Την ερχόμενη χρονιά που θέλει μόλις έναν μήνα για να μας επισκεφτεί, συμπληρώνονται ακριβώς δέκα χρόνια από την αποδημία του Αλέκου Ζούκα (1956-2012). Μέχρι τότε, έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την μορφή και τον λόγο του, γιατί αυτά τα δύο πήγαιναν μαζί, και δεν ξεχώριζαν, στο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη, «Οφειλή». Θα προβληθεί αύριο, στο Αμφιθέατρο Περιφερειακής Ενότητας Εύβοιας (10.15 μ.μ.) και θα δοκιμάσει την κρίση στο διαγωνιστικό τμήμα του 15ου Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Docfest της Χαλκίδας.

Ο Αλέκος για όσους τον γνώριζαν ήταν αυτό που φαινόταν κι άλλα τόσα που αν και δεν τα έκρυβε, ήταν δυσανάγνωστα από τους μη ασκημένους στον κόσμο του. Γιατί, αν ήθελες να τον προσεγγίσεις, θα έπρεπε να έχεις στρέψει την ματιά σου στους ανθρώπους και στα πράγματα με το πιο αδούλωτο κομμάτι του εαυτού σου. Ασχολήθηκε κυρίως με το γράψιμο και την μουσική, είτε από την θέση του κριτή, είτε του κρινόμενου. Δημιουργός και μαζί διαχειριστής αυτού που ο τόπος, ο ελλαδικός αναδύει, στην καθαρότερη έκφρασή του, σαν μία επανάσταση των φυσικών στοιχείων υπέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Σκεπτόμενη ανθρωπογεωγραφία μνήμης

Και με τα δικά του λόγια, τα μοναδικά, τα ακέραια: «Έχω ορισμένες φορές την εντύπωση ότι μιλώ από την απέναντι πλευρά του ωκεανού κι επιμένω να γράφω όχι επειδή πιστεύω πως μπορεί ν’ αλλάξει κάτι […], αλλά προκειμένου ν’ αποκλείσω την ανάδυση ενός άλλου μου εαυτού που τόσα χρόνια το εκπαιδευτικό σύστημα, ο στρατός, η δικαιοσύνη, το οικονομικό σύστημα και οι λειτουργίες του κράτους, πάλεψαν με ζήλο να διαμορφώσουν ‘‘για το καλό μου’’ πάντα».

Μ’ αυτό το σκεπτικό συνέθεσε το βιβλίο του «Στην Χίο με τον Anatole de Meibohm» (Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2011), ένα φανταστικό βιβλίο συνετής, έμφρονης και σκεπτόμενης ανθρωπογεωγραφίας για το σταυροδρόμι που είναι τα Βαλκάνια, κι όλος ο Νότος ξελογιασμένος από Ανατολή, καχύποπτος μπροστά στην Δύση, πάντα Διγενής και Ακρίτας. Κι αυτό να το μωσαϊκό ατομικής και συλλογικής μνήμης το άφησε πίσω του ως διαθήκη, έναν χρόνο προτού πετάξει προς τα εκεί που επιθυμούσε, στο παντού και στο πουθενά.

Ιδού πως το παρουσιάζει, αν μπορεί να περιγραφεί ένα τόσο ιδιότυπο κείμενο: «Αναμφίβολα ο τόπος, ο κάθε τόπος, έχει πάντα τη δικιά του εντελώς ξεχωριστή ζωή, μια ζωή που τη συνθέτουν όχι μόνον οι ζωές των ανθρώπων του και όσων ξέμειναν σ’ αυτόν -ως ναυαγοί της ανάγκης είτε της καρδιάς- αλλά, κυρίως, το παρελθόν του. Το παρελθόν που είτε πλέκεται όπως η σαλαμάστρα σ’ έναν αγκυρωμένο πόνο είτε στη θησαυρισμένη του χαρά και δημιουργία, ακόμα και σε ‘κείνη που δεν μορφοποιήθηκε σε κάποιο έργο, που δεν αντίκρισε ποτέ του τη δημοσιότητα αλλά που παρέμεινε ως απωθημένη σκέψη ή ως βουβή επιθυμία.

Κι αφού γι’ αυτούς τους τόπους κανένα ταξιδιωτικό πρακτορείο δεν διαθέτει πληροφορίες ούτε αναλαμβάνει εκδρομές, έφυγα μόνος προς μιαν απροσδιόριστη κατεύθυνση από αυτές που υπάρχουν χαραγμένες μόνον στη γεωγραφία της Ψυχής.»

Περιπλανώμενη ψυχή στα κύματα του Αιγαίου

Ο Ανατόλ ντε Μεϊμπόμ δεν είναι ένα μπορχεσιανό προσωπείο που χρησιμοποιεί ο Αλέκος Ζούκας, αλλά συγγραφέας του κατά συνθήκην ταξιδιωτικού «Démons, derviches et saints» (Δαίμονες, δερβίσηδες και άγιοι»), τυπωμένο, το 1957, στο Παρίσι από τις εκδόσεις Plon. Αλλά κι ο συνοδός του Έλληνα περιηγητή, δεν είναι ένας τουρίστας, ένας που επιλέγει να ταξιδέψει προς άγραν ανάπαυσης. Είναι αυτό που δηλοί ξεκάθαρα ο τίτλος του βιβλίου του, ένας δαίμονας, ένας δερβίσης κι ένας άγιος. Τρία προσωπεία που φοράει η Ανατολική Μεσόγειος για να αγιοποιεί τον δαίμονα και να δαιμονίζει τον άγιο, υπό τα ακατάληπτα μουρμουρητά των σούφι δερβίσηδων.

Το κείμενό του είναι η (ανα)τροπή του παραδεδεγμένου με άγνωστη κατεύθυνση, γιατί ο στιγμιαίος έρωτας επί κτιστών και ακτίστων, πραγμάτων κι ονομάτων, ονοματοδοσίας και ακατανόμαστου, λόγου και σιωπής, εκεί ανάμεσα περνάει το νόημα όχι ως προς χρήση και συμμόρφωση. Γι’ αυτό το αφήνει ανοιχτό στους πνέοντες ανέμους του Αιγαίου, και στέκεται μπροστά στο πλατύστομο και πλατύγυρο φιλιατρό σαν τον Διονύσιο Ιερομόναχο της «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού.

Στην έννοια της προόδου που έφερε την απληστία τής μεταπολεμικής κατανάλωσης, ο Αλέκος Ζούκας αντιπροτείνει το μηδέν της πλάσης, το κοίμισμά της στα κοιτάσματά της, το ξεθάρρεμά της στα ξέφωτα της Ιστορίας. Εκεί μπορεί να σε περιμένουν ληστές τραμβαγέρηδες και πειρατές, είναι όμως και οι άνω και οι κάτω πόλεις των νησιών με τον ασβέστη σε πάμφωτη φωτοχυσία αιωνίου παρούσης μνήμης.

Μικρές διηγήσεις σαν μινιατούρες του αναπόφευκτου, δοκιμιακά περάσματα σαν λιβανωτό στον άγνωστο θεό, σχόλια που εκκινούν από την φιλολογία κι εκτρέπονται ως την παραλογοτεχνία, στοχασμοί κι αναστοχασμοί της στιγμιαίας σύλληψης του κόσμου, παρεκβάσεις από μονοπάτια του πάθους παράταιρα. Ο Αλέκος Ζούκας μας έμαθε τον συγκρητισμό ως μέγιστον μάθημα της αρμονίας του σύμπαντος κόσμου.