Το εσωτερικό του τάφου χωριζόταν σε τρεις λαξευμένες κόγχες. Στη νοτιότερη βρέθηκε μια ακέραιη κιβωτιόσχημη λάρνακα με το κάλυμμα στη θέση του. Στο εσωτερικό της υπήρχε ο πολύ καλά σωζόμενος σκελετός ενός ενήλικου ατόμου σε ισχυρά συνεσταλμένη στάση. Στο χώρο μπροστά από τη λάρνακα βρέθηκαν 14 ψευδόστομοι αμφορείς, ένας αμφοροειδής κρατήρας με συμφυές υποστατό και ένα κύπελλο.
Στη βορειότερη κόγχη βρέθηκε μια ακέραιη αλλά θραυσμένη λουτηροειδής λάρνακα χωρίς πώμα και στο εσωτερικό της ο διαβρωμένος σκελετός ενήλικου ατόμου. Στην περιοχή μπροστά από τη λάρνακα βρέθηκαν 6 μικροί ψευδόστομοι αμφορείς και δύο προχοΐδια. Όλα τα αγγεία είναι ακέραια, καλής τέχνης και άριστης διατήρησης.
Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν με βάση την κεραμική τυπολογία ότι ο τάφος μπορεί να χρονολογηθεί στην Υστερομινωική ΙΙΙΑ2-Β περίοδο, περίπου από το 1400 έως το 1200 π.Χ.
Κοντά στην ανασκαφή υπήρχε ένδειξη για την ύπαρξη άλλου τάφου και η έρευνα συνεχίστηκε χωρίς όμως να αποδειχθεί κάτι τέτοιο.
Στη σωστική ανασκαφική έρευνα έλαβε μέρος ομάδα φοιτητών Αρχαιολογίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.