«Ο θάνατος και η κόρη», του Ariel Dorfman, μια παράσταση έντονα δραματική σε μετάφραση – διασκευή Θάλειας Γρίβα και Σίσσυς Μαράθου.Τη σκηνοθετική ενορχήστρωση υπογράφει η Θάλεια Γρίβα.

Ο προβληματισμός του κειμένου ακουμπάει στο ευαίσθητο θέμα της απονομής δικαιοσύνης, στο πώς μπορεί αυτή να αποδοθεί, στηρίζοντας το δημοκρατικό πολίτευμα, με ανεπηρέαστο τρόπο. Συνημμένα αγγίζονται και τα ζητήματα της αυτοδικίας, της συμφιλίωσης με τους εγκληματούντες – στο όνομα της εθνικής ενότητας –  ή το κουκούλωμα των αξιόποινων πράξεων, από φόβο ή από προσωπικό συμφέρον.

Σκηνοθεσία:

Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο δυναμικό, σύγχρονο, αλλά συγχρόνως και πολύ δύσκολο, γιατί πρέπει να διατηρηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στην ευθύνη του θύματος και του θύτη, όταν αντιστρέφονται οι ρόλοι. Και όλα αυτά συμβαίνουν με τη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων στο έπακρον και τις σκληρές εικόνες να δείχνουν την κατάφωρη παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Στη σκηνοθετική ταξινόμηση η Θάλεια Γρίβα, εστιάζει πρωτίστως στην ψυχογραφική διάσταση των χαρακτήρων, χωρίς όμως να αγνοήσει και την πολιτική πλευρά του συγγραφικού πονήματος. Οικοδομεί μια θεατρική συνθήκη με νεύρο, φαντασία και πολυφωνική δράση, πάνω σε ένα νευραλγικό θέμα, οικουμενικό, πέρα από συμβατικό χρόνο ή χώρο.

Ο ρυθμός, τα απρόοπτα και η ένταση δημιουργούν ατμόσφαιρα ερεβώδη με αιχμηρή και σαρκαστική διάθεση, φέρνοντας στο φως την ευθραυστότητα των αξιακών σχέσεων και τη διαχρονικότητα των υπαρξιακών ερωτημάτων. Όλη αυτή η θεατρική περιπέτεια είναι μια κραυγή του ανθρώπου για ατομική ελευθερία και δικαίωση, σε ένα κόσμο που παραπαίει, με την εξουσία του δυνατού να κατακρεουργεί ποικιλοτρόπως τον αδύναμο.

Συντελεστές:

Παίζουν οι Κωνσταντίνος Δανίκας, Σίσσυ Μαράθου και Στράτος Σωπύλης. Και οι τρεις πολύ καλοί στο ρόλο τους. Ευτυχής η διανομή των ηθοποιών.

Η Σίσσυ Μαράθου όμως ξεχωρίζει για την ερμηνεία της, καθώς με το υποκριτικό της ταπεραμέντο κατορθώνει να βάλει το θεατή «μέσα» στο συγγραφικό ιστό και την καταιγιστική πλοκή. Η συντονισμένη έκφραση και η ευθύβολη κίνησή της, έχουν ισχυρή επίδραση στο θεατή, ο οποίος αντιμετωπίζει το μένος της ηρωίδας που αρνείται πεισματικά να ξεχάσει την απαγωγή, τα απάνθρωπα βασανιστήρια και τους βιασμούς που υπέστη, τον καιρό της χούντας. Ο αφηγηματικός της «οίστρος» διαπερνά την ψυχολογία του κοινού σαν λεπίδι. Άλλοτε δωρική και άλλοτε συγκρατημένα λυρική, κερδίζει τις εντυπώσεις, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού. Απλώς αφοπλιστική.

Ο Στράτος Σωπύλης, ακριβής, άμεσος, απόλυτα ταυτισμένος με το χαρακτήρα, μέσα στο ερμηνευτικό του κέντρο, ενσαρκώνει υποδειγματικά το γιατρό.

Στο ρόλο του δικηγόρου ο Κωνσταντίνος Δανίκας, μετρημένος, αν και κάποιες φορές, «αναγκαστικά» διεκπεραιωτικός, υποδύεται το θιασώτη μιας υπερκομματικής ιδεολογίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Τα εύγλωττα σκηνικά με τις επτά τηλεοπτικές οθόνες που ενίοτε προβάλλουν έκτακτη επικαιρότητα και άλλοτε αποσυντονίζονται όλες μαζί, παράγοντας ήχο αποκρουστικό, συμβολίζουν το χάος, τη σύγχυση και το σκοτάδι της πολιτικής κατάστασης. Ιχνηλατούν παράλληλα την οδύνη και το μετατραυματικό στρες των θυμάτων της κτηνωδίας. Τα ενδεικτικά αυτά σκηνικά υπογράφει η Έλλη Εμπεδοκλή, η οποία φρόντισε και για τα σωστά κοστούμια. Το σχεδιασμό των εναρμονισμένων με το ύφος του έργου, φωτισμών και υπόκωφων σκιάσεων, επιμελείται επαρκώς η Στέβη Κουτσοθανάση. Φιλική συμμετοχή σε video η Σμαράγδα Κάκκινου.

Κατά τη διάρκεια της θεατρικής πράξης, ακούγεται η σύνθεση του Σούμπερτ «ο Θάνατος και η Κόρη», άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πυρήνα των θλιβερών αναμνήσεων της κακοποιημένης γυναίκας. Έτσι χρωματίζονται κατάλληλα η τραγικότητα των εγκλημάτων, αλλά και η ρευστότητα της μεταβατικής φάσης του πολιτεύματος που ευαγγελίζεται την αποκάλυψη και τιμωρία των υπευθύνων. Η Θάλεια Γρίβα διαχειρίστηκε με ρεαλισμό αυτή την «αβέβαιη» θωριά της απονομής δικαιοσύνης, στο πλαίσιο της δημοκρατικής αποκατάστασης του συστήματος. Άκρως ενδιαφέρουσα η «πολυεδρική» ανατροπή στο τέλος του έργου.

«Ο θάνατος και η κόρη», του Ariel Dorfman, σε σκηνοθεσία της Θάλειας Γρίβα, είναι μία αξιοπρόσεκτη θεατρική παράσταση, πληθωρική και εκρηκτική, με τη δική της υπαρξιακή αισθητική.