ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ 2019

Μελόδρομα από την Σέρφιγκ, τολμηρή καταγγελία από τον Οζόν

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με τη δανέζικη ταινία “Η καλοσύνη των ξένων” της Λόνε Σέρφιγκ (που είχε κάνει ένα ενδιαφέρον ντεμπούτο το 2000 με την ταινία “Ιταλικά για αρχάριους”, γυρισμένο στο πνεύμα του Δόγματος 95) έκανε επίσημη έναρξη το 69ο διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ του Βερολίνου και με τον για 18 χρόνια διευθυντή του φεστιβάλ, Ντίτερ Κόσλιγκ να υπενθυμίζει, στην εισαγωγική ομιλία του πως η Μπερλινάλε είναι “το πιο πολιτικά στρατευμένο φεστιβάλ του κόσμου”.

Ομιλία που απέσπασε τα ενθουσιάδη χειροκροτήματα των καλεσμένων θεατών, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτή είναι η τελευτραία χρονιά που ο Κόσλιγκ διευθύνει το φεστιβαλ. Στο ίδιο πνεύμα μίλησαν και η υπουργός πολιτισμού της Γερμανίας, δρ. Μόνικα Γκρούτερς, ο δήμαρχος του Βερολίνου, Μίκαελ Μούλερ και η πρόεδρος της διεθνούς κριτικής επιτροπής, διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός, Ζιλιέτ Μπινός (Αργυρή Άρκτος καλύτερης ερμηνείας για την ταινία “Ο Άγγλος ασθενής”).

Το πολιτικό στίμγα πάντως δεν ήταν το μόνο στη φετινή 69η Μπερλινάλε. Σ’ αυτήν αξίζει να προσθέσω και τη γυναικεία παρουσία στις επιλογές των ταινιών, γιατί, εκτός από την γυναίκα πρόεδρο της κριτικής επιτροπής, οι μισές σχεδόν από τις 17 ταινίες του διαγωνιστικού τμήματος είναι φέτος σκηνοθετημένες από γυναίκες.

Στο πνεύμα αυτό ακολούθησε, μετά τις εναρκτήριες ομιλίες και την παρουσίαση των υπόλοιπων μελών της κριτικής επιτροπής, η προβολή της ταινίας της Δανέζας σκηνοθέτριας Λόνε Σέρφιγκ. Η ιστορίας μιας νεαρής, παντρεμένη επαρχιώτισσας (με τη Ζόε Καζάν, να δίνει τη μόν η πράγματι πολύ καλή ερμηνεία στην ταινία), που φτάνει στη Νέα Υόρκη, με τους δυο μικρούς γιους της, κακοποιημένους από ένα βίαιο πατέρα, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει απ’ αυτόν.

Η ταινία καταγράφει τα προβλήματα που η άστεγη, χωρίς δουλειά ή χρήματα μητέρα, αντιμετωπίζει, καθώς και την καλοσύνη των ξένων, όπως αναφέρει οο τίτλος, που τελικά ανακαλύπτει, ανθρώπων βασικά του περιθωρίου (ένα πρώην κατάδικο που βρίσκει δουλειά στο μαγειρείο ενός υποτιθέμενου Ρώσου εμιγκρέ, ένα καλοκάγαθο, προβληματικό νέο, μια νοσοκόμα που προσφέρει τις υπηρεσίες της σε μια θρησκευτική οργάνωση θεραπείας μοναχικών ανθρώπων με προβήματα).

Πρόκειται για μια ταινία φτιαγμένη για να συγκινήσει και να ικανοποιήσει τα πιο όμορφα και γεμάτα ανθρωπιά, αισθήματα του θεατή, ταινία, ένα κατά κάποιο τρόπο, χριστουγεννιάτικου τύπου παραμύθι για μεγάλους, από εκείνα που έφτιαχνε, με αληθινά μεγάλο πρέπει να τονίσω ταλέντο, ο Φρανκ Κάπρα στη δεκαετία του ’30. Η Σέρφιγκ (υποψήφια για Οσκαρ για την ταινία της “Μια εκπαίδευση”), η οποία έγραψε και το σενάριο, θέλησε, όπως ανάφερε στη συνέντευξη Τύπου, που ακολούθησε την ταινία της, να φτιάξει “μια ταινία για σημερινούς ανθρώπους με προβλήματα, ανθρώπους που δεν γνωρίζουν ο ένας τον άλλο αλλά καταφέρνουν να συνδεθούν”. Μόνο που η ταινία της περιορίστηκε σε μια επειφανειακή, μελοδραμαστική προσέγγιση.

Αντίθετα, πολύ καλή αποδείχτηκε η γαλλική ταινία “Ελέω θεού” (Grace a dieu) του Φρανσουά Οζόν (“Η πισίνα”, “8 γυναίκες”, “Η καινούργια φιλενάδα”, “Φραντζ”). Θέμα της η παιαδεραστία στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας, που μόνο πρόσφατα, και χάρη στην τολμηρή θέση που πήρε ο νέος Πάπας, άρχισε να έχει θετικά αποτελέσματα.

Η ιστορία της ταινίας στηρίζεται σε μια αληθινή υπόθεση, εκείνη του ιερέα Πρενά της Λιόν, που ακόμη βρίσκεται στα δικαστήρια από το 2016 όταν ξεκίνησε. “Εκείνο που αρχικά έψαχνα να φτιάξω ήταν μια ταινία για άντρες που υποφέρουν, στοιχεία που συνήθως συναντάμε στις γυναίκες. Και όταν έμαθα για την ιστορία του ιερέα Πρενά, αποφάσισα να εστιάσω σ’ αυτήν το σενάριό μου”, ανάφερε ο Οζόν.

Αυτό που τον συγκίνησε, είπε, ήταν ότι “ο Αλεξάντρ (ο πρωταγωνιστής της ταινίας, και ο άνθρωπος που στάθηκε υπεύθυνος για να ξεκινήσει η έρευνα που οδήγησε στη σύλληψη του ιερέα), αποφάσισε, σε ηλικία 40 χρονών, να αποκαλύψει τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη (όπως και δεκάδες άλλα αγόρια) από τον ατιμώρητο από την εκκλησία παπά.” Ο Οζόν έκανε μια μεγάλη, τύπου δημοσιογραφική, έρευνα, για να καταλήξει στο τελικό του σενάριο, ψάχνοντας σε αρχιακό υλικό και μιλώντας με τα θύματα αλλά και τους συγγενείς τους, για να καταλήξει στην αποκαλυπτική αυτή, δοσμένη με πάθος, ειλικρίνεια και δύναμη, ταινία του.

Αντίθετα με το μυθοπλαστικό σενάριο της ταινίας “Spotlight” του Τομ Μακάρθι (γύρω από μια παρόμοια αποκάλυψη στις ΗΠΑ, από την εφημερίδα Globe), ο Οζόν εστίασε την αφήγησή του στα πραγματικά γεγονότα και συγκεκριμένα ην ιστορία του Αλεξάντρ (ένας πολύ καλός Μελβίλ Πουπό), ενός πιστού Καθολικού, παντρεμένου σήμερα και με πέντε παιδιά, που δέχτηκε να αποκαλύψει την κακοποίησή του, στη διάκρεια της δεκαετίας του ’80, για να προχωρήσει στον Πρενά και τους ανώτερους του, μαζί και τον Καρδινάλιο της περιοχής, που επιμένει στη συγχώρεση και όχι στην καταγγελία (σε μια σκηνή που ο Αλεξάντρ του αναφέρει πως ο ιερέας είναι παιδόφιλος, εκείνος του ζητά να μην αναφέρει τη λέξη αυτή γιατί παιδόφιλος θα πει αυτός που αγαπά τα παιδιά και όχι εκείνος που τους κάνει κακό), για να καταλήξει και σε άλλα από τα υπόλοιπα θύματα, τα οποία σταδιακά αρχίζουμε να γνωρίζουμε, και τα οποία, για να δημοσιοποιήσουν την υπόθεσή τους και να οδηγήσουν τον ιερέα στα δικαστήρια, ίδρυσαν ομάδα στο διαδίκτυο (αυτοί που δέχτηκαν τελικά να αποκαλύψουν την αλήθεια ξεπέρασαν τους 70).

Ο Οζόν έφτιαξε μια τολμηρή, χωρίς συναισθηματισμούς, δυνατή ταινία, εστιάζοντας την κάμερά του στην αφήγηση της πορεία της πορείας της όλης υπόθεσης, ιδωμένης ιδιαίτερα από την πλευρά των θυμάτων, επιμένοντας στις λεπτομέρειες, στις αντιδράσεις τους, στον πόνο και την όλη ψυχολογική τους κατάσταση τους, αποκαλύπτοντας τις καταστρεμμένες οικογενειακές σχέσεις (οι γονείς, όπως μαθαίνουμε, απέφυγαν να καταγγείλουν τον παπά, για να αποφύγουν το σκάνδαλο και να σώσουν, όπως πίστευαν την εκκλησία) και το τεράστιο δράμα που πέρασαν ( κι εξακολουθούν να περνούν) τόσες δεκαετίες ζώντας με τον παιδικό αυτό εφιάλτη.