Τα κυκλαδικά ειδώλια που θαυμάζουμε για τη λιτότητα της πλαστικής μορφής τους, δεν υπήρξαν έργα τέχνης στην εποχή τους, αλλά απλά λατρευτικά αντικείμενα.

Τη διαπίστωση αυτή κάνουν εξετάζοντας τα από διαφορετική σκοπιά  δύο κορυφαίοι ερευνητές των προϊστορίας των Κυκλάδων οι καθηγητές Χρήστος Ντούμας και Κόλιν Ρένφριου.

Μιλώντας χτες  στο Συνέδριο για τις Κυκλάδες που γίνεται στο Χριστιανικό και Βυζαντινό Μουσείο, ο ανασκαφέας του Ακρωτηρίου Θήρας Χρ. Ντούμας είπε: “Κάνουμε λάθος να εξετάζουμε τα ειδώλια ως έργα τέχνης ανεξάρτητα από τον ρόλο που έπαιζαν στην κοινωνία. Μελετώντας την εξέλιξη των πρωτοκυκλαδικών κοινοτήτων, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ειδώλια δημιουργούνταν μέχρι λίγο πριν από την εμφάνιση οργανωμένων οικισμών. Πιστεύω πως ήταν έργα λαϊκής τέχνης, προφανώς τσομπάνηδων και μεμονωμένων γεωργοκτηνοτρόφων”.

Ο κ. Ντούμας θεωρεί πως ο δημιουργός των ειδωλίων είχε ασφαλώς μια καλλιτεχνική φλέβα, κάτι που συμβαίνει και σήμερα στους δημιουργούς έργων λαϊκής τέχνης.  Εχει δει άλλωστε τεχνίτη από τις Κυκλάδες, να διαμορφώνει χωρίς καμία σπουδή ή εξειδικευμένη γνώση ένα αγαλματίδιο με σμύριδα και οψιανό, δηλαδή με εργαλεία που χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι.

Η κατασκευή των ειδωλίων ήταν κάτι ανάλογο με τις γκλίτσες που λαξεύουν σήμερα οι τσομπάνοι. Πιθανώς κάποιοι στον ελεύθερο χρόνο τους, να έφτιαχναν έργα που σήμερα θεωρούνται η απαρχή της ανθρώπινης δημιουργίας και ο μακρινός πρόγονος των έργων σύγχρονης τέχνης.

Την 3η χιλιετία π.Χ. η ανθρώπινη μορφή “κυριολεκτικά αποθεώθηκε στα χέρια των μαρμαρογλύφων» σύμφωνα με τον κ. Ντούμα. Τα ευρήματα δείχνουν πως υπήρξε τυποποίηση κανόνων και μορφών. Ωστόσο, η τέχνη αυτή εξυπηρέτησε επί μία χιλιετία  τις ανάγκες και εξέφρασε τις πνευματικές ανησυχίες της κυκλαδικής κοινωνίας με αριστουργήματα που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης. Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού (2000- 1650π.Χ.) εγκαταλείπεται το μάρμαρο και οι άνθρωποι εστιάζουν στον εντυπωσιασμό που ασκούσε η πολύχρωμη διακόσμηση των αγγείων Στην Υστερη Εποχή του Χαλκού, μεσουράνησαν οι τοιχογραφίες.

Στο ερώτημα ποιά ήταν η χρήση των κυκλαδικών, ο Βρεταννός αρχαιολόγος Κόλιν Ρένφριου, που ασχολείται ερευνητικά με τα προϊστορικά ευρήματα της Κέρου από το 1963, όταν πήγε για πρώτη φορά στο νησί ως φοιτητής κληθείς από τον Χρήστο Ντούμα μετά την μεγαλύτερη λαθρασκαφή του 20ού αιώνα, δίνει μια πειστική εξήγηση.

Τους αρχαιολόγους απασχολούσε πάντα τι ήταν ο λάκκος απ΄όπου είχαν αφαιρεθεί τα αναρίθμητα ειδώλια από τους λαθρανασκαφείς. Ηταν νεκροταφείο, εμπορικό κέντρο, εργαστήριο, ήταν λάκκος απόθεσης, ιερός βόθρος; Τι ακριβώς ήταν;  Σκάβοντας σε απόσταση 150 μέτρων από την ήδη ανεσκαμμένη θέση εντόπισε ένα δεύτερο, ασύλητο χώρο απόθεσης της Κυκλαδικής περιόδου.

Πρόκειται για έναν αρχαιολογικό θρίαμβο: Εκτός από χιλιάδες όστρακα αγγείων από πηλό και μάρμαρο ήρθαν στο φως και εκατοντάδες ειδώλια, στο σύνολό τους σπασμένα. Ανθρώπινα οστά δεν βρέθηκαν σε αυτό τον ειδικό χώρο απόθεσης στα νότια του νησιού, γεγονός που αποκλείει την περίπτωση να ήταν νεκροταφείο.

Καθίσταται, πλέον, προφανές ότι για τους ανθρώπους της κυκλαδικής εποχής τα ειδώλια δεν αποτελούσαν αντικείμενα τέχνης, αλλά λατρείας. Τα αγαλματίδια αυτά, λοιπόν, είχαν καταστραφεί από τους ίδιους τους δημιουργούς τους. Τα περισσότερα από τα ειδώλια είχαν κατακερματιστεί προηγουμένως σε άλλα μέρη, κυρίως στη Νάξο, και στη συνέχεια οι νησιώτες τα μετέφεραν με πλοιάρια στην Κέρο, έναν τόπο μεγίστης λατρευτικής σημασίας για το Αρχιπέλαγος των Κυκλάδων.

Ο αριθμός των ευρημάτων είναι τεράστιος: 580 περίπου σπασμένα ειδώλια καταμετρήθηκαν στο χώρο απόθεσης του νότου, ενώ σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν και τα 500 της λεηλατημένης περιοχής. Συνεπώς,  η καταστροφή των ειδωλίων δεν οφείλεται στην αρχαιοκαπηλία, όπως απέδειξαν με βεβαιότητα οι τελευταίες ανασκαφές (2006 – 2008).

Οι αναμνήσεις από την πρώτη επίσκεψη αρχαιολόγου στην ακατοίκητη Κέρο είναι συγκλονιστικές: «Ο πρώτος αρχαιολόγος που επισκέφτηκε την Κέρο το 1963 δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Φήμες για λαθρανασκαφές και αρχαιοκαπηλία στις Μικρές Κυκλάδες, νότια της Νάξου, είχαν φτάσει στην ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και ο νεαρός τότε αρχαιολόγος Χρίστος Ντούμας εστάλη στο ακατοίκητο νησί για να επιθεωρήσει τη λεηλατημένη περιοχή του Κάβου, στο βορειοδυτικό άκρο του ανεμόδαρτου αγαιοπελαγίτικου νησιού.

Το θέαμα που αντίκρισε ήταν τρομακτικό: αναμοχλευμένα χώματα, θρυμματισμένα αγγεία από πηλό και μάρμαρο, κατακερματισμένα μαρμάρινα ειδώλια – ό,τι είχε, προφανώς, απομείνει από τη σύληση και την καταστροφή ενός κυκλαδικού νεκροταφείου της πρώιμης Εποχής του Χαλκού».

Η αρχική εκτίμηση ότι επρόκειτο για ευρήματα νεκροταφείου, με τα νέα δεδομένα  ανατρέπεται. Θα χρειαστούν όμως κι άλλες αποδείξεις για να επιβεβαιωθεί ότι  ήταν όντως λατρευτικά αντικείμενα.