62ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και μια αγέλη προβάτων που μετατρέπεται σε αγέλη λύκων

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

Με την αποδοχή της μητρότητας καταπιάνεται στο ψυχολογικό δράμα του «Patchwork» (Διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ) ο σκηνοθέτης Πέτρος Χαραλάμπους, που το 2017 η ταινία του «Το αγόρι στη γέφυρα» κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο 30ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου.

Όταν τη συναντάμε, η ηρωίδα του, η Χαρά, στέλεχος μιας μεγάλης εταιρίας έχει αρχίσει να συνεργάζεται με μια ισραηλινή, για τη δημιουργία ενός «μοναδικού θέρετρου» στην Κύπρο. Παντρεμένη με ένα πολύ καλό άντρα (Αντρέας Τσελεπός) και με ένα παιδί, κουρασμένη από τη φροντίδα τόσο του μοναχικού της πατέρα, όσο και της μικρής της κόρης (τρέχει κάθε μέρα στο σχολείο να την πάει και να την παραλάβει), αγχωμένη με τα προβλήματα που την κάνουν να φτάνει σχεδόν κάθε μέρα τρέχοντας και καθυστερημένη στη δουλειά της, συγχυσμένη με την αρχική απόφαση, που έχει πάρει μαζί με τον άντρα της (αναγκασμένη από τις περιστάσεις;), να αποκτήσουν το συντομότερο και δεύτερο παιδί, βρίσκεται φοβισμένη, και αναποφάσιστη, σε μια σημαντική καμπή της ζωής της, ξαφνικά βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.

Παγιδευμένη σε μια οικογένεια με απαιτήσεις που δεν προλαβαίνει να εκπληρώσει, με ένα ψυχολόγο αλλά και με χάπια που δεν δείχνουν να την βοηθούν, με το άγχος να αυξάνεται καθημερινά (κάποια στιγμή παραδέχεται πως έχει αρχίσει να ψάχνει στο ιντερνέτ για διαμέρισμα με ένα δωμάτιο για να μετακομίσει μόνη τη3 και να μπορέσει να βρει τον εαυτό της), η Χαρά βρίσκει προσωρινή διέξοδο στη φροντίδα της Μελίνας (Τζόι Ρίγκερ), της έφηβης κόρης του ισραηλινού διευθυντή, την οποία αναλαμβάνει πρόθυμα (μια και τη θυμίζει τον εαυτό της στην ίδια ηλικία) να βοηθήσει στο σχολικό της έργο. Μόνο που η φροντίδα αυτή αρχίζει να της προκαλεί ακόμη περισσότερες εντάσεις, σύγχυση και εκνευρισμό, αν και, τελικά είναι χάρη σ’ αυτή που θ’ αναγκαστεί να ξεπεράσει σταδιακά το εσωτερικό της δράμα, να βρει τον εαυτό της και να αποδεχτεί τόσο τη μητρότητα που μέχρι τότε την αντιμετώπιζε σαν εφιάλτη.

Με ένα πολύ καλό σενάριο, με πειστικούς διαλόγους και αληθινούς χαρακτήρες, μαζί και τους δεύτερους, όπως εκείνο του συζύγου και της φίλης της Χαράς, Κρίστης (Στέλλα Φυρογένη), τοποθετώντας τα πρόσωπα και τις καταστάσεις στο συγκεκριμένο κοινωνικό τους, μεσοαστικό περιβάλλον, με εξαιρετική χρήση των φυσικών ντεκόρ (η Λεμεσός, η παραθαλάσσια πόλη, που παίζει το δικό της ρόλο, που εξάρει η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Γιώργου Ραχαμτούλιν), με τις σιωπές να παίζουν ένα δικό τους σημαντικό ρόλο, με εξαιρετικές ερμηνείες από όλους τους ηθοποιούς τους, ιδιαίτερα όμως από την Αγγελική Παπούλια, που με την όλη ερμηνεία της, τις σιωπές της, τις εκφράσεις της, τον τρόπο με τον οποίο τρώει τα νύχια της για να τονίσει τη νευρικότητά της, ο Χαραλάμπους έφτιαξε μια ταινία που σε συγκινεί και σε καθηλώνει από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό της. Μια πρέπει να πω από τις καλύτερες, μαζί με το «18» του Βασίλη Δούβλη, ελληνικές ταινίες του φετινού φεστιβάλ.

Πώς μπορεί κανείς να ξεχρεώσει από τους τοκογλύφους που φτάνουν στο σημείο να σου ζητάνε τα διπλάσια και τα τριπλάσια απ’ όσα σε δάνεισαν, διερωτάται ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κανελλόπουλος στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Αγέλη προβάτων», τη δεύτερη ελληνική συμμετοχή στο Διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Ο Θανάσης, ο γεωπόνος και ιδιοκτήτης του φυτωρίου μιας επαρχιακής πόλης, αδυνατεί να ξεπληρώσει τον τοκογλύφο Στέλιο, και καλεί άλλα τρία «θύματα» του Στέλιου, να συμμαχήσουν μαζί του και ομαδικά να απαιτήσουν μια καλύτερη συμφωνία, χωρίς τους απαράδεκτους τόκους. Ο Στέλιος όμως αναθέτει σε δυο μπράβους του να τους εκφοβίσουν, με τον Θανάση να πείθει τους υπόλοιπους να αντισταθούν και από αγέλη προβάτων να μετατραπούν σε αγέλη λύκων.

Ο Κανελλόπουλος αναφέρθηκε σε μια ταινία με θέματα που μπορούν να συνθέσουν ένα σύγχρονο γουέστερν. Υπάρχουν σίγουρα στοιχεία επίδρασης του γουέστερν στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όταν ο Θανάσης και η ομάδα του αναγκάζονται να πιάσουν όμηρο τον ένα από τους μπράβους και στη συνέχεια ν’ αρχίσουν την καταδίωξη του δεύτερου μπράβου στα χωράφια και στο δάσος (από τις καλύτερες και με πετυχημένο ρυθμό σκηνές της ταινίας, όλες γυρισμένες σε όμορφα τοπία στην Πελοπόννησο), το πρώτο όμως μέρος παραμένει μια αρκετά ρεαλιστική απεικόνιση του δράματος, με τους δυο μπράβους να παρακολουθούν από το αυτοκίνητό τους τον Θανάση και τους άλλους, με τον φοβιτσιάρη Αποστόλη, ένα από τα τέσσερα μέλη της ομάδας, να προσπαθεί να αποφύγει τη σύγκρουση και με τους καβγάδες ανάμεσά τους μέχρι τελικά να αποφασίσουν να δράσουν από κοινού.

Εκτός από τις πράγματι πολύ καλές ερμηνείες όλων των εξαίρετων πρωταγωνιστών (Δημήτρης Λάλος, Άρης Σερβετάλης, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημήτρης Λιόλιος, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Κίμωνας Κουρής και Γιώργος Βαλαή), αξίζει να αναφέρω την ωραία φωτογραφία του Στέλιου Πίσσα και την περιορισμένη, πάντα αποτελεσματική, μουσική του Dejan Pejovic.

Έχω χάσει τον εαυτό μου… θέλω ν’ αλλάξω παραστάσεις», λέει ένας από τους δυο πρωταγωνιστές της ταινίας «Μούσα» του Νίκου Νικολόπουλου («Polk»). Θέμα της η λήξη των σχέσεων, η επιθυμία αλλαγής (η αλλαγή παραστάσεων), αλλά και ο φόβος της απώλειας. Ο Μούσα (Stefan Mwange) είναι ο «δυνατός» της παρέας, ο Σίμος Θανάσης Γεωργίου) είναι ο «αδύναμος». Το σεξ, οι στιγμές τους στο μπάνιο, και όλα τα τελετουργικά του έρωτα, δεν είναι αρκετά για τον Μούσα που θέλει να προχωρήσει. Για τον Σίμο, τίποτα δεν έχει λήξει, Κάθε άλλο. Η έξοδος γι’ αυτόν, αν πράγματι υπάρχει, είναι πολύ διαφορετική.

Ενδιάμεσα, μεταφερόμαστε σε ένα είδος παραισθησιογόνου ταξιδιού, ανάμεσα στη φαντασία, το όνειρο (ή και τον εφιάλτη) και την πραγματικότητα, με εναλλαγές σε παρελθόν και παρόν, μ’ ένα στιλ που παίζει ανάμεσα στο πραγματικό (πάντα όμως στιλιζαρισμένο) και τη φαντασία (βγάζοντας το καπέλο τόσο στο weird cinema του Λάνθιμου, όπως στις σκηνές με την οδοντίατρο καθώς και με τον αστυνομικό, όσο και στο σινεμά του Γκοντάρ του «Τρελού Πιερό» στη σκηνή που ο ήρωας βάφει το πρόσωπό του με άσπρη κρέμα) για να μας αφηγηθεί την πορεία των δυο πρωταγωνιστών του (περισσότερο αφέντη και δούλου, θα έλεγα), με κάποιες σκηνές ίσως περιττές αλλά μια ατμόσφαιρα τέλεια ελεγμένη που επιβεβαιώνει το ταλέντο του σκηνοθέτη της.

Μια γυναίκα κι ένας άντρας, δυο εντελώς άγνωστα μεταξύ τους πρόσωπα, συναντιούνται στο γεμάτο εκπλήξεις road movie «Μαγνητικά πεδία», πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Γούση, βραβευμένου (από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου) για τη μικρού μήκους ταινία του «Ο χειροπαλαιστής». Η Έλενα (Έλενα Τοπαλίδου), παντρεμένη και με παιδί, ενώ ταξιδεύει στην Αθήνα με το αυτοκίνητό της, τον Ζορζ, με το ένα εξωτερικό κομμάτι του βαμμένο κόκκινο, όπως το αποκαλεί, ξαφνικά αλλάζει γνώμη και στρίβει για Πελοπόννησο, και συγκεκριμένα την Πάτρα. Ο Αντώνης (Αντώνης Τσιοτσιόπουλος), με εμφάνιση και παρουσιαστικό ενός ημιάγριου περιθωριακού, αν και στην πραγματικότητα πολύ ευγενικός, είναι ο άντρας που σώζει η Έλενα όταν χαλάει το αυτοκίνητό του και δεν προλαβαίνει να πάρει το φέρι.

Η Έλενα βρίσκεται στη καμπή εκείνη της ζωής της που αρχίζει να διερωτάται για το δρόμο που πήρε, για το μέλλον της, για το τι έχασε και τι μπορεί να διασώσει. Ο Αντώνης δείχνει να μην έχει κάποιο συγκεκριμένο στόχο, απλά κουβαλάει ένα μεταλλικό κουτί, που μέσα του έχει τα λείψανα της θείας του. Που θέλει να τα θάψει στη γενέτειρά της. Η Έλενα θα τον πάει αρχικά ως το φέρι, ύστερα θα καθίσει μαζί του να φάνε σε εστιατόριο, μετά θα βρουν δωμάτιο μαζί σε μικρό επαρχιακό ξενοδοχείο (όχι όμως για κάποια ερωτική σχέση). Σταδιακά θα δεθεί μαζί του. Ένα «δέσιμο» αδελφών ψυχών, με τον καθένα να αναζητά το δρόμο του και τον εαυτό του.

Στην Έλενα αρέσει το τραγούδι («δεν μ’ αρέσει να χορεύω…δεν μ’ αρέσει η φάτσα μου» θα πει στο τηλέφωνο στον άντρα της), να παίζει στο πιάνο ένα παλιό ρεμπέτικο, αγαπά το παιδί της, τον Πέτρο (παρόλο που λέει πως «δεν ξέρω ν’ αγαπώ»). Ο Αντώνης μιλάει λιγότερο, αλλά το ταξίδι τους, τους δίνει την ευκαιρία να μιλήσουν για τον εαυτό τους, τα προβλήματά τους, να κάνουν κατά κάποιο τρόπο αυτοψυχανάλυση.

Με ένα ελλειπτικό, όχι πάντα πετυχημένο στους διαλόγους του, σενάριο (που συνυπογράφει ο σκηνοθέτης μαζί με τους δυο ηθοποιούς του) και με αυτοσχεδιασμούς, ο Γούσης μας οδηγεί σε ένα ταξίδι, που του προσφέρει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί, με την ατμοσφαιρική φωτογραφία του Γιώργου Κουτσαλιάρη, δραματουργικά τους χώρους (τις ανεμογεννήτριες και τις τεράστιες κεραίες), για να σχολιάσει τη ψυχολογική κατάσταση των προσώπων του και να φτιάξει το αρκετά συναρπαστικό αυτό ρόουντ-μούβι του.

Στο «Λευκό κτήριο» (Διεθνές διαγωνιστικό τμήμα) του τίτλου της θαυμάσιας, ελεγειακής ταινίας του γνωστού μέχρι σήμερα για τα ντοκιμαντέρ του, Καμποτζιανού σκηνοθέτη Κάβις Νέανγκ ζει ο πρωταγωνιστής ταινίας. Κτήριο ορόσημο της πρωτεύουσας της Καμπότζης, Πνομ Πενχ, που κτίστηκε, όπως και πολλά άλλα, στη δεκαετία του ΄60, και που σήμερα άρχισαν να κατεδαφίζονται για να δώσουν τη θέση τους σε υπερμοντέρνα κτήρια. Στο Λευκό αυτό Κτήριο, συγκρότημα πολυκατοικιών όπου κάποτε ζούσαν σχεδόν 2500 άτομα, οι περισσότεροι καλλιτέχνες και κυβερνητικοί υπάλληλοι, σήμερα σε άθλια κατάσταση, με τους λιγοστούς ένοικους σε υγρά σπίτια, με άθλιες συνθήκες, με τους τοίχους να στάζουν από το νερό της βροχής, ζει τώρα ο 20χρονος Σαμνάνγκ, με τη μητέρα του και τον σε κρίσιμη κατάσταση διαβητικό, γλύπτη πατέρα του, που εκπροσωπεί τα προβλήματα των ενοίκων.

Τα πράγματα θα χειροτερέψουν όταν ο ιδιοκτήτης κόβει την παροχή νερού επειδή έχει δεχτεί πλούσια προσφορά από εταιρία για την κατεδάφισή του, αν και δεν είναι πρόθυμος να αποζημιώσει το ίδιο ικανοποιητικά τα αιτήματα των ενοίκων που διαπραγματεύεται ο πατέρα του Σαμνάνγκ. Όνειρο του Σαμνάνγκ και των δυο φίλων του είναι να γίνουν χορευτές, που συνεχίζουν να κάνουν πρόβες στο διαμέρισμά του, ενδιάμεσα παρουσιάζοντας ένα χορευτικό πρόγραμμα σε νυχτερινά κέντρα και εστιατόρια, χωρίς όμως ικανοποιητική αμοιβή. Όταν η ομάδα διαλύεται, ο Σανάνγκ πρέπει να πάρει δικές του αποφάσεις παρά τα διάφορα άλλα προβλήματα που αρχίζουν να δημιουργούνται, ανάμεσά τους και o ακρωτηριασμός του ποδιού του πατέρα του, που μέχρι τότε προτιμούσε τα διάφορα γιατροσόφια.

Ο Κάβις Νέανγκ ακολουθεί τον νεαρό του ήρωα με μια σε συνεχή κίνηση κάμερα, χρησιμοποιώντας τη ντοκιμαντερτιστική εμπειρία του για να δώσει μια όσο το δυνατό πιο ρεαλιστική, αυθεντική εικόνα της άθλιας κατάστασης της πολυκατοικίας (στην οποία, όπως μαθαίνουμε, είχε ζήσει και ο ίδιος) αλλά και της ζωής στη Πνομ Πενχ (με τους νεαρούς να διασχίζουν τους δρόμους με το μηχανάκι τους ή να παίζουν μουσική σε μπαρ), εικόνα που συχνά αποκτά κάποιο στιλιζάρισμα (στις φανταστικές ιδιαίτερα σκηνές, όπως εκείνη με τον Σαμνάνγκ να φαντάζεται ένα κοστουμαρισμένο πατέρα του να περπατά στους διαδρόμους της πολυκατοικίας), με τον νεαρό Πίσεθ Τσουν να ερμηνεύει με δύναμη και ζωντάνια το νεαρό Σαμνάνγκ (που του χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο φετινό φεστιβάλ Βενετίας) στη συγκινητική αυτή, ελεγειακή ταινία γύρω από μια οικογένεια απλών ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το σπίτι τους.