Του Συμεών Σολταρίδη

Αποχαιρετούσα το Βόσπορο, τα Πριγκηπόνησα, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη γενέτειρα μου την Κωνσταντινούπολη, την Αγία Σοφία, γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου «Κωνσταντινούπολη θυμάμαι και γεύομαι» Στάθης Νικολαΐδης.

Ο Στάθης, τον οποίο γνώρισα τον Σεπτέμβριο του 1969 στην Θεολογική Σχολή, δηλαδή πριν 52 χρόνια, όταν με τα «ντένγκια» (τεράστιοι σάκοι από λινάτσα για μετακόμιση) μας ανεβαίναμε στην Σχολή, ήταν ο συνταξιδιώτης μου για μερικούς μήνες. Λαλίστατος, πολύ καλός συνομιλητής, ήπιος και διαλεκτικός, όπως τον θυμάμαι στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Όπως κάθε Ρωμιός, κάθε Πολίτης, καθορίζεται από την αναχώρησή του από την Πόλη, αλλά που ποτέ δεν την ξεχνά. Θέλει να την θυμάται με τα καλά της, με τα ευφρόσυνα της , με τα παλιά της. Αυτήν εξάλλου την άποψη βγάζει στις σελίδες του βιβλίου του. Του καλογραμμένου βιβλίου που αγγίζει όλους μας, ιδιαίτερα εμάς που ζήσαμε όλες αυτές τις εποχές, με τις ζουρ-φίξ, (σταθερτή μέρα συνάντησης) τα τραπεζώματα, τα κεντιανά απογευματινά).

Ο φίλος μου ο Στάθης έφθασε στην Ελλάδα με όλες τις παιδικές αναμνήσεις του. Ήταν ένας Ρωμιός, όπως όλοι εμείς που φύγαμε τα δύσκολα χρόνια από τον γενέθλιο τόπο μας, που θα κουβαλούσε για όλη του τη ζωή ως βαριά παρακαταθήκη τα βιώματά του στην Πόλη. Όρθωσε το ανάστημά του, όπως έκαμναν όλοι οι Ρωμιοί, και κατόρθωσε στη νέα του πατρίδα, παρά τις αντιξοότητες όχι μόνο να ορθοποδήσει αλλά και να πρωτεύσει.

Τα βιώματα των παιδικών και εφηβικών του χρόνων τα μετέφερε και τα αράδιασε τόσο παραστατικά στις σελίδες του βιβλίου, που προσωπικά με έκανε να παρακολουθώ νοερά αλλά ολοζώντανα μπροστά μου πώς έκαμνα κιζάκι ( τσουλήθρα) στο χιόνι ή πώς ζέσταιναν οι παιδονόμοι (τραπεζοκόμοι) το μεσημβρινό μας φαγητό.

Εκείνο που με έκανε όμως μεγαλύτερη εντύπωση ήταν η περιγραφή της τήρησης των ηθών και εθίμων μας και η προετοιμασία κάθε Αϊ-Βασίλη και Πάσχα όχι μόνο των μενού, που ήταν προκαθορισμένα για κάθε νοικοκυρά, όχι μόνο να ζωντανεύουν μπροστά μου τα κολλαριστά τραπεζομάντηλα αλλά να βρίσκομαι παιδί στις αγορές των παιχνιδιών ιδίως στο Zapon Magazası (φημισμένο κατάστημα παιδικών παιχνιδιών).

Βέβαια δεν κρύβω ότι με βουλιμία διάβαζα τις συνταγές των φαγητών. Η περιγραφή άψογη των συνταγών της μητέρας του Στάθη, της Μαίρης. Στάθηκα όμως σε δύο . Στην συνταγή για «σκουμπριά ντολμάδες» και στο «σεμιζότι με κιμά» (γλυστρίδα).

Με την πρώτη θυμήθηκα τον προπάππο μου Σωτήρη από τον Γενήμαχαλα του Άνω Βοσπόρου, σπουδαίου μάγειρα, ο οποίος πριν 160 χρόνια περίπου με τον ίδιο τρόπο ακριβώς ετοίμαζε κάθε Χριστούγεννα τον μεζέ για ντούζικο ( ούζο) . Πέθανε όταν ήμουν 5 χρονών, αλλά τα μαγειρικά του ανδραγαθήματα μας τα εξηγούσε η μητέρα μου.

Το δε σιμιζότι με κιμά, το οποίο μας το έκαμνε η μητέρα μου, ήταν το αγαπημένο μου αφού στο ζουμί έβαζα τις βούκες και το απολάμβανα.

Ο Στάθης παίρνοντας αφορμή από το βιβλίο συνταγών που διατηρούσε η μητέρα του ξαναζωντανεύει για τους Ρωμιούς και συστήνει στους υπόλοιπους την καθημερινότητα των Ρωμιών της Πόλης, τότε που η πολυπληθής κοινότητά μας μεσουρανούσε στην κοινωνική ζωή και ανθούσε στην Βασιλίδα των πόλεων. Είναι τόσο έντονη η ανάγκη όλων μας να ξαναζούμε και να προσπαθούμε να διατηρούμε αυτήν την παράδοση, που μια τέτοια γλαφυρή καταγραφή αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη.

Ο Στάθης μας παρέδωσε ένα καλαίσθητο βιβλίο, με άψογο περιεχόμενο. Ένα κατατοπιστικό για τα Πολίτικα ήθη, έθιμα αλλά κι ένα ιδιαίτερο βιβλίο γευσιγνωσίας. Ένα αφηγηματικό βιβλίο για αυτά που ζήσαμε αλλά και συνεχίζουμε να ζούμε.

Ας δούμε πώς απαντά σε τρία ερωτήματα που του έθεσα

– Ποια τα συναισθήματα σου καθώς έφευγες από την Κωνσταντινούπολη και ποια όταν άρχισες να προσαρμόζεσαι στη νέα σου πατρίδα;

Όταν έφυγα από την Πόλη το 1974 με ένα κρουαζιερόπλοιο είχα την προαίσθηση ότι δεν θα ξανά πάω. Αισθανόμουν ότι ξεριζώνεται η ψυχή μου, όταν αντίκρισα με δάκρυα στα μάτια την Αγιά -Σοφιά έτσι αγέρωχη όπως κρατούσε την λεβεντιά της πήρα δύναμη. Από τότε πέρασαν τόσα χρόνια και προσπαθώ κάθε μέρα να προσαρμοστώ και όμως δεν το κατάφερα.

Η συγκίνηση και η νοσταλγία είναι αξεπέραστες. Όταν έγραφα το βιβλίο μου «Κωνσταντινούπολη Θυμάμαι και Γεύομαι» ζούσα ξανά και ξανά όλη μου την ζωή στην Πόλη. Θέλω και δημόσια να ευχαριστήσω την εκδότρια μου κυρία Σοφία Δερέ που με εμπιστεύθηκε και μαζί δουλέψαμε πολύ σκληρά για το καλλίτερο αποτέλεσμα.

– Ποιο φαγητό από όλες τις συνταγές προτιμάς και γιατί;

Δυστυχώς δεν μπορώ να ξεχωρίσω καμία συνταγή διότι όλες οι συνταγές είναι και μια ανάμνηση και μια νοσταλγία από την μητέρα μου και την γενέτειρά μου. Εξάλλου δεν δημοσίευσα εγώ τις συνταγές σαν μάγειρας αλλά πρωτοτύπησα δίνοντας αρώματα και γεύσεις τις εποχής που κάθε συνταγή είναι και μια ιδιαίτερή θύμηση για μένα.

– Συνεχίζεις να τηρείς ήθη και έθιμα μας.

Αλίμονο αν δεν τηρούσα τα ήθη και τα έθιμα θα ήταν σαν να έκοβα τον ομφάλιο λώρο από την γενέτειρά μου. Πάντα τα κρατώ και χαίρομαι που τα μεταλαμπάδευσα και στην κόρη μου. Την Καλή Βραδιά που λέγαμε στην Πόλη τα μεσάνυχτα σαφώς θα ανοιγοκλείσω τα φώτα θα χτυπήσω και το χάλκινο γουδί έξω από το παράθυρο και θα ρίξω επάνω μας ξηρούς καρπούς για να είναι (μπερεκετλίδικο ) άφθονο το νέο έτος. Το σταφύλι γίνεται του Χριστού Σωτήρος 6 Αυγούστου και μετά θα το φάω και πολλά άλλα.

Με αυτό το μικρό σημείωμα θα ήθελα να συγχαρώ τον φίλο μου Στάθη για τα τόσα πολλά που μου θύμισε και συνάμα να τον ευχαριστήσω που συμβάλει με την πένα του στην διατήρηση του Πολίτικου πλούτου.