Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Η ελλαδική τοπιογραφία αγλαϊσμένη στο ελληνικό φως, μακριά από τις πληγές της ιστορίας του Εμφύλιου και Μετα-Εμφύλιου, μακριά από το βίωμα της εμπέδωσης του σοσιαλιστικού οράματος όπως εφαρμόστηκε στην Ουγγαρία, μακριά από τις Φυλακές Αβέρωφ-πλέον γκρεμισμένες με σβησμένα τα ίχνη της ιστορίας του.

‘Ομως κοντά, πολύ κοντά στη δεύτερη πατρίδα της η Ζιζή Μακρή (1924-2014), σύντροφος του γλύπτη Μέμου Μακρή, με έργα της βουτηγμένα στην ρέουσα ελλαδογραφία του σκοτεινού οφθαλμού, όταν αντικρύζεις κατάματα τον δίσκο του ηλίου.

Ώς τις 6 Ιουνίου, μπορείτε να επισκεφτείτε την έκθεση χαρακτικών και σχεδίων της εικαστικού, με τίτλο «Ζιζή Μακρή, η Ελλάδα της». Ο χώρος που την φιλοξενεί, από Δευτέρα έως και Σάββατο (9 π.μ.-9 μ.μ.), είναι ο «Poems n’ Crimes» των εκδόσεων Γαβριηλίδη (Αγ. Ειρήνης 17. Μοναστηράκι).

Σημείωνε το 1982 η Ζιζή Μακρή για το πως αντιλαμβανόταν τον τρόπο εργασίας της:

«Σε κάθε δουλειά, σε κάθε φάση της, μόνο ταπεινότητα νιώθω και φοβερό, καμιά φορά, πανικό, καθώς αναλογίζομαι κατά πόσο θα μπορέσω να λύσω το μυστήριο που στέκεται μπροστά μου, κατά πόσο θα μπορέσω να κάνω κτήμα μου αυτό το άγνωστο που μου δίνει το βίωμα, και που μετουσιώνεται σε δράμα και με υποκινεί να δημιουργήσω.

»Πάντοτε ξεκινώ με ανοιχτά χαρτιά. Ποτέ δεν είναι παρόν το παλιότερο βίωμα, ποτέ δεν μ’ εμποδίζει κάποια προκατάληψη που να πηγάζει από άλλο θέμα ή παλιότερη δουλειά. Κι ακόμα, δεν εξιστορώ ποτέ κάποιο φανταστικό σκοπό. Δεν πρόκειται γα το ότι απαρνιέμαι συνεχώς τον εαυτό μου.

»Αλλά σε κάθε νέα μου εργασία, είναι τόσο μεγάλη μέσα μου η περιέργεια, που τελικά μετατρέπεται σε πάθος, σε φανατισμό και εκτοπίζει κάθε τι άλλο. Για μένα πάντα υπάρχει αυτό που ακριβώς θέλω να δημιουργήσω».

                           «Οι εικόνες περνούσαν μπροστά από τα μάτια της»

Με την φροντίδα της κόρης της Κλειώ, η οποία καλεί το κοινό να αντιμετωπίσει το εγχείρημα της μητέρας της με την ακόλουθα κλειδιά:

«Οπουδήποτε κι αν βρισκόταν (εξάλλου, το ίδιο είχε κάνει και κατά τη διάρκεια της φυλάκισής της κατά το διάστημα 1960-1962) η μητέρα μου είχε στα χέρια της μολύβια, στιλό και μπλοκ διαφόρων μεγεθών και σχεδίαζε καθετί που προσέλκυε το βλέμμα της. Μέσα από το παράθυρο της πίσω θέσης του αυτοκινήτου, μέσα από το τζάμι του λεωφορείου όπου καθόταν, οι εικόνες της ελληνικής υπαίθρου περνούσαν μπροστά από τα μάτια της.

»Το χέρι της έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού, γεμίζοντας σελίδες που πάντα έβρισκες στις τσέπες ή στις τσάντες της. Ηθελε να «αιχμαλωτίσει» τη φύση, να «συλλάβει» τις μορφές όπως οι γραμμές μπλέκονταν η μία μέσα στην άλλη και τις σχημάτιζαν… Είχε το έκθαμβο βλέμμα του παιδιού που αντικρίζει κάτι για πρώτη φορά και αισθάνεται ότι μια πλευρά του κόσμου τού φανερώνεται. ‘Εψαχνε πάντα στη φύση τη στοιχειώδη φόρμα πίσω από τις μυριάδες παραλλαγές της. Το βλέμμα αυτό της έκπληξης, που χαρακτηρίζει, νομίζω, κάθε δημιουργό, το κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής της».

                 «Είδες άδειο τον ουρανό, ανηφόρισες/ και ιχνογράφησες τα βουνά»

Πολλά από τα έργα της έκθεσης έχουν την αφορμή της στην σχέση του ζεύγους Μακρή με τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο (1912-1991).

Ο Μέμος και ο Νικηφόρος ήταν φίλοι πριν από τον πόλεμο, αλλά επανασυνδέθηκαν μετά τον επαναπατρισμό του ζεύγους στην Ελλάδα, προς το τέλος της δεακετίας του ’70. Το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής του Βρεττάκου φιλοτεχνήθηκε από την Μακρή και κυκλοφόρησε το 1976, από τις εκδόσεις Διογένης του Κώστα Κουλουφάκου.

Στη συλλεκτική έκδοση με τοπία της Ελλάδας και με στίχους του Λάκωνα δημιουργού, την οποία μπορείτε να ξεφυλλίσετε, γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος: «Είδες άδειο τον ουρανό, ανηφόρισες/ και ιχνογράφησες τα βουνά. Οι γραμμές τους/ μου θυμίζουν το χέρι σου. Ενα χέρι απλωμένο/ που επιπλέει στο φως κυματίζοντας/ την άκρη της πένας σου. Πατώντας σε μία/ μουσική σκαλωσιά/ σχεδιάζεις/ βουνά στον ορίζοντα, στα βάθη μου ήλιους».