Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Φωτογραφία: ‘Υδρα Πάρντος

Ο θάνατος δεν κάνει διακρίσεις. Ο ιός του κορονοϊού χτύπησε τον Χιλιανό συγγραφέα Λουίς Σεπούλβεδα στην Ισπανία, μετά από ένα ταξίδι του στον Πορτογαλία, όπου συμμετείχε σε λογοτεχνικό φεστιβάλ.  ‘Ηταν εβδομήντα ένα χρόνων, πάντα γεμάτος από ζωή, γλεντζές, γεμάτος φαντασία και μία από τις ασπίδες του Αλιέντε, προτού εισβάλλει ο δικτάτορας Πινοσέτ στο Προεδρικό Μέγαρο.

Δοκιμάστηκε σ’ όλα τα είδη του λόγου (πεζά, ποίηση, θέατρο, βιβλία για παιδιά) και χωρίς να είναι ο συγγραφέας-τομή στην φορτισμένη λογοτεχνικά ήπειρο της Νότιας Αμερικής, κατάφερε να πείσει για το αίτημά του. Η ειλικρίνεια, ο βερισμός, η άφεση, το ειρηνοποιό πνεύμα, η ολιστική ανάγνωση του κόσμου, ήταν μόνον ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της δημιουργίας του.

‘Ενα είναι γεγονός. ‘Οτι κατάφερε να αγαπηθεί, γιατί όπου κι αν πήγαινε να παρουσιάσει το έργο του, είχε μόνο φίλους. Μπορεί να καταλάβετε το γιατί. Η σεπουλβεδική πρόζα είναι στρωτή, ομαλή, ευθεία, παραμυθένια, εξομολογητική, συναισθηματική. Η λογοκρατία της δυτικής σκέψης στα βιβλία του απολύει την δυτική χριστιανική ηθική κι ανοίγεται σε στοχασμό και αναστοχασμό, όταν στρεφόμαστε προς τον εαυτό μας.  «Ναι, σ’ όλα τα βιβλία μου γράφω την ιστορία των ηττημένων, που είναι θύματα της αδηφαγίας του καπιταλισμού. Ολο το έργο μου είναι γεμάτο από τέτοιους ήρωες», είχε πει παλαιότερα  σε συνέντευξή μας.

Εν τούτοις, σε κανένα πόνημά του, δεν ακούγεται το κήρυγμα ή η κατήχηση. Γιατί ο Σεπούλβεδα προερχόταν από τις κοινότητες των ιθαγενών της μικροοικονομίας και την αλληλεγγύης. Γιαυτό τον τρόμαζε το σημερινό κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, γιατί άφηνε έξω από το παχνίδι τον άνθρωπο, θυσιάζοντας τα πάντα στην κρετομηχανή του κέρδους. Η Κρίση αποφαινόταν στην ίδια συνέντευξη, «έχει προκληθεί από το τραπεζικό σύστημα και τους κερδοσκόπους. Και καλούνται οι πολίτες να πληρώσουν αυτό το υψηλό κόστος. Αποδεικνύεται ότι ο καπιταλισμός, για να επιβιώσει, ξεχνάει ένα θεμελιώδες προαπαιτούμενο, τους πολίτες.

»Προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν είμαστε πολίτες, ότι είμαστε καταναλωτές. Δεν γίνεται λόγος για το δικαίωμα στην εργασία, γιατί πρέπει να καταναλώνουμε θέσεις εργασίας, ούτε για το δικαίωμα στην υγεία, γιατί πρέπει να καταναλώνουμε ιατρικές υπηρεσίες, ούτε για το δικαίωμα στην εκπαίδευση, γιατί πρέπει να καταναλώνουμε σχολικές υπηρεσίες».

Ο Λουίς Σεπούλβεδα δεν παρέμεινε εμμονικά στα βασανιστήρια που υπέστη από την χιλιανή δικτατορία, δεν έζησε ως μάρτυρας, δεν έγραψε ως μάρτυρας. ‘Εγραψε ως επιβιώσας ενός ολοκαυτώματος με βούληση να ζήσει, να μην ξεγράψει το παρελθόν του, αλλά και να μην το κρεμάσει στα μανταλάκια του ηρωϊσμού. Παρέμεινε σεμνοπρεπής, γενναιόδωρος, αλληλέγυος,  διαδραστικός, καλλιτέχνης. Η εμπειρία δεν τον κράτησε στα όρια της αυτοβιογραφίας, αλλά του άνοιξε τους δρόμους προς την μυθοπλασία. Σ αυτή χωρούν άπαντα. Δεν εξαιρείται κανείς, καμμία και κανένα.

Το έργο του έγινε γνωστό στα ελληνικά από τις εκδόσεις Opera του Γιώργου Μυρεσιώτη, σε μετάφραση του συγγραφέα Αχχιλέα Κυριακίδη.

Στη φωτογραφία με τη σύντροφό του Κάρμεν Γιάνιες.