Στο πρότυπο μιας αγροικίας της Αγίας  Πετρούπολης σχεδιάστηκε το ανάκτορο του βασιλέως Γεωργίου του Α΄στο Τατόϊ. Κατασκευάστηκε μέσα σε δύο χρόνια (1884-1886) είναι λιθόκτιστο και αναπτύσσεται σε τέσσερα επίπεδα :υπόγειο (1220, 30 τ.μ.), ισόγειο (1017,27 τ.μ.), όροφος(963,86 τ.μ.), σοφίτα (842,86 τ.μ.). Εχει μήκος 72 μέτρων και μέγιστο πλάτος 16 μέτρα περίπου.

Το κτήριο αποτελείται από 2 κύριες πτέρυγες, την ανατολική και τη δυτική, και επιστεγάζεται με ξύλινη κεραμοσκεπή. Η μεγάλη τραπεζαρία, στο ισόγειο, αποτελούσε το διαχωριστικό όριο μεταξύ των δύο πτερύγων. 

Από την ανέγερση του παλατιού 1886 μέχρι το 1967 που εγκαταλείφθηκε δέχθηκε πολλές  μετατροπές. Σύμφωνα με τις  οριστικές  μελέτες (αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρομηχανική), που εγκρίθηκαν ομόφωνα από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων  θα αποκατασταθεί η μορφή που είχε επί Γεωργίου του Α΄.

Καθώς θα μετατραπεί σε μουσείο  οι χώροι  του θα αντανακλούν εκείνη την περίοδο με έπιπλα,  τα αντικείμενα, τους πίνακες, αλλά και χαρτώες μαρτυρίες, που τεκμαίρουν την διαδρομή της τ. βασιλικής οικογένειας. Στο υπόγειο προβλέπονται αίθουσες για εκπαιδευτικά προγράμματα ή μικρές θεματικές περιοδικές εκθέσεις. Η αίθουσα του κινηματογράφου που έχει διαμορφωθεί εκεί επί βασιλέως Παύλου θα χρησιμοποιείται  για προβολές συναφούς ιστορικού υλικού. 

Σύμφωνα με τη μελέτη ο κτηριακό συγκρότημα ανακτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, την αρχιτεκτονική του ταυτότητα ως αντίγραφο αγροικίας στο Peterhof, τον  μνημειακό χαρακτήρα, αλλά και την ανάδειξη των στοιχείων της αυθεντικότητας του. Επισημαίνεται ότι η επαναφορά στην εποχή του Γεωργίου Α’, σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη, προτάθηκε μόνο σε όσα στοιχεία υπήρχε επαρκής επιστημονική τεκμηρίωση.  

Και συγκεκριμένα:

Στο ισόγειο, διατηρείται η κεντρική είσοδος στη βόρεια όψη του κτηρίου, δεδομένου ότι αντιστοιχεί στην εποχή της υφιστάμενης διαμόρφωσης του χώρου της κύριας εισόδου με το κλιμακοστάσιο. Η υφιστάμενη εσωτερική διαμόρφωση αποτελεί επέμβαση της 2ης περιόδου (1913-1947) του κτηρίου και ειδικότερα (το έτος 1937) επί Γεωργίου Β’, ώστε να καταστεί μεγαλύτερος και ενιαίος ο χώρος της εισόδου, του κτηρίου. Επί Γεωργίου Α’ ο χώρος αυτός ήταν μικρότερος και η κλίμακα ανόδου στον Α’ όροφο ήταν διαφορετική. Διατηρείται και αποκαθίσταται το στέγαστρο της κεντρικής εισόδου, στην υφιστάμενη μορφή του, με τα υφιστάμενα μεταλλικά φουρούσια, καθώς αναφέρεται στην ίδια χρονική περίοδο με την κεντρική είσοδο. Διαμορφώνεται  η είσοδος και για ΑμεΑ.

Διατηρείται η κλίμακα που οδηγεί από το ισόγειο στη στάθμη του υπογείου, πλησίον του αναβατορίου τροφίμων, για λόγους μουσειολογικούς, καθώς από την σκάλα αυτή, σε συνδυασμό με το αναβατόριο, γινόταν η  επικοινωνία  από την κουζίνα (υπόγειο) στο ισόγειο. Επίσης, για μουσειολογικούς λόγους διατηρείται η κλίμακα που οδηγούσε από το γραφείο του ισογείου, στα υπνοδωμάτια, στον  Α΄ όροφο.

Στον Α’ όροφο, αναδιαμορφώνεται ο χώρος γύρω από την ξύλινη κλίμακα. Παραμένουν τα μεγάλα παράθυρα στη νότια όψη του κτηρίου. Επισημαίνεται ότι για την περίοδο του Γεωργίου Α’, υπάρχει φωτογραφικό υλικό για τους εσωτερικούς χώρους του ισογείου, κυρίως από το γραφείο του Γεωργίου Α’, το σαλόνι και στους χώρους της νότιας πλευράς του κτηρίου.

Στον Β’ όροφο (σοφίτα), διατηρείται το σύνολο των υφιστάμενων φεγγιτών, εκτός από δύο, οι οποίοι καταργούνται, καθώς προβλέπεται η επαναφορά του δυτικού αετώματος της στέγης.

Στη στάθμη υπογείου, διαμορφώνονται επιπλέον χώροι υγιεινής για το κοινό. 

Το κτήριο του ανακτόρου και οι οικοδομικές του φάσεις 

Το κτήριο του θερινού ανακτόρου εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη, ο οποίος, ύστερα από εντολή του Γεωργίου Α’, μετέβη το 1880 στην Αγία Πετρούπολη για τον σκοπό αυτό.

  • Την 1η περίοδο (1884-1913) που αφορά στην ανέγερσή του και την διαμόρφωση των κήπων από τον Γεώργιο Α’, 
  • Την 2η περίοδο (1913-1947) κατά την οποία ξεκίνησε (το έτος 1937) επί Γεωργίου Β’ μια σειρά εργασιών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του, που τροποποίησαν σημαντικά την αρχική του εικόνα και στις οποίες οφείλει τη σημερινή του μορφή  
  • Την 3η περίοδο (1947-1967) κατά την οποία, επί Παύλου Α’, το ανάκτορο εκσυγχρονίσθηκε και έγιναν νέες τροποποιήσεις κυρίως στο υπόγειο, τμήμα (κάτω από τον χώρο του  γραφείου του Γεωργίου Α’) που μετατράπηκε σε αίθουσα κινηματογράφου, τη σοφίτα και τον κήπο του κτηρίου, καθώς και εσωτερικές διαρρυθμίσεις.