Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Το φετινό Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας στην Αμερικανοεβραία, με ρίζες από την Ουγγαρία, στην Λουίζ Γκλουκ ή Γκλικ, είναι ένα δώρο στην τέχνη της ποιήσεως. Της τέχνης που γράφεται μακριά από την δημοσιότητα, αυτή την καταστροφική μάγισσα όλων των παραμυθιών που γράφονται με το αίμα της καρδιάς.

Και η ποιήτρια θα επανέλθει, όταν σβήσουν τα φώτα της βράβευσής της, στην διαρκή σιωπή του αυτοστοχασμού, στον τόπο του σκεπτόμενου εαυτού, στην είσοδο-έξοδο των λέξεων που μαγεύονται από την πραγματικότητα και την επαναμαγεύουν. Η ποίησή της εν πολλοίς αμετάφραστη στην Ελλάδα, δεν έχει καταφέρει να επηρεάσει τον ορίζοντα της ελληνικής ποιητικής δημιουργίας, παρά μόνον αυτούς που κινούνται και δημοσιεύουν μέσα στα διεθνή πλαίσια.

Οι αραιές, ωστόσο, μεταφράσεις του έργου της στην γλώσσα μας, αν και είναι δύσκολο να συγκρατήσουν το άρωμα του πρωτοτύπου, φανερώνουν στον ελληνόφωνο αναγνώστη ότι έχει να αντιμετωπίσει μία γραφή συγκεκριμένης ποίησης που διυλίζει μέσω του «ψυχρού» μυαλού την «θερμή» εμπειρία. Κληρονόμος των ποιητικών ενοράσεων της ‘Εμιλι Ντίκινσον και της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, προτιμά το πρώτο πρόσωπο χωρίς όμως να ξεπέφτει σε συναισθηματικού τύπου εξομολόγηση.

‘Ετσι οι διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ έχουν τις αφορμές τους στην αυτοβιογραφία, εν τούτοις για να το διατυπώσουμε τον τρόπο της μεταφοράς, περνούν από το καμίνι της καρδιάς και αφού γίνουν μάγμα, ρίχνονται στο καλούπι της σκέψης. Γιαυτό στην ποίηση της Λουίζ Γκλουκ συνήθως απουσιάζουν οι συγκρουσιακές εκρήξεις, οι γρήγοροι ρυθμοί, η αναβράζουσα συναισθησία. Προτιμά να μάς εισαγάγει με αργό τέμπο στο θέμα της, μετερχόμενη την περιγραφή του γεγονότος, το οποίο ανεβάζει στην θεατρική σκηνή του οικουμενικού πνεύματος.

Αυτό που συστηματικά αποφεύγει είναι ότι δεν αναζητά αφορμή να προβαίνει σε κήρυγμα, ώστε μέσω εθνικής, θρησκευτικής ιδεολογικής, ψυχολογικής ή κινηματικής έμμεσης ή άμεσης δήλωσης να ταυτοποιηθεί ως η ποιήτρια-υπεραπίστρια επί παραδείγματι του αμερικανικού έθνους, των φτωχών και των αδυνάτων, των φεμινιστριών, των ομοθρήσκων της Εβραίων.

Η φωνή της, ενώ κλυδωνίζεται από την καθημερινότητα που συνωστίζεται στη συνήθεια ως εθελοτυφλία μπροστά στο μείζον του θανάτου πρόβλημα, παραμένει εναργής, καθάρια, διαυγής. Εν ολίγοις, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν διαφέρουν σε όποιο μέρος του πλανήτη κι αν ζει κανείς, ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκεύματος.

Δεν δημιουργεί έναν ποιητικό κόσμο, κλεισμένο στα όρια της αυτοναφορικότητας και της κρυπτικότητας της μουσικής των λέξεων, αφού μπροστά στα μάτια της συμβαίνουν γεγονότα που καθορίζουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας. Ακόμη κι αν δεν έχουν την θεαματικότητα του επιγενόμενου τα τετελεσμένα, ωστόσο παραμένουν ανοιχτά και λειτουργούν καλειδοσκοπικά αλλάζοντας τον κόσμο μας σε μια συνεχή ρευστότητα.

Αυτή την ρευστότητα η Λουίζ Γκλουκ δεν προσπαθεί να την «παγώσει», αλλά να συντονιστεί μαζί της ως προσωκρατική προσωπικότητα. Γιαυτό τα ποιήματά της εμφανίζονται ως εικονοκλαστικές σκέψεις, προτού οι αφηρημένες ιδέες κατακυριεύσουν το συλλογικό μας ασυνείδητο.

Ο θρίαμβος του Αχιλλέα
(1985)

Στην ιστορία του Πατρόκλου
κανένας δε γλιτώνει, ούτε κι ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Του έμοιαζε ο Πάτροκλος,
φορούσαν την ίδια πανοπλία.

Πάντα σ’ αυτές τις φιλίες
ο ένας είν’ υποτελής, έρχεται δεύτερος:
η ιεραρχία
είναι πάντα φανερή, μόλο που δε μπορεί κανείς
να δώσει πίστη στους θρύλους —
πηγή τους είναι αυτός που επιζεί,
αυτός που τον έχουν εγκαταλείψει.

Τί ήταν η φωτιά στα πλοία των Ελλήνων
μπροστά σε τούτη την απώλεια;

Στη σκηνή του ο Αχιλλέας
πενθούσε ολόψυχα
και οι θεοί είδαν

πως ήταν άνθρωπος κιόλας νεκρός, θύμα
του μέρους εκείνου που αγαπούσε,
του μέρους του που ήταν θνητό.

Μτφρ. Χρήστος Δ. Τσιάμης, «Η λέξη», τ. 68, σελ. 792, 1987.