Tου Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η καρδιά του Θύμιου Παπανικολάου σταμάτησε να χτυπάει στα εβδομήντα έξι του χρόνια. Τους τελευταίους μήνες πάλευε με την ασθένεια, αλλά τελικά δεν κατάφερε να την νικήσει.

Η ταυτότητά του έγραφε δημοσιογράφος, αλλά η κύρια συνεισφορά του αποτιμάται στον χώρο των εκδόσεων. Ξεκίνησε ιδεολογικά ως διεθνιστής στο πλαίσιο του τροτσκιστικού αφηγήματος και μέσα στα χρόνια άλλαξε, βρίσκοντας ακροατές στο τόξο που ξεπερνάει τον εθνισμό και γέρνει προς τον εθνικισμό. Ο ίδιος δήλωνε κομμουνιστής μέχρι τα τελευταία του, όμως είχε υιοθετήσει την ελληνοόρθοξη ανάγνωση ως όπλο ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.  Ανήκε στην λεγόμενη Πατριωτική Αριστερά, γιαυτό είχε βρει κατάλυμα στο Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα, μετά την αποχώρηση του Δημήτρη Τσοβόλα.

Τελευταία εκδοτική απόπειρα το περιοδικό πολιτικής και πολιτισμικής παρέμβασης «Ρεσάλτο»,  το οποίο αντί να σβήνει, άναβε φωτιές στον δημόσιο διάλογο. Ο Θύμιος Παπανικολάου είχε στραφεί προς τα έσω σ’ ένα όραμα που αρχίζει και τελειώνει στα σύνορα της Ελλάδας, πιστός στην αρχαιολογία της ελληνικής παράδοσης ως σύγχρονος ανασκαφέας επαναπροδιορισμού της ταυτότητας.  Δεν ήταν έτσι από την αρχή.

Ως φοιτητής της τότε Ανωτάτης Βιομηχανικής εντάσσεται στην οργάνωση «Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας» (ΚΔΚΕ) που συγκροτεί τις Δημοκρατικές Επιτροπές Αντίστασης. Μεσούσης της δικτατορίας συλλαμβάνεται και περνάει από δίκη με άλλους τριάντα επτά συντρόφους του. Φυλακίζεται, αλλά με την αμνηστία του δικτάτορα, στα τέλη του ’67, βρίσκεται πάλι στους δρόμους της Αθήνας, αναζητώντας την τύχη του.

λλά την τύχη την φτιάχνεις μόνος σου; Όχι, γιατί είναι η εποχή που βράζουν τα επαναστατικά κινήματα, τεκταίνονται ανήθικοι πόλεμοι, όπως του Βιετνάμ, νέες ζυμώσεις στον παγκόσμιο χάρτη ζητούν επανάσταση. Εκεί, λοιπόν, στις αρχές του ’70 ιδρύει τον εκδοτικό οίκο με επωνυμία «Νέοι Στόχοι» και ένα χρόνο αργότερο περιοδικό με την ίδια ονομασία που θα κυκλοφορήσει από τον Ιούλιο του ’71 έως τον ίδιο μήνα του ’72.

Τα κείμενα που εκδόθηκαν υπακούουν σ’ ένα πρόγραμμα ανοικτά πολιτικό, προσανατολισμένο κυρίως στο τροτσκιστικό χώρο, με συνεισφορές κλασικών και σύγχρονων μαρξιστών: Μαρξ, Λένιν, Τρότσκι, Βάις, Πουλιόπουλο, Μαντέλ, Τζ. Νόβακ.

Η αρθρογραφία του περιοδικού το οποίο -το πρώτο πολιτικό που κυκλοφόρησε στα χρόνια της Χούντας- και  το οποίo  είχε μια πλούσια μαρξιστική αρθρογραφία, αλλά υπογραφές αγωνιστών/μαρξιστών που αναδείχθηκαν τον Μάη του ’68: Αλέν Κριβίν, Ντανιέλ Μπεν Σαΐντ,  Ταρίκ Αλί. Το περιοδικό κάτω από τις πολλαπλές και ποικίλες μορφές διώξεων και τρομοκρατίας (αστυνομικών και δικαστικών) διέκοψε την έκδοσή του.

Πρέπει να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και να συνειδητοποιήσουμε ότι όλη αυτή η έντονη  δραστηριότητα του Θύμιου Παπανικολάου γίνεται από έναν νέο άνθρωπο που δεν έχει κλείσει ακόμη την τρίτη δεκαετία της ζωής του. Τόσο κουράγιο, τόσο πείσμα, τόση επιμονή!  Μετά την πτώση της δικτατορίας, επανέρχεται στις εκδόσεις. Την τριετία ’80-’83, στα τριανταέξι του δεν γυρίζει σελίδα, αλλά εξακολουθεί να καθοδηγείται από τις παλιές εμμονές του: ιδρύει και διευθύνει τις εκδόσεις Θεωρία επί της οδού Ζωοδόχου Πηγής.

Επαναφέρει τους κλασικούς (Γκέτε, Ντ’ Ανούτσιο, Αντρέγιεφ, Σαμφόρ) σε παλαιές και δοκιμασμένες μεταφράσεις όπως του Πέτρου Πικρού ή σε νέες αποδόσεις, όπως του ποιητή Γιώργου Κ. Καραβασίλη, αναζητάει τους σύγχρονους καινοτόμους, όπως τον Ζορζ Μπατάϊγ («Ο ερωτισμός») ή την ‘Εβελιν Ριντ («Σεξισμός και Επιστήμη»), δίνει βήμα στους σημερινούς εκείνης της περιόδου, με το μυθιστόρημα του ακτιβιστή Μαρέκ Αλτέρ, «Η αβέβαιη ζωή του Μάρκο Μάλερ».  Μόνο παραδειγματικά αναφέρω τίτλους, αλλά να μην ξεχάσω να αναφέρω και το βιβλίο, σε δεύτερη έκδοση, του Πέλου Κατσέλη «Γύρω απ’ το θέατρο», αφιερωμένο στην προσφορά του Σέξπιρ (φιλοτεχνημένο από τον Τάσσο).

Δεν είναι στιγμές που πρέπει να προλάβεις το μέλλον για να αποτιμήσεις την εκδοτική προσφορά του Θύμιου Παπανικολάου. Πρέπει, όμως, να γυρίσουμε πίσω και να εξετάσουμε την εποχή. Η εκδοτική παραγωγή ήταν περιορισμένη και τυποτεχνικά αρχαϊκή. Λάθη έγιναν και ίσως να έγιναν πολλά. Αλλά δεν έχουν σημασία, αφού το πάθος να εκδώσεις ένα βιβλίο τις περασμένες δεκαετίες για όσους είχαν ισχνά οικονομικά-που ήταν και οι περισσότεροι-ήταν  άθλος, υπέρβαση, αυτοθυσία. ‘Οχι ότι σήμερα δεν είναι όλα αυτά. Και σήμερα, ίσως όμως με λιγότερη αφέλεια…