Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Σήμερα είναι μια δύσκολη μέρα, γιατί μεσούντος του δολοφονικού κορωνοϊού, καλείσαι να αποτιμήσεις μια γεμάτη ζωή μέσα από κάποιες λέξεις. ‘Αραγε πόσες λέξεις μπορούν να αποτυπώσουν αυτόν τον πλήρη άνθρωπο, τον Μανώλη Γλέζο που μέχρι την τελευταία στιγμή βρέθηκε ανυποχώρητος στις προκλήσεις της ζωής;

Επιμένω ξανά και ξανά στην λέξη ζωή, γιατί η πολιτική ήταν μία από τις πολλές εκφράσεις του βίου του. ‘Οχι η μοναδική, γιατί πάντα τον καταλάβαινα ως ένα πρόσωπο, το οποίο μπαινοβγαίνει παντού και πουθενά χωρίς όμως ν’ ανήκει δογματικά κάπου.

‘Εμπαινε κι έβγαινε, παλαιότερα στην ορθόδοξη Αριστερά από την οποία πήρε αποστάσεις, όταν τα σοβιετικά τανκς ανέλαβαν δράση στην πρώην σοσιαλιστική Τσεχοσλοβακία. Πέρασε από δίκες, εξορίες και εκτοπισμούς χωρίς να έχει γράψει πάνω του η Ιστορία, λες και ένα χέρι θεού της βιολογίας τον καθάριζε από την κόπωση.

Τον συναντήσαμε ως καταδικασμένο στον θάνατο, ως βουλευτή και ευρωβουλευτή, ως πρόεδρο του Απειράνθου, ως εκδότη και βιβλιοπώλη, ως επιμελητή και διορθωτή εκδόσεων, ως διευθυντή του «Ριζοσπάστη» και της «Αυγής», ως ποιητή, ως γλωσσολόγο, ως λαογράφο του γενέθλιου τόπου του.

Μιλούσε για όλα αυτά που πέρασαν όχι με διάθεση νοσταλγίας, αλλά με οδηγό του, την ευθυκρισία. Να καταλάβει ο ίδιος και να δώσει να καταλάβουν και οι άλλοι,-πως επί παραδείγματι-η Νικηφόρα ΕΑΜική Αντίσταση παραδόθηκε στα χέρια των κατ’ όνομα Βρετανών συμμάχων.

Το πως η Αριστερά λάθεψε που δεν κατέβηκε στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, δηλαδή για το πως από νικητής, έδρασε ως ηττημένος. Κι αργότερα ζητούσε συνεργασίες χωρίς όμως την αμοιβαία καχυποψία, όπως θεωρούσε ότι έπρατταν του ΚΚΕ και ΚΚΕ εσ., συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ γειωμένος με την ιστορική συγκυρία, αλλά αποχώρησε όταν έκρινε ότι μακροπόθεσμα ο Ανδρέας Παπανδρέου υπηρετούσε το μεγάλο κεφάλαιο.

Στη γλώσσα έπεσε το βάρος του ενδιαφέροντος του, γιατί ήθελε ο λαός να μορφωθεί και να έρθει στην εξουσία, όχι μέσα από μία γλώσσα κομματική κι εκ των άνω, αλλά μέσα από την γλώσσα την δική του, την πλασμένη στην προφορικότητα της καθημερινότητάς του. Και βίωσε την ανατροπή του νοήματος και στην κομματική φρασεολογία και στη φρασεολογία των βασανιστών.

Και τα δύο στρατόπεδα, αν και τα χώριζε ιδεολογικό βάραθρο, χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα ως σύμβολο και ως έννοια -όπως έγραφε ο ίδιος για το «πως το άσπρο γίνεται μαύρο και το μαύρο άσπρο.» Ο Μανώλης Γλέζος παρέμεινε ώς το τέλος ένας ξένος εντός της ίδιας της χώρας. Μιας χώρας που αρέσκεται να αποπέμπει τους ιδιαίτερους αυτούς που δεν επιθυμούν να τους αντιμετωπίζουν ως μάζα.

‘Ηθελε οι πολίτες να συναπαποφασίζουν για το δικό τους κράτος-έθνος, καθώς έβλεπε να επικρατεί η πολιτική ηθική της παγκοσμιοποίησης ως ετεροπροσδιορισμός των εθνικών οντοτήτων. Εθνοκεντρικός; Κι όλη του αυτή η εναντίωση του στις κατοχικές αποζημιώσεις από τους Γερμανούς ναζιστές-κατακτητές; Ματαιόδοξος εθνολαϊκισμός, αφού πλέον ανήκουμε στην Ενωμένη Ευρώπη; Ο θάνατός του συνέπεσε με την έξαρση ενός καινούργιου ιού με θύματα απ’ όλη την οικουμένη.

‘Ενας κηρυγμένος ακήρυχτος πόλεμος που μηδενίζει τις εθνικές οικονομίες και  αναγγέλει την κατίσχυση των οικονομικά ισχυρών στην μετά τον κορωνοϊό εποχή. Ο Μανώλης Γλέζος είδε νωρίς ότι όλο το παιχνίδι παίζεται με την γλώσσα και τα μηνύματά της. Αλήθεια, δεν ζούμε στην απόλυτη στρέβλωση του νοήματος;