Γράφει ο Βασίλης Κ. Καλαμαράς [vasillis.kalamaras@gmail.com]

  Δεν ήταν εξέδρα, δεν ήταν βάθρο, δεν ήταν στύλος, δεν ήταν από ξύλο, δεν ήταν από μάρμαρο, δεν ήταν από τσιμέντο. Πάντως η κατασκευή ήταν στημένη πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και ενώ η αυτή δεν φαινόταν δια γυμνού οφθαλμού από το επίπεδο, όπου βρισκόταν ο παρατηρητής, ωστόσο, αν ανέβαινε την κλίμακα, κι αν έβρισκε τους διακόπτες φωτός στο κλιμακοστάσιο του κάθε ορόφου, δηλαδή αν ξανάβρισκε το φως του μέσα το σκοτάδι, έστω και ψηλαφητά, θα έφτανε στο δώμα της παλαιάς εργατικής πολυκατοικίας.

Οι μυρωδιές από τσιγαρισμένα κρεμμύδια και σκόρδα, αν και δεν τον ενοχλούσαν στην μύτη, εντούτοις τού δημιουργούσαν τη ροπή, την τάση, την επιθυμία να χωθεί σ’ ένα υπόγειο κατασκότεινο μαγαζί, όπου τηγάνιζαν συκωτάκια πουλιών. Πιο πολύ για να ζεσταθεί θα κατέβαινε τα σκαλιά του καταγώγιου , αφού το γκάζι μοιραζόταν με δελτίο και το πετρέλαιο λόγω του εμπορικού αποκλεισμού, δεν επαρκούσε ούτε γιά τα οχήματα της μεγάλης ετήσιας παρέλασης.

‘Αλλωστε, ο παρατηρούμενος, έτσι όπως τον παρακολουθούσαμε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε διατελέσει κυνηγός πτηνών, μάλλον εκπαιδευτής γερακιών, προτού ασχοληθεί, μάλλον προτού αποφασίσει να αφοσιωθεί στην εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων για την οικοδόμηση τεράστιων κτιρίων, αυτοκρατορικών, δεσποτικών, που ενώ μιμούνταν την αίγλη του παρελθόντος βασιλείου, ωστόσο το αντέγραφαν και έτσι υπέβαλαν τον θεώμενο περαστικό σε μία αστραπιαία υποδούλωση.

Την αποδεχόταν όχι όπως ο σκλάβος στις φυτείες του καφέ και του ζαχαροκάλαμου, ο οποίος, αφού έχει βιαίως εκπατρισθεί, αφού έχει με το μαστίγιο εκτοπισθεί, γνωρίζει ότι από τούδε και εις το εξής σκοπός της ζωής του είναι να εργάζεται από το πρώτο έως το τελευταίο φως της ημέρας στις αχανείς καλλιέργειες, που το μάτι δεν είναι ικανό τις συλλάβει ως ένα χερσοχώραφο που καλείται να αποδώσει περισσότερα από το φτωχό χώμα του. Η δική του σκλαβιά δεν ήταν ακριβώς σκλαβιά, περισσότερο θα τον χαρακτηρίζαμε εγκλεισμό, και ενόσω μέχρι πρότινος αισθανόταν ελεύθερο πουλί, κοιτούσε πλέον πεταρίζοντας μέσα από τα κάγκελα ενός κλουβιού.

Ο Χάντερ ήταν ένας καθωσπρέπει διοπτροφόρος κύριος με γυαλιά σκαφάνδρου, και αν και είχε προσπαθήσει να βελτιώσει την εμφάνισή του με την εγκατάσταση ηλεκτροδίων στο εγκέφαλό του, τελικώς δεν είχε καταφέρει να τα αποσυνδέσει, γιαυτό κοιτούσε το πρόσωπό του στον καθρέφτη, αν και δεν έβλεπε σ’ αυτόν το είδωλό του, αλλά έναν καθρέφτη της ψυχής του. Το σώμα του καθρέφτιζε την άυλη ύλη, που όμως χωρίς να γνωρίζει την πηγή της, εντούτοις έδινε νόημα στην κίνηση των μελών του, σ’ αυτά τα αεικίνητα μέλη, που γύρναγαν κυκλοτερώς γύρω από τον άξονα του σώματος του με τέτοια ένταση, που καθώς κάποιος τον κοιτούσε, συνειδητοποιούσε ότι είχε μπροστά του έναν εν ενεργεία κυκλώνα.

Οι τσέπες του ανέδιδαν μυρωδιές λιπαντικού λαδιού, γιατί είχε την συνήθεια να βάζει και να βγάζει εντός τους τα δυο του χέρια μέχρι τους καρπούς, και καμιά φορά αναζητώντας τον διακόπτη που έδινε ρεύμα στα ηλεκτρόδια του εγκεφάλου. ‘Οταν τον πατούσε ψηλαφητά, όπως ανάβεις έναν διακόπτη μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, καθώς δεν μπορούσε να μιλήσει, διακοπτόταν η ροή του ρεύματος, με αποτέλεσμα οι άλλοι να μην καταλαβαίνουν τι εκστόμιζε.

Τότε,  καθώς βρισκόταν σε κατάσταση απενεργοποίησης, αφηνόταν σε ενδόμυχες  φωνές, οι οποίες ήταν τόσο πολλές σαν να έχεις στήσει αυτί εντός μίας νυκτός χωρίς σελήνη, και να προσπαθείς, κοιτώντας τους αστέρες, να συντονιστείς με τους ήχους του σύμπαντος. Αυτός είχε μεταφορφωθεί στον κανένα, αφού πλέον ο εγκέφαλός του δεν έστελνε μηνύματα ούτε καν στην περιοχή του συνειδητού, όπου συντελείται η πράξη κατόπιν της αποφασιστικής βούλησης. Σερνόταν αποσυντονισμένος σαν σκιάχτρο που το έχει πάρει ο άνεμος, κι ενώ ακόμη δεν έχει σηκωθεί προς τα ουρανό, αποδεκατίζεται σαν στρατιώτης σε φανταστική μάχη, αφού κι αυτός προτού σκοτωθεί και έχοντας χάσει τις αισθήσεις του, αισθάνεται ότι εισέρχεται σε μία εν φαντασία χώρα.

Η μυρωδιά από τα τηγανισμένα κρεμμύδια και σκόρδα τον ενοχλούσε ακόμη στα υγρά ρουθούνια του, κι ενώ αυτά έσταζαν μιμούμενα τα κυνηγόσκυλα, καθώς κυνηγούν το θήραμά τους, χώθηκε κάτω από την εξέδρα, προσπαθώντας να συνδέσει ένα ηλεκτρόδιο σε εκρηκτικό μηχανισμό. Δεν είχε ειδοποιήσει τους συνεργούς του εκείνη την ημέρα, γιατί ο καιρός δεν προμήνυε χιονοθύελλα, που συνήθως κρύβει τις ασχημίες, εκτός από τις κηλίδες αίματος πάνω στην λευκή επιφάνεια.

Χορτασμένος με λιπαρά φαγητά για να κρατήσει το σώμα ζωντανό σε συνθήκες ψύχους κι αφού πλέον είχε φθάσει στο δώμα της παλαιάς εργατικής πολυκατοικίας, κοίταξε προς τα κάτω. Κι τότε είδε τον Χάντερ να έχει χωθεί κάτω από την εξέδρα και να μιλάει στον εαυτό του, λες και βρισκόταν σε παραλήρημα. Προσπάθησε να τον φωνάξει με τ’ όνομα του, αλλά φοβήθηκε γιατί στο βάθος του ορίζοντα είχαν σηκωθεί τεράστια κύματα που του έπνιγαν την φωνή.

Τα ανάκτορα είχαν εγκαινιασθεί πριν λίγες μέρες, ενώ η θάλασσα μαινόταν με αφρώδη κύματα βουλιάζοντας και τα κήτη, γεγονός που λειτούργησε εις βάρος της τελετής των εγκαινίων, αφού δεν ακούγονταν οι φωνές και οι μουσικές, αν και είχαν χρησιμοποιηθεί μεγάφωνα μεγάλης ισχύος.  Η ώρα περνούσε και ο εκρηκτικός μηχανισμός, και λόγω της ραγδαίας βροχής, δεν εκπυρσοκρότησε. Εν τω μεταξύ, στεριά και θάλασσα είχαν γίνει ένα και παρέσυραν ότι έβρισκαν στον δρόμο τους, ενόργανα και ανόργανα.  Με κατεύθυνση προς την αγριεμένη θάλασσα, παρασυρμένος από τα χειμαρρώδη ύδατα ο Χάντερ με τα καλώδια στο χέρι, σαν χόρτα άγρια ξεριζωμένα, προσπαθούσε να τα κρατήσει στα χέρια του, ενώ αυτά χτυπιόνταν πάνω στους πλακοστρωμένους δρόμους.

Ψηλά στο δώμα ανεβασμένος, κοιτούσε προς την πλατεία την θάλασσα του πλήθους που ζητωκραύγαζε. Και ξαφνικά, έριξε ένα μισό βλέμμα προς τα εκεί όπου η αλμυρή στην γεύση θάλασσα είχε την αρχή της στο σημείο εκείνο όπου τελείωνε ο οικοδομικός ιστός της πόλεως, ένα μακρινό κύμα αποφασιστικότητας του είχε αρπάξει την ματιά όπως το γεράκι που από θύτης γίνεται θύμα. Τότε άνοιξε τις φτερούγες του, αυτός ο κυνηγός των πτηνών, και καθώς είχε εκπαιδευτεί στο πέταγμα του ιπτάμενου πλου των ιεράκων, και εφορμώντας προς τον Aπρόσωπο τον διαπέρασε, όπως σφαίρα που βρίσκει τον στόχο της, αφήνοντας πίσω της διάτρητο τραύμα.

Οι συλληφθέντες ομολόγησαν ότι δεν γνώριζαν τον Χάντερ. Και στην ερώτηση πως αυτός ένας κυνηγός πτηνών απέκτησε φτερούγες για το διαπράξει το αποτρόπαιο έγκλημά του, αυτοί σιώπησαν, αφού προηγουμένως τους είχαν αφαιρεθεί τα ηλεκτρόδια από τον εγκέφαλο. Αυθωρεί, ένα γεράκι κάθισε στον ώμο του ανακριτού και με δυο γρήγορα ραμφίσματα του έβγαλε τα μάτια.

‘Εκτοτε, κυκλοφορούσε ως φτωχός προφήτης στους δρόμους μέχρι που η θάλασσα κατάπιε την πόλη και τον έπνιξε, αυτόν και την φωνή. Στο άδειο κρανίο του μπαινόβγαιναν τα ψάρια φωσφορίζοντας. Τ’ αγάλματα, οι ανδριάντες και οι προτομές είχαν βυθιστεί από το βάρος των γεγονότων στο βυθό. Μαζί τους, οι εξέδρες, τα βάθρα και οι στύλοι. Η υποθαλάσσια ζωή συνεχιζόταν αγνοώντας την κατάρρευση του καθεστώτος.