Tης Ζωής Τόλη

«Τερέζ Ρακέν», το εμβληματικό έργο του Εμίλ Ζολά, παρουσιάζεται στο θέατρο Ροές, σε διασκευή και σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ.

«Μια επιστημονική ανάλυση της ανθρώπινης λειτουργίας, ακριβώς, όπως ο χειρουργός πάνω από τα νεκρά σώματα», σημειώνει ο ίδιος ο Ζολά για το μυθιστόρημά του που είναι ένα σύγγραμμα τολμηρό για το 19ο αιώνα (κυκλοφόρησε το 1867). Επηρέασε την πορεία της μετέπειτα λογοτεχνίας, καθώς ο αντισυμβατικός του χαρακτήρας εναντιωνόταν σε κάθε ταμπού ή στερεότυπο της εποχής, καυτηριάζοντας τον κόσμο της υποκρισίας και του καθωσπρεπισμού.

Μιλάει ανοιχτά για το δικαίωμα της ελεύθερης ερωτικής δράσης της γυναίκας, κάτι που τότε θεωρήθηκε εξωφρενικό από το κοινό του Παρισιού. Το νατουραλιστικό μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα, πέρασε στη συντηρητική κοινή γνώμη ως ανήθικο και ανάρμοστο προϊόν, σκέτο πορνογράφημα.

Με κριτική ματιά σχολιάζει τις οικογενειακές, ζευγαρικές και ερωτικές σχέσεις, αναφορικά με τις αιτίες που τις διαμορφώνουν. Καταγωγή, φύλο, μόρφωση, οικονομική δύναμη, είναι μερικές από αυτές, κριτήρια για την αξιολόγηση ανθρώπινων ζωών.

Η διασκευή της σκηνοθέτιδας Λίλλυς Μελεμέ που διάλεξε τέσσερις ήρωες, ανάμεσα στους άλλους του έργου, με ψυχαναλυτική ματιά φωτίζει το εσωτερικό τους κομμάτι σε αντιδιαστολή με την εξωτερική τους εικόνα. Τους περιγράφει αναλυτικά μέσα σε νατουραλιστικό κλίμα, αποδίδοντας με σκληρότητα τον ακραίο ρεαλισμό του Ζολά.

Το «διαδραστικό» σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, συνδυαστικά με τους σωστούς φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, αναδεικνύουν την πρόθεση του συγγραφέα να καταγγειίλει την κοινωνική εξαθλίωση και τις μίζερες συνθήκες ζωής.

Η σκοτεινή και αποπνικτική ατμόσφαιρα, η υγρασία που τους «κατάπινε» ανελέητα και συνεχώς, οι συμπεριφορές και η αντίδραση στον εγκλωβισμό τους μέσα σε θεόστενα και μικρά ανήλιαγα διαμερίσματα, τονίζονται επαρκώς σε πολυσχιδές πλαίσιο δράσης.

Η Τερέζ ερωτεύεται τον παιδικό φίλο του άντρα της, τον Λοράν και παραδίδεται σε ένα ξέφρενο πάθος, χωρίς όρια, με τον κίνδυνο και την ψυχική τραχύτητα να την κατακυριεύουν.
Παντρεμένη χωρίς τη θέλησή της με τον ασθενικό Καμίγ που είναι και πρώτος εξάδελφός της, υποφέρει ζώντας σαν απόκληρη, χωρίς έρωτα και χαρά. Η θεία και πεθερά της, πλήρως χειριστική, την εκμεταλλεύεται για να υπηρετεί το μοναχοπαίδι της, τον Καμίγ, σαν νοσοκόμα.

Η συχνά επαναλαμβανόμενη ατάκα της Τερέζ «είναι στενό, σκοτεινό και υγρό και μυρίζει σαν χώμα νωπό», αναφερόμενη στο σπίτι διαμονής, ζωγραφίζει απόλυτα την κλειστή, θλιβερή και παγωμένη ζωή της.

Το «ήσυχο» σύμπαν θα διαταραχθεί συθέμελα μόλις βρεθεί το κατάλληλο ερέθισμα και τότε όλα τινάζονται στον αέρα. Ο έρωτας της Τερέζ για τον Λοράν, την οδηγεί σε ένα ξέφρενο πάθος, χωρίς όρια, με τον κίνδυνο και την ψυχική τραχύτητα να την κατακυριεύουν.

Το «Μην κάνεις θόρυβο, κάτσε ήσυχη», αυστηρό πρόσταγμα της κυρίας Ρακέν στην ανηψιά και νύφη της, δεν ισχύει, καθώς ο εγκλεισμός και ο «ιδρυματισμός», εγείρουν ακραίες και ριζοσπαστικές / επαναστατικές επιλογές, όταν βρουν την κατάλληλη ευκαιρία. Η μέχρι τότε υποταγή της δυστυχισμένης Τερέζ, εκρήγνυται σαν ηφαίστειο, αποδομώντας κάθε παραδεδομένη «αξία» της κοινωνίας στα τέλη του 19ου αιώνα.

Η Λίλλυ Μελεμέ επικεντρώνεται στον πυρήνα αυτής της ολέθριας σχέσης, φανερώνοντας τα σεξουαλικά ένστικτα να χειραγωγούν ολιστικά κάθε ενέργεια του παράφορου ζευγαριού.
Η αδήριτη ανάγκη για ζωή, προκαλεί αυτή τη μετάλλαξη, η οποία λόγω συνθηκών και κοινωνικών ταμπού της εποχής, μεταμορφώνει τα πρόσωπά τους σε δήμιους, απέναντι σε κάθε εμπόδιο. Μόνο η λαγνεία ρυθμίζει τις δυνάμεις της ύπαρξής τους, έτσι ώστε ο πόθος και ο πόνος να γίνονται ο μόνιμος εφιάλτης τους.

Ζουν σε ένα αβάσταχτο περιθώριο, χειρότερο από αυτό της προηγούμενης ζωής τους. Χωρίς μέτρο και λογική, έρμαια της ερωτικής εξαλλοσύνης, μετατρέπουν την όποια θυματοποίησή τους σε ανελέητη ηθική αναλγησία, σε βιασμό κάθε εναπομείναντος υγιούς στοιχείου. Αυτή η απανθρωποποίηση και οι συνέπειές της αποτελούν τον εφαλτήρα της τραγικής διάστασης του θεματικού κέντρου. Η πλοκή εξελισσόμενη παράγει ενοχές, ασφυξία ψυχική, εφιάλτες, οδύνη και αλληλοκατηγορίες, κάνοντας τους πρώην εραστές, εχθρούς μεταξύ τους, με το μίσος και την απέχθεια να οδηγούν στην τελευταία ανατροπή της ιστορίας.

Το καστ των ηθοποιών πολύ καλό, εύστοχο και συνειδητοποιημένο. Διακρίνεται ως Καμίγ, ο Κώστας Βασαρδάνης, με την πολύπτυχη ερμηνεία του, χαρίζοντας στο χαρακτήρα τη δραματική αίγλη που του ταιριάζει. Έμπειρος, ικανός, καίριος, ο βραβευμένος μας ηθοποιός, κινείται μεθοδικά στο σανίδι αποδεικνύοντας την υποκριτική αξιοσύνη και τη σκηνική / λειτουργική του σβελτάδα.

Η ταλαντούχα και επίσης βραβευμένη Μαρία Κίτσου, ευέλικτη, αυθόρμητη, ξεδιπλώνει τις εκφάνσεις του προσώπου που ενσαρκώνει με την απαραίτητη δεινότητα. Φανερώνει επαρκώς την ψυχολογική διαδρομή της Τερέζ και την μεταμόρφωσή της σε αποστειρωμένο συναισθηματικά άτομο. Οι αναστολές, οι παλινωδίες, η ερωτική της φρενίτιδα, η ανασφάλεια αποδίδονται με πολυκύμαντο ύφος. Προκλητικά αληθινή, χτίζει βαθμιαία τη δομή της προσωπικότητας της τραγικής ηρωίδας και σκιτσάρει δεξιοτεχνικά το πορτρέτο της.

Τη συντηρητική και αυταρχική κυρία Ρακέν παίζει η Σοφία Σεϊρλή εξαιρετικά, υποστηρίζοντας με την εύπλαστη τεχνική της τη θεατρική πράξη.

Ο αριβίστας, στιβαρός και θελκτικός Λοράν ιχνογραφείται από τον Θανάση Πατριαρχέα, με σεβασμό στον απαιτητικό ρόλο.

Τα όμορφα και ενδεικτικά της εποχής κοστούμια φρόντισε ο Κωνσταντίνος Ζαμάνης, την κίνηση η Μόνικα Κολοκοτρώνη και την υποβλητική μουσική υπογράφει ο Μίνως Μάτσας.
Ολοι οι συντελεστές συνολικά συμπλήρωσαν ευσυνείδητα το θεατρικό παζλ.

«Τερέζ Ρακέν», μια εύρωστη παράσταση, με ευρηματική σκηνοθεσία της Λίλλυς Μελεμέ, προσφέρει εναλλαγές και ανατρεπτική διαχείριση του σκηνικού, εστιάζει στην έκφραση, το λόγο και την κίνηση, φλερτάροντας ενίοτε με ψυχολογικό θριλερικό ύφος.

Με έρεισμα την ηθική χρεωκοπία, την κατάφωρη πνευματική δυσκαμψία, την συναισθηματική ένδεια και τις ρατσιστικές αντιλήψεις, η θεατρική αυτή δημιουργία έχει τη δική της «σκοτεινή» αισθητική και ιδιαίτερη γκροτέσκ διάσταση.