ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Σ’ αναζήτηση μιας ανύπαρκτης Γης της επαγγελίας

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

****1/2 Η πρώτη αγελάδα

First Cow. ΗΠΑ, 2019. Σκηνοθεσία: Κέλι Ράικαρτ. Σενάριο: Κέλι Ράικαρτ, Τζόναθαν Ρέιμοντ, από το μυθιστόρημά του. Ηθοποιοί: Τζον Μαγκάρο, Οράιον Λι, Αλία Σόκατ, Ντίλαν Σμιθ. 122΄

Ένα πρωτότυπο γουέστερν μας προσφέρει η Αμερικανίδα Κέλι Ράικαρτ («Γουέντι και Λούσι», «Night Moves») με την όμορφη, διανθισμένη με χιούμορ αλλά και λυρισμό, ταινία της, «Η πρώτη αγελάδα» («First Cow»).

Η ταινία αρχίζει στη σύγχρονη εποχή, με μια νεαρή γυναίκα, να ξεθάβει, στα δάση του Όρεγκον, δυο σκελετούς. Στη συνέχεια, η Ράικαρτ μας επιστρέφει στον 19 αιώνα, και συγκεκριμένα στα 1820, στο Όρεγκον των σκαπανέων, όταν οι άνθρωποι είτε έψαχναν για χρυσάφι είτε προσπαθούσαν, με διάφορους άλλους τρόπους, να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή στη γη, όπως πίστευαν, της επαγγελίας.

Εκεί θα γνωρίσουμε τους δυο πρωταγωνιστές, τον Ότις «Κούκι» (Τζον Μαγκάρο), μέλος μιας ομάδας κυνηγών δερμάτων, και στη συνέχεια, τον Κινγκ Λου (Οράιον Λι), ένα Κινέζο μετανάστη, που ο Ότις ανακαλύπτει γυμνό, κρυμμένο μέσα στους θάμνους και κυνηγημένο από κακούς Ρώσους.

Ο Ότις θα τον κρύψει και ανάμεσα στους δυο θα αναπτυχθεί μια μεγάλη φιλία, που είναι και ένα από τα βασικά θέματα της ταινίας (όπως αναφέρει στην αρχή και η ταινία με το απόσπασμα του Γουίλιαμ Μπλέικ: «το πουλί μια φωλιά, η αράχνη ένα δίχτυ, ο άνθρωπος τη φιλία»). Μ

ε τον Ότις να επιστρέφει στην τέχνη του μάγειρα, όταν στο δάσος, κοντά στην καλύβα τους, ανακαλύπτει την αγελάδα ενός πλούσιο Βρετανού αριστοκράτη, κι αρχίζει να την αρμέγει κρυφά τα βράδια, για να φτιάξει κέικ που γίνονται ανάρπαστα από τους κατοίκους της περιοχής, και με τον Κινγκ Λου, να μαζεύει τα χρήματά τους με στόχο να πάνε κάποτε στο Σαν Φρανσίσκο να ανοίξουν εκεί δική τους επιχείρηση και να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη.

Η Ράικαρτ, με τη βοήθεια του συν-σεναριογράφου της Τζόναθαν Ρέιμοντ (που έγραψε και το βιβλίο στο οποίο στηρίχτηκε η ταινία), αναπτύσσει όμορφα και με χιούμορ τα πρόσωπα, τοποθετώντας τα στο περιβάλλον τους, στις απέραντες ανεξερεύνητες περιοχές του Όρεγκον, όταν οι σκαπανείς άνοιγαν τα πρώτα μονοπάτια, καταγράφοντας με ένα έντονο, που σπάνια βλέπουμε στον κινηματογράφο, ρεαλισμό, με τους πραγματικούς χώρους, τις αφιλόξενες, βρόμικες, με τους λασπωμένους δρόμους, πόλεις, τα ατημέλητα, φτιαγμένα στο χέρι ρούχα, τις τρύπιες μπότες, τα νεαρά φτωχά κορίτσια να κάνουν διάφορες αγγαρείες και γενικά ένα Ουέστ όχι εκείνο του μύθου αλλά όπως πραγματικά ήταν, προσφέροντάς μας ένα Φαρ Ουέστ, που μου θύμισε εκείνο στην ταινία του Ρόμπερτ ‘Ολτμαν «MacCabe and Mrs. Miller» (ελληνικός τίτλος «Ο χαρτοπαίκτης και η κυρία»), με τη φωτογραφία του Κρίστοφερ Μπλάουβελτ, γυρισμένη στο παλιό φορμά, 4:3, της δεκαετίας του ’40, να δημιουργεί τη σωστή ατμόσφαιρα, και τονίζοντας τους ατέλειωτους κινδύνους και υποβάλλοντας την οικονομική ανάπτυξη, ταυτόχρονα με μια άγρια εκμετάλλευση.

** ½ Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ

Ελλάδα, 2019. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Μπαβέλλας. Σενάριο: Δημήτρης Μπαβέλλας, Κατερίνα Κλειτσιώτη. Ηθοποιοί: Μάκης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Σαράντης, Άννα Καλαϊντζίδου. 98΄
Τη Λώρα Ντουράντ, μια διάσημη πορνοστάρ, που είχαν ερωτευτεί στα νεανικά τους χρόνια, και που έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς, ο Αντώνης και ο Χρήστος, δυο φίλοι που συγκατοικούν σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα, αποφασίζουν να αναζητήσουν, αρχίζοντας μια περιπλάνηση σ’ ένα ρόουντ-μούβι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.

Ένα είδος μετα-μοντέρνας Οδύσσειας, ενός ταξιδιού αναζήτησης (φυγής;, αυτογνωσίας; λύτρωσης;), με τους δυο φίλους να συναντούν παραγωγούς ποορνοταινιών, χίπηδες σε μια παραθαλάσσια κοινότητα, μια γυναίκα σε στοιχειωμένο πύργο και άλλα πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα, που τους δίνουν την ευκαιρία στον Δημήτρη Μπαβέλλα («Runaway Day») να φτιάξει σκηνές άλλοτε χιουμοριστικές, άλλοτε δραματικές κι άλλοτε φαρσικές, σκηνές, συχνά εμπνευσμένες από τον κινηματογράφο, συνδυάζοντας το ρεαλισμό με τον σουρεαλισμό, αν και όχι πάντα με την ίδια επιτυχία. Μια διασκεδαστική ταινία με πολύ καλές ερμηνείες από το δίδυμο Μάκης Παπαδημητρίου-Μιχάλης Σαράντης.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Καζαμπλάνκα

Casablanca, ΗΠΑ, 1942. Σκηνοθεσία: Μάικλ Κέρτιζ. Σενάριο: Τζούλιους Τζ. Επσταϊν, Φίλιπ Τζ. Επσταϊν, Χάουορντ Κος, από θεατρικό έργο «Everybody Comes to Rick’s» των Μάρεϊ Μπερνέτ, Τζόαν Αλισον. Φωτ: Αρθουρ Ιντεσον. Μουσ: Μαξ Στάινερ. Μοντ: Οουεν Μαρκς. Ηθοποιοί: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Πολ Χένραϊντ, Κλοντ Ρέινς, Κόνραντ Φάιτ, Σίντνεϊ Γκρίνστριτ, Πίτερ Λόρε, Σ.Ζ. Σακάλ, Ντούλι Γουίλσον, Μαρσέλ Νταλιό, Τζον Κουέιλεν, Χέλμουτ Νταντίν. 102΄

Η «Καζαμπλάνκα» είναι σίγουρα, μαζί με το «Όσα παίρνει ο άνεμος» κάτι το εντελώς ξεχωριστό στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν είναι απλώς η ταινία που οι θεατές σ’ όλο τον κόσμο αγάπησαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, αλλά, ταυτόχρονα είναι και δείγμα μιας από τις πιο πετυχημένες παραγωγές του Χόλιγουντ. Μια παραγωγή όπου όλα λειτούργησαν στην εντέλεια για να προσφέρουν ένα έργο που συνδυάζει το ρομαντικό μελόδραμα με τους ηρωισμούς και την Αντίσταση (έστω κι αν αυτά δίνονται σε στιλ φυλλάδας) ενάντια στο φασισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στην Καζαμπλάνκα, στο νυχτερινό κέντρο του Ρίκι (το σενάριο ήταν βασισμένο στο θεατρικό έργο «Όλοι πάνε στου Ρίκι» των Μάρεϊ Μπερνέτ και Τζόαν Αλισον), ενός κυνικού, εκπατρισμένου Αμερικανού (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ), στην περίοδο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, όταν η γαλλική διοίκηση συνεργαζόταν με τους Γερμανούς. Εκεί θα καταφτάσει, μαζί με τον αντιστασιακό άντρα της Βίκτορ Λάσλο (Πολ Χένρραϊντ), η Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), η πρώην αγαπημένη του Ρίκι που τον είχε εγκαταλείψει πριν από χρόνια, για να ζητήσει απ’ αυτόν να της παραδώσει τις ανεκτίμητες επιστολές τράνζιτ που έχει στην κατοχή του για να μπορέσει να φυγαδεύσει στο εξωτερικό τον άντρα της που καταζητείται από τους Ναζί.

Παρά το τελικό, θαυμάσιο αποτέλεσμα, η ταινία, στη διάρκεια της παραγωγής της, αντιμετώπισε διάφορα προβλήματα, ιδιαίτερα στον τομέα του σεναρίου που γραφόταν και ξαναγραφόταν καθημερινά, με αποτέλεσμα κανένας από τους ηθοποιούς να μη γνωρίζει πώς αυτή θα κατέληγε – γράφτηκαν μάλιστα δυο φινάλε, αν και το δεύτερο, όπου η Μπέργκμαν εγκατέλειπε το σύζυγο για να μείνει κοντά στον Μπόγκαρτ, δεν γυρίστηκε ποτέ.

Ακόμη, για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους αρχικά υπήρχαν άλλοι υποψήφιοι: για το ρόλο του Ρίκι, οι Ρόναλντ Ρίγκαν και Τζορτζ Ραφτ, και για το ρόλο της Ιλσα, οι Αν Σέρινταν και Χέντι Λαμάρ, πριν τελικά ο σκηνοθέτης Μάικλ Κέρτιζ καταλήξει στον Μπόγκαρτ και την Μπέργκμαν, ηθοποιούς που τελικά δημιούργησαν τη χημεία εκείνη που έδωσε στην ταινία τη ξεχωριστή της δύναμη.

 

Οι ρόλοι, εκκεντρικοί αλλά πάντα συμπαθητικοί, είναι σίγουρα ένα από τα μεγάλα ατού της ταινίας: ο αγωνιστής Βίκτορ Λάσλο (Πολ Χένραϊντ), ο βολικός διευθυντής της γαλλικής αστυνομίας Λουί Ρενό (Κλοντ Ρέινς), ο χοντρός Σενιόρ Φεράρι (Σίντνεϊ Γκρίνστριτ), ο πανούργος Ουγκάρτε (Πίτερ Λόρε) ακόμη και ο Γερμανός διοικητής Χάινριχ Στράσε (Κόνραντ Φάιτ).

Ο Κέρτιζ κίνησε με δεξιοτεχνία όλα τα πρόσωπα, καταφέρνοντας να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα και το σωστό ρυθμό, διανθίζοντάς τις σκηνές του με χιούμορ. Αξέχαστες είναι πολλές σκηνές: εκείνη όπου οι πελάτες του κέντρου τραγουδούν μπροστά στους ναζί τη Μασσαλιώτιδα, ο Μπόγκαρτ που ζητά από το μαύρο πιανίστα Ντούλι Γουίλσον να παίξει το As Time Goes By, η νυχτερινή συνάντηση των δυο εραστών, η σκηνή του αεροδρομίου στο φινάλε, με τον Μπόγκι να παραμένει με τον Κλοντ Ρέινς λέγοντάς του την περίφημη φράση «αυτή είναι η αρχή μιας μεγάλης φιλίας».

Η πρεμιέρα της ταινίας ήταν επίκαιρη μια και τρεις βδομάδες πιο πριν οι σύμμαχοι είχαν μπει στη Καζαμπλάνκα, ενώ η Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα, δυο μήνες αργότερα, σίγουρα συνέβαλε στη διαφήμιση και δημοτικότητα της ταινίας. Με το ρόλο του αυτό ο Μπόγκαρτ έδειξε μια άλλη πλευρά του ταλέντου του που οι παραγωγοί θα εκμεταλλευτούν στα επόμενα χρόνια, ενώ η ταινία, με το πέρασμα του χρόνου, θα μετατραπεί σε ταινία-καλτ. Η «Καζαμπλάνκα» προτάθηκε για 8 συνολικά Όσκαρ, κερδίζοντας τελικά τα τρία (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου).

*** ½ Το παιχνίδι των λυγμών

The Crying Game. Βρετανία, 1992. Σκηνοθεσία-σενάριο: Νιλ Τζόρνταν. Ηθοποιοί: Στίβεν Ρία, Τζέι Ντέιβιντσον, Φόρεστ Γουίτακερ, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Τζιμ Μπρόουντμπεντ. 112΄

Το δράμα δυο μοναχικών ανθρώπων σε μια ασυνήθιστη ερωτική ιστορία, μέσα από μια προκλητική για την τότε εποχή της (1992), συναρπαστική ταινία, υποψήφια για 6 Όσκαρ, ανάμεσά τους και καλύτερης ταινίας και για τις ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών του (τελικά κέρδισε το ΄Όσκαρ σεναρίου).

Ο Νιλ Τζόρνταν («Μόνα Λίζα», «Η παρέα των λύκων») στρέφεται εδώ σε μια ιστορία του IRA, με τον Στίβεν Ρία στο ρόλο του αγωνιστή του IRA, Φέργκους, που η ομάδα του στην Ιρλανδία συλλαμβάνει ένα μαύρο Βρετανό στρατιώτη (Φόρεστ Γουίτακερ), με τον οποίο ο Φέργκους αρχίζει να συνδέεται φιλικά. Μετά το θάνατο του στρατιώτη, ο Φέργκους πηγαίνει στο Λονδίνο, όπου αναλαμβάνει να συναντήσει τη φιλενάδα του νεκρού, τη Ντιλ για να ανακαλύψει (από δω και πέρα είναι spoiler, γι’ αυτό όποιος δεν θέλει να μάθει την απρόοπτη ανατροπή ας μη το διαβάσει) πως το κορίτσι είναι μια transsexual, γεγονός που αρχικά προκαλεί τον τρόμο στον Φέργκους.

Πέρα από το σασπένς, το θρίλερ, το ενδιάμεσο (ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος) χιούμορ και την πολιτική τοποθέτηση, που αναπτύσσει με οξυδέρκεια, ο Τζόρνταν βάζει το θέμα του ανθρώπινου σώματος, αλλά και της ταυτότητας των φύλων, ιδιαίτερα σε σχέση με τους transsexual, που ακόμη, την τότε εποχή, ήταν θέμα ταμπού, με την κοινωνία να μην είναι έτοιμη να την αποδεχτεί, (η προβολή της ταινίας τότε προκάλεσε συζητήσεις και αντιγνωμίες). Στα συν της ταινίας τόσο η υποβλητική μουσική όσο και η ωραία, ατμοσφαιρική φωτογραφία.