Του Βασίλη Κ. Καλαμαρά [vasillis.kalamaras@gmail.com]

Γράφαμε πριν από λίγες μέρες, με αφορμή την επέτειο των εκατόν δέκα χρόνων από την γέννηση του Γιώργου Κοτζιούλα, ότι η επιστροφή στο παρελθόν της εργοβιογραφίας συγγραφέων που σημάδεψαν τα λογοτεχνικά δρώμενα στην εποχή τους, είναι μιά καλή ευκαιρία να ξαναδούμε τα σημάδια τους και τα σημεία τους στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία.

Αν η αναζήτηση δεν είναι εγκλωβισμός στο φάντασμα μιάς κατ’ όνομα εθνικής λογοτεχνίας, τότε είναι άνοιγμα στην αυτογνωσία της ελληνικής γλώσσας. ‘Ο,τι αυτό κι αν σημαίνει, κυρίως ως όργανο έκφρασης στα όρια μιάς επικράτειας που προσπαθεί να κρατηθεί στα είδωλα του ελληνικού προτάγματος. Η περιφέρεια του ελληνισμού έθρεψε έναν Καβάφη, μακριά από εθνοκεντρικές στρεβλώσεις και εγγύτερα σε διεθνικές αναγνώσεις.

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, εννενήντα χρόνια από τον θάνατό του, εάν δεν κοντεύει να ξεχαστεί, κινδυνεύει να προσαρμοστεί στην ελληνορθόδοξη ανάγνωση του και στην εορταστική πρόσληψή του. Πάντως, αν μελετήσουμε τον δεύτερο άξονα, τότε θα ανακαλύψουμε ότι υπήρξε ο πρώτος των πρώτων που εισηγήθηκε και καθιέρωσε το είδος του επιφυλλιδογραφικού/δημοσιογραφικού/λογοτεχνικού διηγήματος στην Ελλάδα.

Το 1884, πριν ακριβώς από εκατόν τριάντα πέντε χρόνια, ο τότε 34χρονος Αλέξανδρος Μωραϊτίδης δημοσιεύει ως επιφυλλίδα στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του δαιμόνιου Βλάση Γαβριηλίδη, το πρώτο άτυπο διήγημα-αυτοβιογραφικό ενθύμημα παιδικών σκαθίτικων χριστουγεννιάτικων εθίμων, με τίτλο «Εικόνες».

Η πρωτιά στην «Ακρόπολι» του Γαβριηλίδη

«Το άτυπο αυτό διήγημα», -όπως περιγράφει την πρωτιά του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη η επίκουρη καθηγήτρια Αρετή Βασιλείου στο Τμήμα θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών-, «προκύπτει αυθόρμητα στη θέση ενός χρονογραφήματος για τη χριστουγεννιάτικη κίνηση της Παλαιάς αθηναϊκής Αγοράς, που θα έπρεπε κανονικά να δώσει στην εφημερίδα ο Μωραϊτίδης. Αντ’ αυτού προκύπτουν οι »Εικόνες», έπειτα από μιαν έντονη νοσταλγία του για τα χριστουγεννιάτικα έθιμα της πατρίδας του, τα οποία είναι ανύπαρκτα στη μεγαλούπολη.

‘Ετσι ο Γαβριηλίδης ενθουσιάζεται και αποφασίζει να τις τυπώσει» («Τρυγών η φιλέρημος. Το θέατρο του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη και η αναζήτηση της καλλιτεχνικής και εθνικοθρησκευτικής ταυτότητας στο τελευταίο τέταρτο του 19ου και το πρώτο του 20ού αιώνα», «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης»). Να σημειωθεί ότι το πρώτο εορταστικό διήγημα του Μωραϊτίδη δημοσιεύτηκε τρία χρόνια προτού ο συνονόματος του και τρίτος ξάδελφός του Παπαδιαμάντης τυπώσει το «Χρισόψωμο» στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά.

Οι αναγνώστες να ξαναγίνουν παιδιά

Την επόμενη χρονιά (1885) ο καθηγητής φιλολογίας και δημοσιογράφος με αντικείμενο τα πρακτικά της Βουλής, επανέρχεται με δύο εορταστικά σκιαθίτικης καταγωγής διηγήματα για την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα. Η αναγνωστική επιτυχία σε μία Αθήνα, η οποία διψά για γραφικότητα, αφού η κατ’ όνομα πρωτεύουσα έχει αρχίσει να γίνεται ασφυκτική, τον ενθαρρύνει να συνεχίσει ανάλογες δημοσιεύσεις στην «Ακρόπολι».

Ο Αλ. Μωραϊτίδης σε πίνακα του Κώστα Ντιό

Αλλά και στις εφημερίδες «Νέα Εφημερίς» και «Αθήναι», συγκινώντας-όπως αναφέρει το 1927 ο ίδιος- τους αναγνώστες,, οικογενειάρχες, σπουδαστές και τα «συμπαθητικά ξενάκια», όπως είναι και ο ίδιος. Μάλιστα τους προτείνει να τον διαβάζουν κατά τις ώρες της αναψυχής τους στο ξενοδοχείο ή σε οικογενειακό κύκλο και κάνοντάς τους να ξαναποκτήσουν «την παιδικήν απλότητα, τα παιδικά των αισθήματα, τας παιδικάς των σκέψεις και τα άρρητα εκείνα όνειρά των, από τα οποία τους εχώρισεν ο χρόνος και η σπουδή».

Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο-επισημαίνει η Αρετή Βασιλείου- ξεκινά στον αθηναϊκό Τύπο η επιφυλλιδογραφική εορταστική λογοτεχνία τύπου Τσαρλς Ντίκενς, την οποία πρόκειται να υπηρετήσει και ο Παπαδιαμάντης και την οποία πρόκειται να συνεχίσουν τα επόμενα χρόνια με επιτυχία και ένα σωρό άλλες μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες.