Όσοι γνώρισαν τον αρχαιολόγο Ηλία Κόλλια, με την ψηλόλιγνη κορμοστασιά  και τα λευκά ανέμελα μακριά μαλλιά, σύγχρονη φιγούρα  ιππότη του Μεσαίωνα, δεν θα εκπλαγούν διαβάζοντας το βιβλίο του «Τα χειρόγραφα των Μαϊστόρων»  (εκδ. Kasseris).

Η ταύτισή του με την ατμόσφαιρα και τους κατοίκους που ζούσαν κάποτε στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου, στην αναστήλωση και ανάδειξη της οποίας  αφιέρωσε τη ζωή του, αποκαλύπτεται περίτρανα  στο γοητευτικό αυτό βιβλίο που δυστυχώς δεν πρόλαβε  ο ίδιος να δει δημοσιευμένο.

Μελετώντας  μεσαιωνικά χειρόγραφα και κώδικες παράλληλα με την πολύχρονη ενασχόλησής του με τα παλαιοχριστιανικά, βυζαντινά, μεσαιωνικά  και μεταβυζαντινά μνημεία της Ρόδου, αναπλάθη με λογοτεχνικό τρόπο  κομμάτια της  ιστορίας της. Ο ερειπιώνας που αντίκρισε ένα σεπτεμβριάτικο απομεσήμερο του 1966 περπατώντας έξω από την πόλη της Ρόδου και η περιήγησή του σε ένα εγκαταλελειμένο σπίτι όπου ανακάλυψε ένα ξύλινο κιβώτιο με έναν δερματόδετο κώδικο με τα χειρόγραφα της οικογενείας των Μαϊστόρων, φαίνεται πως άσκησε τόση γοητεία επάνω του που σαράντα χρόνια μετά, αποφάσισε να ξαναζωντανέψει  αυτά τα χειρόγραφα που είναι συνδεδεμένα με ιστορικά γεγονότα, αλλά και θρύλους μιας εποχής ελάχιστα γνωστής στους  περισσότερους από εμάς.

Ο Ομ. καθηγητής Αρχαιολογίας Χρήστος Ντούμας προλογίζοντας το βιβλίο του σημειώνει: «Ομολογώ πως δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μου ότι θα ήταν δυνατόν να ξεναγηθώ στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου από τον μοναδικό γνώστη της ιστορίας της και μάλιστα αρκετά χρόνια από τον πρόωρο χαμό του. Εννοώ, τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο, τον Ηλία Κόλλια».

Ο κ. Ντούμας συνεργάστηκε μαζί του για μια τετραετία και όπως αναφέρει έζησε από κοντά τις ανησυχίες και τα οράματά του για όσα συνέβαιναν γύρω τους. Ηταν υπεύθυνος τότε για όλα τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Δωδεκανήσου και βρισκόταν σε διαρκή κίνηση από νησί σε νησί. «Ομως, η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου, και όχι χωρίς λόγο, τον απασχολούσε ιδιαίτερα. Δεν επρόκειτο απλώς για έναν άψυχο ερειπιώνα, όπως συνέβαινε με τις περισσότερες περιπτώσεις. Αποτελούσε ένα αναπόστατο κομμάτι της σύγχρονης ζωής στην πρωτεύουσα του γεμάτου ιστορία νησιωτικού συμπλέγματος».

«Ενα ταξίδι στα σοκκάκια της Παλιάς Πόλης» χαρακτηρίζει ο Δρ. συνθέτης  Φοίβος-Αγγελος Κόλλιας το βιβλίο του πατέρα του που το διάβαζε εξονυχιστικά και συμμετείχε με ερωτήσεις και διευκρινίσεις κατά την διάρκεια της συγγραφής του.

Τι ήταν όμως οι Μαϊστορες στα χειρόγραφα των οποίων στηρίχτηκε η γλαφυρή αυτή αφήγηση του Ηλία Κόλλια;

«Κυβερνήτης του ιπποτικού κράτους είναι ο μεγάλος μαΐστορας, που η θητεία του είναι ισόβια και προέρχεται πάντα από τα μέλη της πρώτης τάξης, πρέπει δηλαδή να είναι ευγενής. Είναι ο ανώτατος άρχων στη διοίκηση και στο στράτευμα».

Διαβάζοντας μεταφρασμένες επιστολές της εποχής καταλαβαίνεις πόσα πέρασε ο ντόπιος πληθυσμός από τους κατακτητές του νησιού  και τη φυλετική πανσπερμία της Ρόδου. Βλέπεις ότι οι  εμπορικές σχέσεις δεν διακόπονταν με την απέναντι πλευρά, δηλαδή τις περιοχές της Μικράς Ασίας ούτε κατά την διάρκεια πολεμικών συγκρούσεων με τους Τούρκους. Η καθημερινότητα των ανθρώπων και τα βάσανά τους κυριαρχούν στα ντοκουμέντα που παρουσιάζονται. Ο συνδιασμός  τους μαζί με τα ιστορικά γεγονότα  αποκαλύπτουν περίτρανα πως ο Ηλίας Κόλλιας μεταφέρει  εκτός από τα αυθεντικά τεκμήρια χωνεμένη, πολύπλευρη γνώση που απέκτησε ως βαθύς γνώστης και ερευνητής του ερευνητικού του πεδίου.  Ως ιππότης ο ίδιος και μαέστρος της γραφής, αφήνει  την περιγραφή της παλιάς πόλης και των μνημείων της να την κάνουν οι ίδιοι οι κάτοικοί της.

Σε πολλά σημεία διαβάζεις τα ίδια τα παλαιά κείμενα, οπότε νοιώθεις ότι η μυθοπλασία δεν είναι αυθαίρετη. Πατάει σε αυθεντικά στοιχεία. Παράλληλα τα κείμενα μεταφέρονται στη σημερινή κοινή γλώσσα, για να γίνει η ανάγνωση πιό απολαυστική. Οι επιμελήτριες της έκδοσης δρ αρχαιολόγοι  Αννα-Μαρία Κάσδαγλη και Μαρία Ζ. Σιγάλα, μας επισημαίνουν στο σημείωμά τους ότι «όσα αναφέρονται στο βιβλίο προέρχονται από τον συνδυασμό ιστορικών και αρχαιολογικών τεκμηρίων»  και πως η οικογένεια των Μαϊστόρων δεν είναι αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα.

«Είναι υπαρκτή: ίσως δεν είχε αυτό το όνομα, αλλά ήταν εγκατεστημένη στην πλατεία Αθηνάς, στο κέντρο της παλιάς πόλης.  Το μεγαλύτερο μέρος του αρχοντικού τους, που φωτογραφήθηκε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Albert Gabriel,  στις αρχές του 20ού αιώνα, κατέρρευσε από τους βομβαρδισμούς  του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, όμως η εκκλησία τους ο Αγιος Σπυρίδωνας, στέκει ακόμα, και το οικόσημο με τα τρία χρυσά τούβλα συνοδεύει τις αγιογραφίες της».

Άρωμα αρχοντιάς και γενναιότητας διαπνέει όλες τις σελίδες αυτού του βιβλίου που ανέλαβε να στολίσει με τις ζωγραφιές του ο Βαγγέλης Παυλίδης.