Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

‘Οταν πέθανε ο Ρενέ Γκοσινί σε ηλικία 52 ετών ήταν νέος πολύ νέος. Πάνω σ’ ένα τεστ υπερκόπωσης. Ο Αλμπέρ Ουντερζό, ο φίλος του και συνδημιουργός του κόμικ «Αστερίξ» περίμενε αλλά σαράντα τρία χρόνια. Πλήρης ημερών στα ενεννήντα τρία του, από φυσικό θάνατο κι όχι εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού.

Η επίσημη ιστοσελίδα του «Αστερίξ»-το διαδικτυακό γαλατικό χωριό- πενθεί, καθώς εμφανίζει τον Αστερίξ και τον Οβελίξ να έχουν χαμηλωμένα τα κεφάλια τους…

Το ζεύγος των καλλιτεχνών, κείμενο και σκίτσο στην πιό ευτυχισμένη στιγμή της μεταπολεμικής τέχνης, γιατί φαίνεται ότι η γαλλικότητα δεν εισήλθε ως ξένος στη ζωή των αναγνωστών ανά τον κόσμο, αλλά διαβάστηκε ως επαναστατικότητα εναντίον της ρωμαϊκής κυριαρχίας και μεταφορικά εναντίον της κοινοβουλευτικής απολυταρχίας-όπως εξελίχθηκε η προσχηματική δυτική δημοκρατία. Δεν μιλάω για γαλλικό εθνικισμό, ούτε για επαναστατικό αίτημα. Τα υλικά του «Αστερίξ» είναι γήινα, γειωμένα στα συναισθήματα, είναι το πνεύμα της κοινότητας υπό το άγρυπνο μάτι του ελέω θεού μονάρχη Μαζεστίξ και του μάγου δρυΐδη Πανοραμίξ.

Κι όμως αυτή η κλειστή, αγροτική, αυτοεξυπηρετούμενη κοινωνία ήταν φαίνεται ένα βάλσαμο για τους ευρωπαίους πολίτες μετά τον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο και την προϊούσα ανάπτυξη, η οποία θα οδηγήσει στην άκρατη κατανάλωση. Ξέρετε στον κόσμο των Γαλατών όλα είναι στάσιμα, μόνον ο ουρανός είναι απειλητικός γιατί δεν μπορεί να ελεγχθεί, όλα κινούνται στον τότε γνωστό κόσμο, είναι φυλή πολεμιστών, χωριάτες, γηγενείς, αγροίκοι.

Σ’ αυτό το σημείο μου ήρθαν συνειρμικά, μια και γράφω για Γαλάτες, οι στίχοι του Ρεμπό από την «Μιά εποχή στην Κόλαση» και συγκεκριμένα από το μέρος της «Βρόμικο αίμα»: «Απ’ τους προγόνους μου του Γαλάτες, κατέχω τα χλωμά γαλάζια μάτια μου, η στενοκεφαλιά και η αδεξιότητα μου στη μάχη. Τα ενδύματα μου είναι τόσο βαρβαρικά όσο και τα δικά τους. Tα μαλλιά μου όμως, αλίγδωτα τ’ αφήνω.

»Οι Γαλάτες ήταν ζωογδάρτες και οι πιο αδέξιοι αχυροξηραντές της εποχής τους.
»Από αυτούς κληρονόμησα την ειδωλολατρία και την αγάπη μου για ανοσιουργήματα – Ω! και όλα τα είδη της βίας, το θυμό, την ακολασία- υπέροχη που’ ναι, την απόλαυση: – και προ πάντων το ραχάτι και την τεμπελιά».

Ο Γκοσινί δεν αποδέχεται την ήττα του Αστερίξ και του Οβελίξ, τους θέλει απέθαντους, ολύμπιους θεούς, αθάνατους. Γιαυτό άρεσαν, γιατί δεν έβαζαν τον αναγνώστη στον φόβο και στον τρόμο του κενού. Είναι και οι δυό τους καλοφαγάδες, συμποσιαστές, πολεμούν γιατί ξέρουν ότι θα νικήσουν, απευθύνονται σε όσους δεν θέλουν να πονοκεφαλιάσουν. Ο Ουντερζό κατέχει την γραμμή του σκίτσου έως τον βαθμό της τυποποίησης-άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι, όταν ήταν νέος, δήλωνε ότι ήθελε να γίνει ο Γάλλος Ντίσνεϊ.

Τα έθνη αξιοποιούν τους καλλιτέχνες αρκεί να μην στραπατσάρουν τα στερεότυπά τους. Το φάσμα της Γαλλικής Επανάστασης με τους εξαθλιωμένους και τους ξεβράκωτους παλιννοστεί (οι κάτοικοι του γαλατικού χωριού) στο δημοφιλές κόμικ των Γκοσινί-Ουντερζό με απόμακρη την ηχώ της Παλινόρθωσης (παλαιά ο Μαζεστίξ είχε το όνομα Μοναρχίξ!).

Πάντως, η γαλέρα με τον μαύρο παρατηρητή που δεν μπορεί να πει το λάμδα και το ρω και έχει ως έργο να αναγγέλλει την επερχόμενη καταστροφή, δεν είναι μία λεπτομέρεια σ’ αυτό το εικονοπλαστικό αφήγημα. ‘Ισως, είναι ο δεύτερης και τρίτης κατηγορίας πολίτης της Γαλλικής Δημοκρατίας για τις βρομοδουλειές με τις οποίες δεν ασχολούνται οι λευκοί Γάλλοι πολίτες.