Γεννήθηκε ηθοποιός και ήταν ένας βαθειά  καλλιεργημένος και μορφωμένος άνθρωπος η Μάγια Λυμπεροπούλου που έφυγε ξαφνικά από έμφραγμα στα 81 της χρόνια. Συγκλονισμένοι είναι όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου που συνεργάστηκαν μαζί της και μιλούν για μια μοναδική ηθοποιό και μια ξεχωριστή προσωπικότητα που την διέκρινε η ευγένεια, η φιλομάθεια και η ανθρωπιά.  

Είδε το πρώτο φως της ημέρας στις 11 Μαρτίου του 1940 στα Πατήσια. Σπούδαζε  στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όταν στράφηκε γνώρισε τον Κάρολο Κουν ο οποίος αναγνώρισε αμέσως το μεγάλο ταλέντο της και την αξιοποίησε στο ο Θέατρο Τέχνης όπου έμεινε  σχεδόν 12 χρόνια, παντρεύτηκε τον ηθοποιό και αγαπημένο συνεργάτη του Κουν, Γιώργο Λαζάνη. Πρωταγωνίστησε σε πολλές παραστάσεις, ερμηνεύοντας πάνω από 40 ρόλους.

Ηθελε όμως να μάθει περισσότερα και διέκοψε τη σχέση της με το Θέατρο Τέχνης για να πάει στο Παρίσι. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα  κινηματογράφου.

Λίγα χρόνια μετά όταν επέστρεψε στην Ελλάδα αφοσιώθηκε στο θέατρο ως ηθοποιός αλλά και ως σκηνοθέτις. Ποτέ δεν έκοψε τους δεσμούς της με το Θέατρο Τέχνης στο οποίο επέστρεφε πάντα. Συνεργάστηκε όμως και με  το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας και για μια 4ετία υπηρέτησε  το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ως καλλιτεχνική διευθύντρια.  

Μία από τις τελευταίες εμφανίσεις της  ήταν πριν 8 χρόνια την ημέρα των γενεθλίων της (έκλεινε τα 73) στην Καβάλα. Για την παράσταση αυτή είχαν γράψει στην «Ελευθεροτυπία» οι θεατρικοί συγγραφείς Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης:

«Κοίταξε τον κόσμο που είχε κατακλύσει το θέατρο «Παλλάς» της Καβάλας και δέχθηκε τα πρώτα έντονα χειροκροτήματα με ικανοποίηση.

«Δεν θα μπορούσα να περάσω καλύτερα γενέθλια μαζί σας. Θα σας διαβάσω από το βιβλίο του Βαλεντίνο Μπομπιάνι «Τα αόρατα γηρατειά». Στα 73 εγώ, καταλαβαίνετε πόσο ευχάριστο είναι το θέμα!»

Με ένα λευκό πουκάμισο εξαιρετικής υφής, μαύρο παντελόνι, πέρλες στο λαιμό και τη θεία φωνή της να ελέγχει την αίθουσα, η ηγερία του Κουν έδωσε τον τόνο σ’ ένα μάλλον δυσάρεστο θέμα, κατακερματισμένο από μικρές αλλεπάλληλες διαπιστώσεις.

Και τι περίεργο! Ο πόνος, η αρρώστια, η μοναξιά, το τελευταίο βλέμμα πριν απ’ το τέλος, όλα όσα δημιουργούν το σύμπαν του πολυπράγμονα Ιταλού συγγραφέα, έπαιρναν στην ανάγνωση της Λυμπεροπούλου απροσδόκητο πλάγιο λόγο – ύμνο για την ίδια τη ζωή.

Στο δεύτερο μέρος, η σπουδαία ηθοποιός κάλεσε στη σκηνή το σκηνοθέτη και οικοδεσπότη της, Θοδωρή Γκόνη (προγραμματισμένη εκδήλωση του ΔΗΠΕΘΕ της πόλης από ένα θησαυρό έγκυρων ονομάτων), να διευθύνουν μια συζήτηση για τη λειψανδρία δασκάλων στην ελληνική σκηνή, τη μεγάλη απουσία του Κουν, την τραυματική έλλειψη παιδείας στο σύγχρονο κόσμο, το κυνήγι της ματαιότητας που εμπεριέχει το επάγγελμα του ηθοποιού, τις δυσκολίες του πολιτισμού στην περιφέρεια που η ίδια έζησε στην Πάτρα.

Με συγκροτημένο λόγο, πλούσια εμπειρία, η Μάγια Λυμπεροπούλου μάς εξομολογήθηκε ότι δουλεύει πάνω σ’ ένα βιβλίο για το θέατρο, θεωρητικό και βιωματικό, ενώ η εμφάνισή της στο «Πένθος» του Εθνικού Θεάτρου πιστεύει ότι είναι αυτή που κλείνει την καριέρα της ως ηθοποιού.

Και με χάρη και τέμπο, άναψε ένα ακόμη τσιγάρο, μνημονεύοντας και μιμούμενη τον Τσαρούχη που όρισε με μια φράση την απόλυτη ελευθερία της τέχνης: Λυμπεγοπούλου, βάζω ένα γο και το λέω μπλε!!!»

Για την απώλεια της Μάγιας Λυμπεροπούλου δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη: «Η ευαίσθητη φιγούρα, η εύθραυστη παρουσία, το έντονο βλέμμα, η εκφραστική φωνή. Είναι τα στοιχεία που έκαναν τη Μάγια Λυμπεροπούλου να ξεχωρίζει, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη σκηνή. Σε έναν εμβληματικό ρόλο, σε ένα σπουδαίο έργο, στο «Ξαφνικά πέρσι το Καλοκαίρι»,  του Τενεσί Ουίλιαμς, η Μάγια Λυμπεροπούλου, έγινε μέσα σε μία στιγμή, από μαθήτρια πρωταγωνίστρια. Γνήσιο παιδί του Καρόλου Κουν, συνέχισε για τις επόμενες, πολλές, δεκαετίες, να δημιουργεί χαρακτήρες, να ποιεί ήθος, να συγκινεί με τις ερμηνείες της. Πρωταγωνίστριες με την ποιότητα και τη δεινότητα της Μάγιας Λυμπεροπούλου είναι εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργηθούν. Οι αρετές της θα λείψουν από το ελληνικό θέατρο. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στους οικείους και στους φίλους της».

Ηταν εξαιρετική και ως σκηνοθέτις. Μία από τις σκηνοθετικές δουλειές της που ξεχώρισε ήταν αυτή που παρουσιάστηκε το 2007 στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ηταν μια θεατρική διασκευή –δική της– του 3τομου μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι «Οι δαιμονισμένοι». Παρουσιάστηκε σε δύο τρίωρες παραστάσεις.