Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

«Αυτό που με απασχολεί ιδιαίτερα», ανάφερε ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζιμ Τζάρμους, στη σημερινή συνέντευξη τύπου που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του, «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν», με την οποία έκανε χτες το βράδυ έναρξη το 72ο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Κανών, «δεν είναι τόσο η απάθεια, αλλά ο κίνδυνος εξαφάνισης κάθε είδους ζωής από τον πλανήτη, που έχουν προκαλέσει οι μεγάλες επιχειρήσεις, αυτό με απασχολεί και με τρομάζει… Δεν λέω για όλους τους άλλους, αλλά για μένα προσωπικά.

Αυτή η ματεριαλιστική κοινωνία που δείχνω στην ταινία μου και που οφείλεται στην επέμβαση στο περιβάλλον». Για να προσθέσει πως έχει τις ελπίδες του τη νεολαία: «Αγαπώ τους τινέιτζερ: καθορίζουν τα ρούχα μας, τη μόδα μας, τη μουσική μας. Κι όμως τους αντιμετωπίζουμε άσκημα, τους λέμε να μεγαλώσουν… Για μένα, αυτό που λέω και στην ταινία μου, η μόνη ελπίδα είναι οι νέοι, το τρίο των νέων στο κέντρο κράτησης. Και στον γέρο Μπιλ, τον Ερημίτη Μπιλ, που βρίσκεται, όπως και το τρίο, έξω από την οργανωμένη κοινωνία.»  Με μια από τις πρωταγωνίστριές του, τη Σελίνα Γκομέζ, να προσθέτει πως αυτό που την τρομάζει ιδιαίτερα είναι τα social media: «Είναι τρομερό για τη γενιά μου… φοβάμαι το πόσο εκτεθειμένα είναι όλα τα αγόρια και τα κορίτσια…».

Η επίσημη έναρξη του φεστιβάλ έγινε χτες βράδυ, με την εικόνα της ελληνικής καταγωγής Γαλλίδας σκηνοθέτριας Ανιές Βαρντά (που πέθανε πρόσφατα) να κυριαρχεί. Ενώ η Βελγίδα τραγουδίστρια Ανζέλ τραγούδησε το «Sans toi» του Μισέλ Λεγκράν από την ταινία της Βαρντά, «Η Κλεό από τις 5 ως τις 7». Πιο πριν, ο παρουσιαστής της τελετής, Εντουάρ Μπαέρ, βγήκε στη σκηνή εκθειάζοντας την ανάγκη της αίθουσας για την προβολή των ταινιών, τονίζοντας πως «σινεμά θα πει αίθουσα», να βγαίνεις από το σπίτι σου και να βρίσκεσαι μαζί με άλλους σ’ αυτή τη συλλογική συνάντηση. Ενώ στη σκηνή κλήθηκε η διεθνής κριτική επιτροπή, με πρόεδρο τον Μεξικανό σκηνοθέτη Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ιναρίτου, και τα μέλη της, Κέλι Ράισαρντ, Ελ Φάνινγκ, Μεμουνά Ντ’ Άγιε, Αλίτσε Ρορβάκερ, Ενκί Μπιλάλ, Ρομπέν Καμπιγιό, Πάβελ Παβλικόβσκι και τον Έλληνα Γιώργο Λάνθιμο.

Η επίσημη έναρξη του πιο διάσημου κινηματογραφικού φεστιβάλ έγινε σε μια ανανεωμένη, όπως τη διαφημίζει το φεστιβάλ, Κρουζέτ, με καθαρές και πιο ευρύχωρες πλαζ, με τους χώρους έξω από το Μέγαρο του Φεστιβάλ φτιαγμένους για να δεχτούν τους εκπροσώπους των ΜΜΕ αλλά και τους φαν που θέλουν να θαυμάσουν και να πάρουν σέλφις με τους αγαπημένους τους ηθοποιούς. Ενώ, το κόκκινο χαλί διέσχισαν ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, Μεξικανός σκηνοθέτης Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ιναρίτου και τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής του (μαζί και ο Έλληνας Γιώργος Λάνθιμος), καθώς και ο Τζιμ Τζάρμους και τους πρωταγωνιστές της ταινίας του (ανάμεσά τους τον Μπιλ Μάρεϊ, την Τίλντα Σουίντον, την Κλόε Σεβινί και τον Άνταμ Ντράιβερ).

Μετά την παρουσίαση, ακολούθησε η προβολή της ταινίας «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν», πρώτη συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα της εκδήλωσης. Μια ασυνήθιστη για τον Τζάρμους ταινία για ζόμπις, που κινείται ανάμεσα στην ταινία τρόμου και τη μαύρη κωμωδία, αλληγορία πάνω στο μέλλον του πλανήτη μας. Η ιστορία εκτυλίσεται σε μια μικρή αμερικανική πόλη, τη Σέντερβιλ, με τον μικρό πληθυσμό των 738 κατοίκων, με τους δυο αστυνομικούς που περιπολούν τους δρόμους, τον κάπως βαρυεστημένο Κλιφ (Μπιλ Μάρεϊ) και τον νεότερό του και πιστό συνεργάτη Ρόνι (Άνταμ Ντράιβερ), να ανακαλύπτουν πως ξαφνικά η νύχτα δεν εμφανίζεται, τα ηελκτρονικά έχουν σταματήσει να λειτουργούν, ενώ διάφορα άλλα περίεργα πράγματα αρχίζουν να συμβαίνουν.

Σταδιακά, ο Τζάρμους εισάγει τα διάφορα πρόσωπα που θα παίξουν ρόλο στη δομή της πλοκής του: την αστυνομικίνα Μίντι (Κλόε Σεβινί), τον ρατσιστή αγρότη Μίλερ (Στιβ Μπουσέμι), τον μαύρο Χανκ (Ντάνι Γκλόβερ), ένα νεαρό, φαν της επιστημονικής φαντασίας,  ιδιοκτήτη ενός καταστήματος για κομικς και όπλα (Κάλεμπ Λάντρι Τζόουνς) και την παράξενη, εξωγήινη Σκοτσέζα Ζέλντα (Τίλντα Σουίντον), με εκπληκτική δεξιοτεχνία στη χρήση του σπαθιού (στο νου έρχεται η Ούμα Θέρμαν στο «Kill Bill» του Ταραντίνο).

Ενώ, λίγο μετά, θα φτάσουν στην πόλη και ένα τρίο τινέιτζερς (Σελίνα Γκόμεζ, Όστιν Μπάτλερ και Λούκα Σάμπατ) καθώς και ένα τρίο νεαρών που ζουν σ’ ένα κέντρο κράτησης. Εξω απ’ αυτούς, στο γειτονικό δάσος, κοντά στο νεκροταφείο, βρίσκεται και ο Ερημίτης Μπομπ (Τομ Γουέιτς), που παρακολουθεί από μακριά όσα συμβαίνουν.

Σε λίγο, από το νεκροταφείο που αρχικά είχαν προσπεράσει οι δυο αστυνομικοί, βλέπουμε να βγαίνουν από τους τάφους δυο άτομα, δυο ζόμπις (στους ρόλους η Σάρα Ντράιβερ, γυναίκα του Τζάρμους και ο Ίγκι Ποπ), που εισβάλλουν στο κοντινό καφέ και κατασπαράσσουν τις δυο γυναίκες υπαλλήλους.

Στη συνέχεια, οι ζωντανοί νεκροί θα πληθύνουν, με τον καθένα να συνεχίζει, κατά κάποιο τρόπο, από εκεί που σταμάτησε πριν το θάνατό του, σε διάφορες σκηνές όπου κυριαρχεί το χιούμορ: άλλοι να συνεχίσουν να πίνουν καφέ (όπως τα δυο πρώτα ζόμπι),  άλλοι να κοιτάνε τα κινητά και τα wi-fi τους και άλλοι (όπως η μπεκρού γριά στο κτίριο της αστυνομίας) να αναζητά το Σαρντονέ κρασί της.

Μια ολόκληρη στρατιά με στόχο να εξαφανίσει τους ζωντανούς (ενώ, ειρωνικά, ακούμε στοα ράδιο του αυτοκινήτου των δυο αστυνομικών το τραγούδι «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν» του Στέρτζιλ Σίμψον) και που μπορεί να την ξανα-σκοτώσεις («σκοτώστε τους νεκρούς» είναι το σύνθημα που ακούγεται…) μόνο όταν της κοπεί το κεφάλι, με καλύτερη στην αποκεφάλισή τους, να αποδεικνύεται η Σκοτσέζα Ζέλντα με το ιαπωνικό σπαθί της. Μόνο που οι ζωντανοί-νεκροί είναι πολύ περισσότεροι από τους ζωντανούς, και όπως αναφέρει κάθε τόσο ο Ρόνι, «τα πράγματα γίνονται χειρότερα».

Η ξαφνική αυτή εισβολή των ζόμπι, όπως μαθαίνουμε από τις τηλεοπτικές ειδήσεις, οφείλεται στην αλλαγή του άξονα της γης εξαιτίας της πολικής διάρρηξης. Με άλλα λόγια στην απληστία των διεθνών εταιριών, την πολιτική του Τραμπ και των ακροδεξιών κομμάτων, αλλά και την αποκλειστικά ματεριαλιστική στροφή της κοινωνίας μας που οδηγούν τον πλανήτη και τις διάφορες μορφές ζωής σ’ αυτόν, στην καταστροφή του. «Αυτό που με απασχολεί ιδιαίτερα», ανάφερε ο Τζάρμους, στη σημερινή συνέντευξη τύπου που ακολούθησε την προβολή της ταινίας του, «δεν είναι τόσο η απάθεια, αλλά ο κίνδυνος, που έχει προκαλέσει η οργανωμένη κοινωνία μας, εξαφάνισης κάθε είδους ζωής από τον πλανήτη…».

Ο Τζάρμους αντλεί από διάφορες ταινίες του είδους, ιδιαίτερα όμως από τη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Τζορτζ Ρομέρο (με αναφορά σ’ αυτήν να γίνεται από την πρώτη κιόλας σκηνή στο νεκροταφείο) αλλά και άλλων (από τον Τζον Κάρπεντερ μέχρι τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ) για να φτιάξει τη μαύρη κωμωδία του, με τους ηθοποιούς του, ιδιαίτερα τον Μάρεϊ και τον Ντράιβερ, να δημιουργούν το ιδιόμορφο deadpan χιούμορ (ένα «στεγνό» χιούμορ) που συναντάμε στις πιο πολλές ταινίες του (από το «Στην παγίδα του νόμου» ως το «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί»). Μπορεί αυτή η ταινία να μην είναι από τις καλύτερες του σκηνοθέτη της, είναι πάντως μια απολαυστική μαύρη κωμωδία, που δείχνει πως ο Τζάρμους δεν έχει χάσει τίποτα από τη φαντασία και το χιούμορ του.