Xείρα συνεργασίας τείνει η ελληνική πλευρά στο Βρεταννικό Μουσείο με αφορμή τη συμπλήρωση 2500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας και τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, καθώς η Ελλάδα προσπαθεί  επί δεκαετίες να ευαισθητοποιήσει το κοινό -και σε ένα βαθμό τα έχει καταφέρει- για το δίκαιο του αιτήματός της.

Εχει επίσης χτίσει ένα ολόκληρο μουσείο, αυτό της Ακρόπολης, το οποίο έχει οργανωθεί ώστε να μπορεί ανά πάσα στιγμή να δεχθεί τα Γλυπτά και να τα εκθέσει ενωμένα όπως ήταν πριν τα αφαιρέσει βίαια και παράνομα ο Ελγιν. Την πρόθεση της Κυβέρνησης να ανοίξει πάλι μια συζήτηση για το ζήτημα αυτό εξέφρασε  η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη   στην παρουσίαση της έκδοσης των Πρακτικών της Διεθνούς Ημερίδας με θέμα “Επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα” (Μέλισσα) που έγινε στο Μουσείο Ακρόπολης.

 “Η Ελληνική Πολιτεία δηλώνει συνεχώς την ειλικρινή πρόθεσή της να συνδράμει και να συνεργαστεί δημιουργικά με το Βρετανικό Μουσείο, όπως έχει πράξει και με άλλα μουσεία» τόνισε η κα Μενδώνη. Και για να μην δημιουργηθεί κενό  στις συλλογές και στο εκθεσιακό του πρόγραμμα, η χώρα μας «προσφέρει σε αντάλλαγμα περιοδικές εκθέσεις και δάνεια αρχαιοτήτων υψηλού κύρους, καλλιτεχνικής και ιστορικής σπουδαιότητας και αξίας που θα διατηρούν αμείωτο και θα ανανεώνουν το ενδιαφέρον του κοινού» πρόσθεσε, κάτι που έχει προταθεί και άλλες φορές στο Β.Μ. χωρίς ανταπόκριση. Αλλά,  «όσο το Βρετανικό Μουσείο εμμένει στην άρνησή του, η ελληνική πλευρά από κοινού με τους διαρκώς αυξανόμενους ανά τον κόσμο υποστηρικτές της θα συνεχίσει να εντείνει την πίεση έως ότου αυτή καταστεί αφόρητη και το Μουσείο αναγκαστεί να αναθεωρήσει τη στάση του» ανέφερε η υπουργός.

Σε σχέση με την αναγνώριση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος που απαιτεί το Β.Μ. προκειμένου να συζητήσει οποιοδήποτε «δανεισμό» των Γλυπτών, η κα Μενδώνη ξεκαθάρισε ότι η Ελλάδα “δεν δύναται και δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσει στο Βρετανικό Μουσείο οποιοδήποτε δικαίωμα ιδιοκτησίας, κατοχής, νομής και εκμετάλλευσης επί των Γλυπτών του Παρθενώνα”. “Το Ελληνικό Κράτος υποχρεούται συνταγματικά και νομιμοποιείται ηθικά να αξιώνει και να επιδιώκει με κάθε νόμιμο και πρόσφορο μέσο την οριστική, μόνιμη και αμετάκλητη επιστροφή τους προς επανόρθωση του δικαίου και της ηθικής τάξης, αλλά και αποκατάσταση της ακεραιότητας του μνημείου».

Αρχαιοκάπηλος ο Ελγιν

Αναφερόμενη η υπουργός στο ιστορικό της διαρπαγής είπε ότι ο Ελγιν  λειτούργησε ως αρχαιοκάπηλος καθώς έκλεψε και πούλησε τις ελληνικές αρχαιότητες. Συγκεκριμένα, είπε: “κινούμενος με ιδιοτέλεια και καιροσκοπισμό και αποσκοπώντας στο οικονομικό όφελος, τη δημοσιότητα και την προβολή, μετήλθε παράνομα και αθέμιτα μέσα για να διαρπάξει και να εξάγει από την Ελλάδα χωρίς νόμιμη άδεια τα Γλυπτά του Παρθενώνα και πλήθος άλλων ελληνικών αρχαιοτήτων, σε μια καταφανή πράξη κατά συρροή και εξακολούθηση κλοπής.

Μιας κλοπής, που συνοδεύτηκε από πρωτοφανείς βανδαλισμούς, οι οποίοι προξένησαν διαπιστωμένες ανυπολόγιστες φθορές και καταστροφές στα μνημεία, πέραν της ζημίας και βλάβης στην φυσική, νοηματική και αισθητική τους ακεραιότητα. Εν συνεχεία, λειτουργώντας ως αρχαιοκάπηλος, ο Έλγιν πώλησε τα Γλυπτά στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο εν γνώσει του αποδέχθηκε τα προϊόντα της κλοπής, αγνοώντας το σκάνδαλο που ξέσπασε στην κοινή γνώμη, τις ευθείες καταγγελίες και τις έντονες διαμαρτυρίες εξεχουσών προσωπικοτήτων της εποχής από τη Βρετανία και την Ευρώπη”.

 Συνεπώς έχουμε κάθε δικαίωμα να υποστηρίζουμε διαχρονικά ότι «Από νομικής πλευράς, η βίαιη και καταστροφική απόσπαση των Γλυπτών του Παρθενώνα από το μνημείο και η απομάκρυνσή τους από το φυσικό και εννοιολογικό τους περιβάλλον αντέβαινε στους ισχύοντες νόμους, το κοινό περί δικαίου αίσθημα και τα χρηστά ήθη της εποχής που συντελέστηκε” όπως και της σημερινής.

Η βίαιη απομάκρυνση των Γλυπτών από το φυσικό τους περιβάλλον διαρρηγνύει αυτήν την ενότητα. Αποστερεί το εννοιολογικό πλαίσιο που καθιστά δυνατή την κατανόηση και ερμηνεία τους. Διαστρεβλώνει και αλλοιώνει τα μηνύματα και τους συμβολισμούς του ίδιου του Παρθενώνα και ολόκληρου του μνημειακού συγκροτήματος της Ακρόπολης. Αλλοίωση αυτού του είδους συνιστά καίρια και απαράδεκτη ζημία για κάθε μνημείο. Πόσο μάλλον για ένα Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, και μάλιστα για ένα από τα σημαντικότερα και κατά κοινή παραδοχή το πλέον εμβληματικό, τον Παρθενώνα, ο οποίος εκτός από δημιούργημα μοναδικής καλλιτεχνικής σπουδαιότητας και αξίας αναγνωρίζεται ως κατεξοχήν σύμβολο των θεμελιωδών αρχών και αξιών τόσο του ευρωπαϊκού και του δυτικού πολιτισμού, όσο και της παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών που εκπροσωπεί ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών.

Η ανοχή στη διαιώνιση της κατάλυσης της ενότητας και της βάναυσης προσβολής της ακεραιότητας και της αυθεντικότητας ενός μνημείου με παγκόσμια συμβολική αξία και ενοποιό δύναμη, το οποίο επί χιλιετηρίδες έχει αναχθεί υπεράνω πρόσκαιρων συσχετισμών και σκοπιμοτήτων, συνιστά ένα διαρκές ηθικό και πολιτισμικό έγκλημα με πανανθρώπινες συνέπειες. Γι’ αυτό και το αίτημα της Ελλάδας είναι καθολικό.

Αναφερόμενη η υπουργός στο ιστορικό της διεκδίκησης των Γλυπτών, θύμισε ότι ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά τη συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους. Διεθνοποιήθηκε και τέθηκε σε συστηματική και μαχητική βάση στις αρχές της δεκαετίας του 1980 από την Μελίνα Μερκούρη, με την υποβολή επίσημου αιτήματος προς το Βρετανικό Μουσείο και στην UNESCO.”

Σε ό,τι αφορά στο Brexit, υποστήριξε πως η συγκυρία είναι πιο ευνοϊκή για την ελληνική πλευρά. Τη στιγμή που η Βρετανία απομακρύνεται από την ευρωπαϊκή οικογένεια και τις ιδέες που αυτή πρεσβεύει, η Ελλάδα ανακάμπτοντας από την πρόσφατη κρίση θα έχει τα προσεχή χρόνια την ευκαιρία να προσελκύσει επάνω της την προσοχή και το ενδιαφέρον του διεθνούς κοινού. Την χρονιά που διανύομε συμπληρώνονται 2500 χρόνια από τη μάχη των Θερμοπυλών και τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τα δύο αυτά κορυφαία γεγονότα των Περσικών Πολέμων, στους οποίους η ανέλπιστη και ηρωική επικράτηση των Ελλήνων δημιούργησε τις προϋποθέσεις να δημιουργηθεί ο Παρθενώνας και να τεθούν τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.

Αμέσως μετά, το 2021 σηματοδοτεί τη συμπλήρωση 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 που οδήγησε στην εθνική παλιγγενεσία και τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, με την ενεργό συμμετοχή και βοήθεια εκείνων των Ευρωπαίων και των Βρετανών που αισθάνονταν ηθική υποχρέωση απέναντι στον Ελληνισμό για τη συνεισφορά του στην ταυτότητα και στον πολιτισμό τους.

Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική πλευρά επικουρούμενη από τις απανταχού Εθνικές Επιτροπές και την ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη πλέον διεθνή κοινή γνώμη θα συνεχίσει με πίστη, καρτερικότητα και υπομονή, αλλά και σθένος, αυτοπεποίθηση και επιμονή, να αξιοποιεί τις δυνατότητες που παρέχουν ο διάλογος και η πολιτιστική διπλωματία για να επιτύχει την επανένωση των Γλυπτών, χωρίς παράλληλα να απεμπολεί το δικαίωμά της να συνεχίσει τη διεκδίκηση δια της νομικής οδού, εάν και όποτε αυτό κριθεί σκόπιμο ή αναγκαίο.”

Λαμβάνοντας όλα τα μέτρα, η Ελληνική Δημοκρατία αναδεικνύει έμπρακτα πως μπορεί να προστατεύσει, να διατηρήσει, να αναδείξει και να διαχειριστεί με τον βέλτιστο και ενδεδειγμένο επιστημονικά και τεχνικά τρόπο τα Γλυπτά.   Αφενός υλοποιεί εδώ και δεκαετίες ένα υποδειγματικό και αξιοθαύμαστο έργο συντήρησης, αποκατάστασης και αναστήλωσης του συνόλου των μνημείων της Ακρόπολης, του Παρθενώνα βεβαίως συμπεριλαμβανομένου.

Αφετέρου προχώρησε στη δημιουργία ενός μουσείου αφιερωμένου σε αυτά τα μνημεία, του Μουσείου της Ακρόπολης, που σχεδιάστηκε, ανεγέρθηκε και εξοπλίστηκε με τις πλέον σύγχρονες προδιαγραφές, προκειμένου να στεγάσει, υπό τις βέλτιστες δυνατές συνθήκες, τα Γλυπτά μετά τον επαναπατρισμό τους, καταρρίπτοντας και το τελευταίο επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου ότι η Ελλάδα δεν διέθετε κατάλληλες και αντάξιες υποδομές φιλοξενίας. Πρόσφατα συμπληρώθηκαν ήδη δέκα χρόνια εξαιρετικά επιτυχημένης λειτουργίας του μουσείου αυτού, που συγκαταλέγεται στα σπουδαιότερα και πλέον αναγνωρίσιμα, δημοφιλή και επισκέψιμα του κόσμου.

“Την ίδια στιγμή καθίσταται πλέον απόλυτα σαφές ότι το Βρετανικό Μουσείο έχει αυτοπαγιδευτεί σε μια στείρα, αντιπαραγωγική και μακροπρόθεσμα αδιέξοδη πολιτική. Παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια προσκολλημένο με αδιαλλαξία και εμμονή σε μια αναχρονιστική στάση πλήρους άρνησης, ανακυκλώνοντας μυθεύματα, σοφιστείες, ακόμη και ψεύδη, σε μια προσπάθεια να συντηρήσει μια επίφαση νομιμότητας, ηθικής τάξης και δέουσας επιμέλειας γύρω από την κατοχή και διαχείριση των Γλυπτών.
Στην εποχή του διαδικτύου και της μαζικής πληροφόρησης, ωστόσο, τα εξαρχής έωλα και αδύναμα επιχειρήματά του δεν πείθουν πλέον κανέναν.

Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται θα πρέπει να απασχολήσει σημαντικά τους υπευθύνους του Βρετανικού Μουσείου, καθώς μακροπρόθεσμα υπονομεύει το ρόλο του και θέτει σε κίνδυνο το ίδιο το μέλλον του. Το Μουσείο πρέπει να δείξει ότι εξελίσσεται, ότι αφουγκράζεται τους προβληματισμούς και τις απαιτήσεις του παγκόσμιου κοινού στο οποίο δηλώνει ότι απευθύνεται, και ότι αποσείει από πάνω του τα βαρίδια και τις εκκρεμότητες του παρελθόντος. Και η επιστροφή και αποκατάσταση της ενότητας των Γλυπτών του Παρθενώνα αποτελεί σίγουρα την μεγαλύτερη και πλέον βαρύνουσα από αυτές τις εκκρεμότητες. Μια εκκρεμότητα ιστορική, πολιτισμική, επιστημονική, αισθητική, πολιτική και ηθική.”