Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Στα ογδόντα πέντε του ο κινηματογραφιστής Γούντι ‘Αλεν δεν είναι ένα «ήσυχο» παιδί το οποίο ζει με τις κατακτήσεις του παρελθόντος. Εξακολουθεί να ενοχλεί, γιατί δεν γέννησε γεροντικές συνήθειες το μυαλό του, παρά το γεγονός ότι διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής του.

Δεν είναι ένας παραιτημένος καλλιτέχνης, είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δεν αγκιστρώθηκε στη φήμη του, γιατί πρωτίστως ήθελε να ζήσει. Κι όταν θέλεις να ζεις, καλό είναι να ξεχνάς το δημόσιο πρόσωπό σου: Να διαγράφεις το ‘Αλεν και να κρατάς το Γούντι.

Και η αυτοβιογραφία του «Apropos og Nothing», όσο κι αν ακούγεται καταθλιπτικός ο τίτλος τους, δεν ματαιώνει το εγχείρημά του σε πράξεις χωρίς νόημα. Ο κόσμος τον οποίο έχτισε ο Γούντι ‘Αλεν είναι ο σαρκασμός και το χιούμορ, που ξεκινούν πρωτίστως απ’ αυτόν για να αποδομήσουν τις αξίες της Δύσης.

Τα κείμενα του «Χωρίς Φτερά», «Πάτσι» και «Παρενέργειες» μπορούν να αναγνωστούν ως ευφυλογήματα ενός κατασπαραγμένου εγώ, και γιατί όμως μπορούν να εκληφθούν ως προκλήματα για σκέψη ώς το σημείο αναδόμησής της ενάντια στην κυρίαρχη εννοιοκρατία. Το nothing, το τίποτα δεν είναι το μηδέν, η απουσία, είναι το κενό ως παρόν, η σαγήνη της γαλήνης, η διαρκής εγρήγορση μέσα στον κόσμο, η καθαρή ματιά προτού η πρόθεση γίνει πράξη. Σ’ αυτό το σημείο όπου επιτελείται η κινηματογραφία ως άλμα από τη σιωπή προς τη σιωπή.

Η αυτοβιογραφία του τελικώς θα κυκλοφορήσει στις 7 Απριλίου από τον εκδοτικό οίκο «Arcade Publishing», αφού ορφάνεψε από τον προηγούμενο εκδοτικό οίκο «Hachette». Aρνήθηκε να την εκδώσει, κυρίως μετά την αντίδραση των υπαλλήλων του, με το επιχείρημα τους να εδράζεται σε μια παλιά ιστορία περί σεξουαλικής παρενόχλησης της κόρης του Ντίλαν Φάροου από την «επικίνδυνη» σχέση του με την μητέρα της Μία.

Ο Γούντι Άλεν, αν και έχει αθωωθεί, ωστόσο η υπόθεση δεν έχει αποκτήσει χαρακτήρα δικαίου στη συνείδηση του θετού γιού του Ρόναν (πάλι από την Μία Φάροου), εξού και ανακίνησε το θέμα με αφορμή της κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του θετού πατέρα του.

Δεν είμαι ούτε γιατρός, ούτε δικαστής για να αποφανθώ και δεν θέλω να εμπλακώ σε ιστορίες συνωμοσίας. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι ο Αμερικανοεβραίος άνθρωπος του θεάματος είχε αθωωθεί, μετά από επτάμηνη δικαστική διαμάχη με τις αποδείξεις των ιατρών. Εκτός κι ο νέος και άυλος τύραννος ονομάζεται πλέον fake news ελέω κοινωνικών δικτύων, ο οποίος θα οδηγήσει σε συστηματική προπαγάνδα, παραπληροφόρηση ή σπίλωση αναφορικά με πρόσωπα, προτιμήσεις, πίστεις και ιδεολογίες.

Φοβάμαι ότι ακόμη και τα πιό τρομακτικά news συνήθως ελέγχονται από τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας. Αν και με την πανδημία του κορονοϊού η έκκεντρη μετάδοση μιας είδησης, έχει αποκτήσει τον χαρακτήρα πλήρους διασποράς, με αποτέλεσμα να έχει απολεσθεί ο ναός της μίας και μόνης πληροφορίας. Μέσα, λοιπόν, στον κορύφωση του η αυτοβιογραφία του Γούντι ‘Αλεν μάς δίνει μια ευκαιρία να σκεφτούμε το πως διαδίδεται μία είδηση, γι αυτό προτείνω για να μην χαθούμε σε υποθέσεις που αρέσκεται η φαντασία μας όταν θέλει να ξεφύγει από την πραγματική πραγματικότητα.

Αφιερωμένη στη κατά τριάντα χρόνια νεότερη σύζυγό του Σουν-Γι Πρεβέν, υιοθετημένη κόρη του αρχιμουσικού Αντρέ Πρεβέν και της Μία Φάροου. ‘Οπως διαβάζουμε στα ξένα έντυπα ο Γούντι Άλεν γράφει για τα παιδικά του χρόνια στο Μπρούκλιν, το άπλωμά του σ’ όλα τα είδη του θεάματος και της καλλιτεχνίας: κινηματογράφος, θέατρο, τηλεόραση, stand up κωμωδία, συγγραφή.

Βεβαίως και δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι σχέσεις του Γούντι με τις γυναίκες του, χωρίς να μένουν απέξω η οικογένειά του και οι φίλοι του. Ξεχωρίζει από τους τελευταίους τον Άλεκ Μπόλντουιν και τον Ντικ Κάβετ που στάθηκαν πάντα στο πλευρό του αλλά και δεν μπορεί να ξεχάσει τις αδελφικές ψυχές, τους Μελ Μπρουκς, Μπετ Μίντλερ, Νιλ Σάιμον.

‘Ισως ο Γούντι ‘Αλεν δεν έγινε ποτέ καθωπρέπει, γιατί αισθανόταν ότι όλη του η ζωή είναι μια ταινία που δεν θα γίνει ποτέ. Κι αυτη αίσθηση τον απελευθέρωνε, γιατί κάθε ημέρα σκεφτόταν κάτι για μια μεγάλη ταινία που έχει στο μυαλό και δεν θα πραγματοποιηθεί. Κι αυτό το γεγονός δεν τον άγχωνε, τον ωθούσε να σκεφτεί ότι ήταν «λίγος» μπροστά στο «Ρασομόν» του Κουροσάβα, στον «Κλέφτη ποδηλάτων» του Ντε Σίκα ή στην «Εβδομη σφραγίδα». «H μόνη σπουδαία αμερικανική ταινία είναι ο «Πολίτης Κέιν»», δήλωνε. Αυτός όχι εμείς.