

– Όχι… Είμαι πολύ νέος ακόμη… (γελά)

– Ίσως όταν γίνεις 60 χρονών;…

– Ίσως, ίσως και όχι. Εγώ δεν ξέρω τι θα κάνω σε δέκα χρόνια…

– Θα σκηνοθετούσες ταινία μυθοπλασίας;

– Δεν έχω την αυτοπεποίθηση για τέτοια δουλειά… Είναι πολύ δύσκολο.

– Αλλά γύρισες μια ταινία μικρού μήκους από διήγημα του Τσαρλς Μπουκόφσκι…

– Ναι, μικρού μήκους. Γύρισμα πέντε ημερών. Για τέτοια ταινία είναι πιο εύκολο. Που να διαρκεί μέχρι και 15 λεπτά.

– Θα ξανασκηνοθετήσεις;

– Θα δούμε. Δεν ξέρω.

– Βρίσκεις κάποιες ομοιότητες ανάμεσα στο γήπεδο και το πλατό των στούντιο;

– Ναι, και στα δυο χρειάζεται πολλή δουλειά και αποφεύγεις να δείξεις τις αμφιβολίες σου.

– Είχες αμφιβολίες όταν έπαιζες ποδόσφαιρο;

– Ναι, αλλά δεν τις έδειχνα ποτέ.