Η πρώτη «εμβολιασμένη» Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, η 18η, αφού η περσινή εξαντλήθηκε σε τηλεπαρουσιάσεις, περιμένει τα ζωντανά πρόσωπα να δράσουν σε εκδηλώσεις βιβλίου. Έτσι, όλα όσα φάνταζαν μακρινά, υπό τον αναγκαστικό εγκλεισμό, αποκτούν το νόημα της ανθρωπινότητας.

Με κεντρικό αφιέρωμα την γερμανόφωνη λογοτεχνία, συγκεντρώθηκαν διακόσιοι τριάντα έξι εκθέτες και εξακόσιοι συγγραφείς, εικονογράφοι, μεταφραστές από δεκαπέντε χώρες. Κατά τη διάρκεια του τετραημέρου, που αρχίζει αύριο κι θα ολοκληρωθεί την Κυριακή θα πραγματοποιηθούν διακόσιες πενήντα ζωντανές εκδηλώσεις σε οκτώ αίθουσες και σαράντα διαδικτυακές. Υβριδικός ο τρόπος μετάδοσης του μηνύματος, κι ας ελπίσουμε χωρίς παράπλευρες απώλειες.

Πώς ένας θεσμός αποκτά την αυτονομία του;                           

Την φετινή διοργάνωση, όπως σε κάθε χώρα που δεν αξιοποιεί τους επαγγελματίες του πολιτισμού και δεν εννοούμε τους κατ’ ανάγκην τους τυπολάτρες διαχειριστές, έχουν αναλάβει να φέρουν εις πέρας ενεργά μέλη της δημοσιογραφίας, της συγγραφής και της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ωστόσο, ο ρόλος τους είναι να στέκονται απέναντι στα γεγονότα, όχι για να τα ακυρώσουν, αλλά για να τα κρίνουν.

Όταν, όμως, αυτές οι κοινότητες καλούνται να τα συντονίζουν, φέροντας το βάρος της επιλογής, το πιθανότερο είναι τα κριτήρια τους να ταυτίζονται με τις ντιρεκτίβες της κεντρικής πολιτικής εξουσίας-γιατί αυτή κρατάει το πορτοφόλι. Που απλά, πολύ απλά σημαίνει ότι ορισμένοι δεν χώρεσαν ή δεν προσκλήθηκαν στην φετινή 18η (κατ’ όνομα) Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης.

Μια ξαναζεσταμένη σούπα που την ξαναζεσταίνουμε

Γιατί φαντάζει ανεπαρκέστατη μπροστά στο εμπεδωμένο διεθνοποιημένο παράδειγμα της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Φρανκφούρτης κι ας μην επιχειρηματολογήσουμε με φληναφήματα του τύπου «για τα ελληνικά δεδομένα». Η δική μας εκθεσιακή εμπειρία έχει αποδείξει ότι ξαναζεσταίνουμε και ξαναζεσταίνουμε μια ξαναζεσταμένη σούπα, μέχρι που εξατμίζεται και το μόνο που μας απομένει είναι ένα αδειανό σκεύος. Κι αυτό το σκεύος δεν γεμίζει με μαγειρέματα της τελευταίας στιγμής, με την έννοια του επείγοντος να χωρέσουν κι εκείνα που δεν χωρούν.

Η πανδημία απούσα από την δημόσια συζήτηση

Οπωσδήποτε και παρουσιάζει διαχρονικό ενδιαφέρον, η θεματική για τις κλασικές σπουδές και δεν θα αναλύσουμε πως στήνουμε μια τέτοια συζήτηση και τι προσδοκούμε να πάρουμε από αυτή. Κι ενώ η πανδημία σαν βρικόλακας σκοτώνει αταξικά τον ανθρώπινο οργανισμό που ουρλιάζει σαν πονεμένο ζώο, δεν συναντήσαμε ούτε μία κεντρική εκδήλωση, με θέμα την ιοβόλα ασθένεια και πώς αυτή επιδρά τουλάχιστον στις ήδη διασαλευμένες από την Κρίση κοινωνικές σχέσεις.

Η σχετική βιβλιογραφία εκτιμούμε ότι είναι επαρκής για ν’ ανοίξει ο δημόσιος διάλογος. Αλλά πολύ φοβόμαστε ότι η ασθένεια δεν πουλάει κι έρχεται σε αντίθεση με την επίπλαστη αισιοδοξία των διαχειριστών της δημόσιας υγείας. Η ιστορία της ιατρικής περιλαμβάνει ουκ ολίγες ιστορίες πανδημίας και πως ξεκλήρισαν τον κοινωνικό ιστό. Αλλά αυτά βλέπετε είναι υποσημειώσεις στο Βιβλίο της Προόδου.

                       Ευημερία για όλους με όρους αλληλεγγύης

Στη δημόσια συζήτηση, θα μπορούσε να τεθεί το ερώτημα, μήπως πρέπει να αποστασιοποιηθούμε από την ατομικιστική αντιμετώπιση της ελευθερίας και να δώσουμε βάρος στους τρόπους επικοινωνιακής διασύνδεσης των ατομικών μας ελευθεριών. Στην υγειονομική κρίση, οι ατομικές ελευθερίες δεν είναι συμπληρωματικές στον βωμό του άκρατου εγωισμού, καθώς η ευημερία του κάθε προσώπου εξαρτάται ευθέως από την συνεργασία του άλλου. Αλλά στην αρένα της επιβίωσης, η αλληλεγγύη φαντάζει ως ένας απρόσκλητος επισκέπτης που κατεβάζει από τον βωμό του τον θεό της κρατικής διανομής χρήματος και της επιβεβλημένης εξάρτησης των πολιτών από αυτήν.

Χωρίς Εθνικό Κέντρο Βιβλίου δεν πάμε πουθενά

Ο ιός βρίσκεται μέσα στην ηγετική αδιαφορία του θεσμού για μείζονα ζητήματα, όπως είναι η επανίδρυση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, σε νέες βάσεις και σε νέες προοπτικές-κι όχι ως πεδίο κάλυψης θέσεων ημετέρων-, με τις οποίες θα προσπαθήσει το ελληνικό βιβλίο να ανακτήσει την χαμένη ή την πάντοτε χαμένη αξιοπιστία του. Χωρίς αυτό το Παρατηρητήριο Βιβλίου, ο ελληνικός εκδοτικός κόσμος, ο οποίος επενδύει κυρίως σ’ αυτόν τον επιχειρηματικό τομέα από μεράκι ή από αγάπη για το βιβλίο, αισθάνεται ότι είναι παρίας.

Βέβαια, ανάμεσά τους κυκλοφορούν και εκδοτικοί οργανισμοί που έχουν ευθεία σχέση με το ελληνικό δημόσιο με προνομιακούς όρους αγοράς των βιβλίων τους. Αναφερόμαστε στα πανεπιστημιακά συγγράμματα, που είναι φορές που υπερτιμολογούνται και κάποιες άλλες και με έκπτωση του τυποτεχνικού αποτελέσματος τους για να πέσει το κόστος παραγωγής.

Ν’ αναφερθούμε στην απουσία μετάφρασης των ελληνικών έργων εις την ξένην, καθώς το ανάλογο πρόγραμμα πρόγραμμα «κοιμάται», εδώ και χρόνια; Ο κατάλογος των προβλημάτων του ελληνικού βιβλίου δεν έχει τέλος και δεν σας κρύβουμε ότι είναι μίζερο να τον εξαντλήσουμε, αφού λιγοστεύουν οι ώρες για να ανοίξει η 18η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και να χαλάσουμε την γιορτή με γκρίνιες…