Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

«Αυτό που κάνει την περίοδο αυτή ενδιαφέρουσα είναι ότι προσπαθούσαμε να φτιάξουμε ταινίες προσωπικές, με ιστορίες που μας ενδιέφεραν, κάτι που θα οδηγούσε σε κάτι άλλο, πιστεύαμε πως το κοινό ήθελε κάτι το καινούριο, και του δίναμε κάτι καινούριο», είχε αναφέρει ο Μόντι Χέλμαν, που «έφυγε πρόσφατα σε ηλικία 91 χρονών, στη συζήτηση που έγινε με θέμα το Νέο Χόλιγουντ, στη διάρκεια του φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, με παρόντες τον Χέλμαν και την ηθοποιό Σίμπιλ Σέπαρντ και με συντονιστή τον διευθυντή του περιοδικού Variety Πίτερ Μπαρντ. Συζήτηση την οποία είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω και στη συνέχεια να γνωρίσω τον σημαντικό αυτό, «μοναχικό» δημιουργό.

Ο Μόντι Χέλμαν, ο σκηνοθέτης των δυο σπάνιων, εμβληματικών γουέστερν «Ride in the Whirlwind» («Καλπάζοντας στον ανεμοστρόβιλο», 1966) και «The Shooting» («Ο πιστολέρο», 1966), καθώς και του θαυμάσιου, με θέμα την αλλοτρίωση, ρόουντ-μούβι «Two-Lane Blacktop» (1971) ήταν ένας από τους πιο υποτιμημένους, αν και πιο πρωτότυπους, σκηνοθέτες του Νέου Χόλιγουντ, του αμερικανικού εκείνου κινηματογράφου που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες του ’60 και ’70, περίοδο του πολέμου του Βιετνάμ, των φοιτητικών εξεγέρσεων και της «νεολαίας των λουλουδιών».

Περίοδος με ταινίες όπως «Η τελευταία παράσταση», «Ο καουμπόι του μεσονυκτίου», «Ξένοιαστος καβαλάρης», «Two-Lane Blacktop» και «Μπόνι και Κλάιντ», όταν οι Αμερικανοί σκηνοθέτες είχαν τη μεγαλύτερη ελευθερία που τους δόθηκε ποτέ στην ιστορία του Χόλιγουντ, δημιουργώντας ταινίες που έδιναν μια άλλη, άσχετη με εκείνη του καθιερωμένου Χόλιγουντ, εικόνα της ζωής και των προβλημάτων της σύγχρονης νεολαίας.

«Η τελευταία παράσταση» του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς ήταν ταινία που θα σκηνοθετούσε αρχικά ο Μόντι Χέλμαν, όπως μας αποκάλυψε ο ίδιος στη συνάντηση μας στο Κάρλοβι Βάρι. «Ημουν από τους πρώτους σκηνοθέτες που τον πλησίασαν για να γυρίσει την «Τελευταία παράσταση». Αυτό που έγινε είναι ότι καθυστέρησαν να ξεκινήσουν γιατί δεν έβρισκαν τα χρήματα και όταν τελικά το αποφάσισαν εγώ είχα αναλάβει να γυρίσω μιαν άλλη ταινία.

Λυπάμαι που δεν τη γύρισα, όταν μάλιστα θα γύριζα και γυμνή σκηνή με τη Σίμπιλ…» Όσο για το «Two-Lane Blacktop», η ταινία γυρίστηκε από ένα μεγάλο στούντιο, τη Γιουνιβέρσαλ.

Οπως όμως μας εξήγησε ο Χέλμαν, «στη Γιουνιβέρσαλ υπήρχε ένα ειδικό τμήμα στο οποίο είχαν αναθέσει να γυρίσει πέντε, πειραματικές, όπως τις χαρακτήριζαν, ταινίες. Η ταινία μου βγήκε θα έλεγα από το τίποτε και είχε μια τέτοια επιτυχία που τη συγκρίναν με το άλλο road-movie της εποχής εκείνης, τον «Ξένοιαστο καβαλάρη», πράγμα που εξέπληξε τη Γιουνιβέρσαλ.

Πρέπει πάντως να πω, ήταν η μοναδική φορά στην καριέρα μου που είχα το final cut (το τελικό μοντάζ) της ταινίας. Ακόμη κι όταν σου λένε πως έχεις το final cut, ούτε τότε στο επιτρέπουν. Στο συμβόλαιό μου για το Two-Lane Blacktop υπήρχε ένα σημείο που έλεγε πως αν παρέδιδες την ταινία ώστε να διαρκούσε λιγότερο από δυο ώρες η εταιρία δεν είχε το δικαίωμα να την αγγίξει. Καταπληκτικό, ε;. Είχες δηλαδή το license to kill (να κάνεις ό,τι ήθελες). Και το έκανα. Αρχικά, στην πρώτη μορφή του μοντάζ, η κόπια διαρκούσε τρεισήμισι ώρες, μετά τη μόνταρα ξανά σε δυόμισι ώρες. Κάναμε ένα preview για να δούμε τις εντυπώσεις του κοινού και μετά τη μόνταρα σε μια ώρα και τρία τέταρτα γιατί πίστεψα πως έτσι θα ήταν καλύτερη, ο ρυθμός ήταν ο πιο κατάλληλος. Δεν μπορούσα όμως να κόψω περισσότερο γιατί μετά θα έμοιαζε με τρέιλερ.»

Οι ταινίες που γύριζε το Νέο Χόλιγουντ έδειχναν να συμβαδίζουν με το πνεύμα που κυριαρχούσε στην Ευρώπη: τη γαλλική νουβέλ βαγκ (ο γνωστός Αμερικανός σκηνοθέτης Ρίτσαντ Λίνκλεϊτερ θα χαρακτηρίσει την ταινία «Two-Lane Blacktop» σαν μια «drive-in ταινία γυρισμένη από Γάλλο σκηνοθέτη του νέου κύματος»), τους σκηνοθέτες της «άνοιξης της Πράγας», το νέο γερμανικό αλλά και το νέο ιταλικό κινηματογράφο.

Ο ίδιος ο Χέλμαν τονίζει, «δεν είχα τουλάχιστον συνειδητά μια τέτοια αίσθηση. Εκείνο που μπορώ να πως είναι πως όταν ήμουν μικρός είχα επηρεαστεί από τα σίριαλ και τις περιπέτειες, που βλέπαμε το Σάββατο το απόγευμα, όπως το The Lone Ranger. Εκείνες οι ταινίες σίγουρα με επηρέασαν. Γι’ αυτό και ενθουσιάστηκα όταν αργότερα είδα το πρώτο μέρος του «Πολέμου των άστρων».

Ο συνεταίρος μου, όμως, όταν φτιάχναμε τα δυο γουέστερν στη δεκαετία του ‘60 ήταν ο Τζακ Νίκολσον. Εκείνος ήταν πολύ πιο επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο της εποχής. Έτσι, όταν φτιάξαμε τα δυο γουέστερν δεν προσπαθούσαμε απλώς να συναγωνιστούμε ταινίες όπως «Η άμαξα της αγωνίας», «Αγαπημένη μου Κλεμεντίνη», Shane» και «Η εκδίκηση είναι δική μου». Κάπου πίσω στο μυαλό μας, ο Τζακ κι εγώ είχαμε τον Αντονιόνι, τον Ζακ Ριβέτ και άλλους… Αυτό που κάνει την περίοδο αυτή ενδιαφέρουσα είναι ότι προσπαθούσαμε να φτιάξουμε ταινίες προσωπικές, με ιστορίες που μας ενδιέφεραν, κάτι που θα οδηγούσε σε κάτι άλλο. Πιστεύαμε πως το κοινό ήθελε κάτι το καινούριο. Και του δίναμε κάτι καινούριο. Ενώ τώρα, το κοινό λέει, «δώστε μας ότι μας δώσατε πέρσι, γιατί λειτουργεί τόσο καλά.» Και βέβαια φέρνει χρήματα. Αυτή είναι η βασική διαφορά με την τότε εποχή.»

Για τον Χέλμαν, «το αμερικανικό σινεμά αναφερόταν σε ιστορίες που ήταν τοποθετημένες στην κουλτούρα και την πραγματικότητα της τότε εποχής. Τότε αφήναμε τον κόσμο να επιλέξει, αντίθετα, σήμερα του λέμε τι να κάνει. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Τότε σκεφτόμαστε μια ιστορία, τη λέγαμε σ’ ένα παραγωγό και μας έλεγε εντάξει. Δεν υπήρχαν όλα αυτά τα συμβούλια κι οι ατέλειωτες συζητήσεις και οι πολλές αποφάσεις. Σήμερα, υπάρχουν βασικά τα σίκουελ που βγάζουν πολλά λεφτά.»

Σημ.: Το 2007, το 20 Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Αθήνας είχε διοργανώσει αφιέρωμα στο έργο του Χέλμαν με την προβολή των τριών πιο σημαντικών ταινιών του: Ride the Whirlwind, The Shooting και Two-Lane Blacktop.