Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά

Ο πολυβραβευμένος Βρετανός συγγραφέας Ίαν Μακ Γιούαν μας μύησε, χθες βράδυ στο Μέγαρο Μουσικής, στα παρασκήνια της συγγραφής των μυθιστορημάτων του, με τη διάλεξή του «Ο εαυτός: Η λογοτεχνική επινόηση του εαυτού». 

Συνομιλητής του, ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός, ο οποίος με τις εύστοχες ερωτήσεις ξεκλείδωσε τον ξένο προσκαλεσμένο μας, στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα του Βιβλίου».

Η διάλεξη-συζήτηση ξεκίνησε πάνω στο μυθιστόρημα του Μακ Γιούαν «Το καρυδότσουφλο» που πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά (εκδόσεις Πατάκη). Με πρωταγωνιστή ένα σιωπηλό μάρτυρα που είναι ένα έμβρυο, το βιβλίο το εμπνεύστηκε ο συγγραφέας, όταν η κόρη του ήταν έγκυος. «Είναι ένας μικρός ‘Αμλετ: είναι ένας ήρωας που ακούει ό,τι κι αν λέει η μητέρα του, προσπαθώντας να παρακολουθήσει τα συναισθήματά της. Είναι ένα παιδί το οποίο είναι σαν να είναι και να μην είναι εκεί», σχολίασε.

«Ο ‘Αμλετ », συνέχισε το σχόλιο του, «αποτελεί έναν εξαιρετικά ευφυή χαρακτήρα και είναι μια από τις πρώτες εκδοχές του ατόμου στην εποχή της νεωτερικότητας». Χαρακτηριστικά, θέλοντας να ορίσει την διαδρομή του εαυτού στο δυτικό παράδειγμα, σημείωσε ο Μακ Γιούαν: «Ο εαυτός εκκινεί από τον Σέξπιρ και τον Μοντέν και φτάνει μέχρι τις σέλφι φωτογραφίες που τραβούν οι τουρίστες στον Παρθενώνα».

Αναζητώντας τους τρόπους της αφήγησης, δεν έκρυψε ότι υπάρχουν δύο  ειδών μυθιστορηματικές αφηγήσεις: οι ιστορίες της δικής μας ζωής και των άλλων και οι ιστορίες που ιδιαιτέρως αγαπάμε και μας αρέσουν: «Ο ίδιος εντάσσω -εξομολογήθηκε- τη δουλειά μου στη δεύτερη κατηγορία. Ξέρετε, βεβαίως, πως όλοι μιλάμε για τον εαυτό μας και πως όλοι φανταζόμαστε πως αποτελούμε το κέντρο του κόσμου. Το θέμα ωστόσο δεν είναι η κατασκευή ενός προσώπου, αλλά η επινόηση μιας κουλτούρας. Κι έτσι πηγαίνουμε και σε κάτι άλλο: στο τι ακριβώς κάνει ένας μυθιστοριογράφος με τους χαρακτήρες του».

Στο ερώτημα πως συγκροτούνται οι χαρακτήρες στην λογοτεχνία, ο ‘Ιαν Μακ Γιούαν υποστήριξε ότι ο συγγραφέας μπορεί να δείξει, αλλά όχι και να αποδείξει έναν χαρακτήρα: «Έχω διδαχθεί όλα τα μαθήματα του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού για να φτάσω να δημιουργήσω τους λογοτεχνικούς μου χαρακτήρες».

Σε άλλο σημείο του διαλόγου του με τον Χάρη Βλαβιανό, -μπροστά σ’ ένα πολυπληθές κοινό-, ο Μακ Γιούαν παραδέχθηκε πως κάθε βιβλίο του προϋποθέτει μακρά και εκτεταμένη έρευνα, τονίζοντας ότι η συγγραφή του μυθιστορήματος κι αυτή οφείλουν να συνοδοιπορούν. ‘Οσο για τον τρόπο, με τον οποίο οι ιδέες αφομοιώνονται στο λογοτεχνικό κείμενο δεν αρνήθηκε την συμβολή τους, αλλά ζήτησε να μην λειτουργούν ως δογματική μαθητεία: «Οι ιδέες είναι για μένα πάντοτε καλοδεχούμενες αλλά οφείλουν να λειτουργούν ως όχημα ή ως εργαλείο και όχι να κυριαρχούν. Γι αυτό, απαιτείται μια επιδεξιότητα συναρμογής».

Η πολιτική δεν τον αφήνει αδιάφορο, καθώς όπως δήλωσε είναι ένας «ναρκομανής των ειδήσεων». Θέλει όμως να συνδέεται με την ηθική και την πράξη του δέοντος, μία σύνδεση που θα πρέπει να χαρακτηρίζει και τον δημιουργικό λόγο: «Το μυθιστόρημα είναι κι αυτό μια μορφή ηθικής».

‘Οσο για τον αντίποδα της πολιτικής ζωής την τρομοκρατία, πήρε την ακόλουθη θέση: «Η σύγκρουση είναι ανάμεσα σε μια ανοιχτή κοινωνία με αναπτυγμένη ατομικότητα και ομάδες που έχουν την τάση να επιστρέφουν στη θρησκεία επικαλούμενες το κοινό καλό. Το ευάλωτο μέρος εν προκειμένω είναι η ανοιχτή κοινωνία».